Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Επικίνδυνη κλιμάκωση της πορείας αντιπαράθεσης της «Δύσης» με τη Ρωσία και την Κίνα, σε δύσκολη θέση η ΕΕ
Τη στιγμή που ο κόσμος παραμένει βυθισμένος και εγκλωβισμένος στην κρίση της πανδημίας, ενώ το πρώτο που απασχολεί τους λαούς είναι να μείνουν ζωντανοί και όρθιοι απέναντι στη νόσο και τις εγκληματικές πολιτικές των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου, οι κινήσεις στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα μοιάζουν να αποκτούν μια άγρια επιθετικότητα. Η παρουσία του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ και η πρόθεσή του να ανακατέψει την τράπουλα φαίνεται πως αναγκάζει τους πάντες να ανασκουμπωθούν, να αναθεωρήσουν τις θέσεις τους και να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους, με τον κίνδυνο αναζωπύρωσης υπαρχόντων μετώπων και ανοίγματος νέων να είναι υπαρκτός.
Την αρχή στον νέο αυτό γύρο ανταγωνισμών και συγκρούσεων έκαναν, δίχως αμφιβολία, οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Ο Μπάιντεν, άλλωστε, ήταν αυτός που πρώτος και χωρίς κάποια ιδιαίτερη αφορμή χαρακτήρισε «δολοφόνο» τον Πούτιν και του διεμήνυσε να ετοιμάζεται για να παραλάβει τον… λογαριασμό με το κόστος των επιλογών του. Λίγες μέρες αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, επιτέθηκε δημοσίως και με ασυνήθιστο για τα διπλωματικά δεδομένα τρόπο στους Κινέζους, στην πρώτη συνάντηση υψηλού επιπέδου ανάμεσα στις δύο χώρες μετά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο.
Αμέσως μετά, ο Μπλίνκεν κατευθύνθηκε στις Βρυξέλλες, για τη σύνοδο με τους ομολόγους του των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Τους τα είπε δε χωρίς περιστροφές και έξω από τα δόντια, έστω κι αν δημοσίως εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της «ανοικοδόμησης των διατλαντικών σχέσεων». Τα είπε δε κυρίως προς τους Ευρωπαίους, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση και ανάμεσα σε διασταυρούμενα… πυρά και συμφέροντα — γι’ αυτό και έσπευσαν να καλέσουν τον ίδιο τον Μπάιντεν να συνομιλήσει μαζί τους στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ.
Η ουσία δεν αλλάζει: Κίνα και Ρωσία είναι για την Ουάσιγκτον οι στρατηγικοί αντίπαλοι και γι’ αυτό απαιτεί τη συστράτευση όλων για την αντιμετώπισή τους, με κάθε τρόπο — ακόμη και με τη βία, εάν χρειαστεί. Δεν αρκείται μάλιστα σε δηλώσεις καλής πρόθεσης: Χρειάζονται παραπάνω λεφτά για εξοπλισμούς, οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις, καθώς και τερματισμός των «επικίνδυνων» συνεργασιών με τον εχθρό — όπως είναι, για παράδειγμα, η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που ενώνει απευθείας τη Ρωσία με τη Γερμανία.
Δεν θα περίμενε φυσικά κανείς η απέναντι πλευρά να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Έτσι, τη Δευτέρα, οι υπουργοί Εξωτερικών Ρωσίας και Κίνας συναντήθηκαν εσπευσμένα, προκειμένου να στείλουν μήνυμα προς τις ΗΠΑ και συνολικά τη «Δύση» ότι θα βρουν απέναντί τους ένα μέτωπο των δύο, εάν επιλέξουν να κλιμακώσουν την ένταση και με πράξεις. Τα ξημερώματα της Πέμπτης, επίσης, έγινε γνωστό ότι η Βόρεια Κορέα εκτόξευσε (δοκιμαστικά) για πρώτη φορά μετά από ένα και πλέον χρόνο, δύο βαλλιστικούς πυραύλους με κατεύθυνση την Ιαπωνία, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα κυρίως προς την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία βρίσκεται στην τελική φάση διαμόρφωσης της πολιτικής της απέναντι στην Πιονγκγιάνγκ.
