Αιμιλία Καραλή
Το 1921, λίγο πριν την καταστροφή του ελληνισμού στη Σμύρνη και τον Πόντο, ο πολιτικά οξυδερκής Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει το ποίημα «Πάρθεν». Η λέξη είναι ποντιακή και σημαίνει πάρθηκε, αλώθηκε. Ο αφηγητής εμφανίζεται σαν αναγνώστης δημοτικών τραγουδιών που αναφέρονται στα «άθλα και τους πολέμους» των Γραικών κλεφτών αλλά και στους θρήνους για την άλωση της Πόλης, της Σαλονίκης, της Ρωμανίας. Με το όνομα Ρωμανία αποκαλούσαν τότε την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δηλαδή το Βυζάντιο.
Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του ποιήματος είναι ότι έχει μια ιδιαίτερη δομή: ξεκινά από το τέλος της Τουρκοκρατίας και καταλήγει στην αρχή της· από το έπος στον θρήνο· από τα «πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, γραικικά» στο «Τραπεζούντιον άσμα» που τελειώνει με την απόγνωση: «Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν».
Γνωρίζουμε πως ο Καβάφης αξιοποιούσε το ιστορικό παρελθόν προκειμένου να το συστοιχίσει με το παρόν του. Έτσι, και σε άλλα ποιήματά του εκείνης της περιόδου εκφράζει την αγωνία του και την περιφρόνησή του για την «υπεροψίαν και τη μέθην» της εξουσίας που θα οδηγούσε τελικά στην άλωση μεγάλων εστιών του ελληνισμού. Πάντοτε εξάλλου τον απασχολούσε το ήθος και η στάση των «ηγετών» σε μια κρίσιμη στιγμή, είτε θριάμβου είτε ήττας. Σπάνια όμως κάποιος από τους «ηγέτες» και τους αυλικούς τους πήρε υπόψη του τις προτροπές ή τις αποτροπές του ποιητή. Ποτέ δεν «φοβήθηκαν», αλλά -αντίθετα- απόλαυσαν τα «μεγαλεία». «Δειλοί» και «αλαζόνες» ταυτόχρονα, οργανώνουν πάντα «λαμπρές παρατάξεις στρατιωτών», για να πουν «κούφια λόγια και θεατρικά». Πάντα έτσι ήταν «οι βασιλείες».
Ο Νικόλαος Κάλας, ήδη από το 1932, στο περιοδικό Κύκλος υπογράμμισε ότι «σχίζοντας το πέπλο της ιστορίας στο έργο του Καβάφη, έχουμε μια εικόνα της σύγχρονης ζωής». Πόσο ταιριάζουν όμως αυτά τα λόγια και για το 2021. Τη στιγμή μάλιστα που διαβάζουμε κι εμείς, όπως ο αφηγητής του «Πάρθεν», τα «άθλα και τους πολέμους» των κλεφτών του 1821 οι ηγέτες του τόπου προετοιμάζουν τους θρήνους και τους ολοφυρμούς για την άλωση των ζωών μας. «Μεθυσμένοι» από την πρόσκαιρη δύναμή τους με θράσος και αναλγησία τιμούν με δεξιώσεις τον εαυτό τους και όχι τους «τρελούς» και «κουρελήδες» που αγωνίστηκαν για την ελευθερία τους. Για άλλη μια φορά καπηλεύονται αγώνες, αίμα και θυσίες άλλων για να κολακεύσουν τον εαυτό τους.
Πίσω από τα λαμπρά γαλανόλευκα φώτα, τα επίσημα γκουρμέ δείπνα μαζί με τους απογόνους των δυναστών του ελληνικού λαού βρίσκεται ένας ατέλειωτος πόνος: Πόνος από την αρρώστια στα ράντζα των νοσοκομείων, από τη βία της καταστολής, από την ύβρη και τη γελοιότητα της κρατικοδίαιτης προπαγάνδας, από την κολοβωμένη εκπαίδευση. Η πλειονότητα της κοινωνίας πονάει και για άλλη μια φορά η εξουσία αναλώνεται σε επιδείξεις αναλγησίας και θράσους.
Ο Καβάφης αξιοποιούσε το ιστορικό παρελθόν προκειμένου να το συστοιχίσει με το παρόν του. Εκφράζει την αγωνία του και την περιφρόνησή του για την «υπεροψίαν και μέθην» της εξουσίας. Πόσο ταιριάζουν όμως αυτά τα λόγια και για το 2021.
Απέναντι σε αυτά ας ξαναδιαβάσουμε δυνατά το «Πάρθεν» του Καβάφη από την τελευταία στροφή όμως αυτή τη φορά, «αποκαθιστώντας» τη χρονολογική σειρά: από τον θρήνο για την Άλωση στην απελευθέρωση. Και σε πείσμα των «κλεφτών» της ζωής μας ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα των άθλων των πραγματικών