Την ίδια στιγμή, έντονη δραστηριότητα καταγράφεται και σε περιφερειακό επίπεδο. Στη Συρία, για παράδειγμα, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα του πολέμου και με τη χώρα να είναι καταστραμμένη και κατακερματισμένη, έχουν πυκνώσει οι επιδείξεις δύναμης από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οι πρόσφατοι βομβαρδισμοί που πραγματοποίησαν πρόσφατα Αμερικανοί, Ρώσοι και Τούρκοι, οι διαρκείς επιδρομές του Ισραήλ καθώς και οι νέες επιχειρήσεις από τον στρατό του Άσαντ, όλα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν, αυτομάτως, την κήρυξη ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου ούτε καν ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Εξάλλου, η εμπειρία έχει δείξει ότι συχνά την ένταση και τα «θερμά επεισόδια» διαδέχεται το παζάρι για τη μοιρασιά της πίτας — κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Δύσκολα, πάντως, μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα λήξει ειρηνικά αυτός ο ανειρήνευτος ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που δείχνουν να διαμορφώνονται, ο οποίος πλέον δεν αφορά ιδέες αλλά τις τρομακτικές ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες οξύνθηκαν δραματικά με την εμφάνιση της πανδημίας. Είναι δε βέβαιο ότι θα οξυνθούν και άλλο με τη λήξη της, απειλώντας να «πνίξουν» για μια ακόμη φορά τα δομικά ταξικά χαρακτηριστικά της κρίσης.
«Παιχνίδια» Ερντογάν με τους παλιούς συμμάχους
Ο νέος γύρος των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Τουρκία, η οποία έχει κατοχυρώσει κεντρικό ρόλο στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Έτσι, ο Ερντογάν φαίνεται πως έχει αποφασίσει να ρίξει μια νέα «ζαριά», ποντάροντας στη σημασία που έχει η χώρα του για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και για τις άλλες υπολογίσιμες δυνάμεις της περιοχής.
Όσον αφορά τους Αμερικανούς, τις προθέσεις της Άγκυρας αποτύπωσε ο ίδιος, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου στο Bloomberg. Σε αυτό, κάλεσε τη «Δύση» να βοηθήσει την Τουρκία να θέσει τέλος στον πόλεμο της Συρίας, παίζοντας ξανά το χαρτί που δεν είχε πιάσει το 2015 και τον οδήγησε στην «αγκαλιά» της Μόσχας. Τους διεμήνυσε, λοιπόν, ότι εάν σταθούν στο πλευρό της και της αναγνωρίσουν τα προνόμια που διεκδικεί, θα αποκομίσουν «το μέγιστο όφελος με το ελάχιστο κόστος», χωρίς να εκτεθούν άμεσα.
Με τους Ευρωπαίους, από την άλλη, η Άγκυρα έχει καταφέρει ήδη να μπουν βαθιά στο συρτάρι τα σχέδια περί κυρώσεων. Τώρα, επιδιώκει μια νέα «εταιρική σχέση», βασισμένη τόσο στο προσφυγικό όσο και στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που έχουν στην Τουρκία μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, όπως Γερμανία και Ιταλία — κάτι που συζητείται επισήμως, όπως φάνηκε και στις αποφάσεις της συνόδου κορυφής.
Ανοίγματα επιχειρούνται και με Ισραήλ και Αίγυπτο, προς τους οποίους ο Ερντογάν «πουλά» επίσης αμοιβαία επωφελείς (ενεργειακές και όχι μόνο) συμφωνίες, ξεκαθαρίζοντάς τους πως μαζί του έχουν να κερδίσουν πιο πολλά από ό,τι με Ελλάδα και Κύπρο.
Την ίδια στιγμή, πάντως, η κατάσταση στην τουρκική κοινωνία επιδεινώνεται και ο κοινωνικός αναβρασμός εντείνεται. Ο Ερντογάν και η αστική τάξη της Τουρκίας γνωρίζουν ότι, αυτή τη στιγμή, ο πιο απειλητικός εχθρός που έχουν είναι ο εσωτερικός — γι’ αυτό και έχουν κλιμακώσει τη βία και την καταστολή σε όλα τα επίπεδα.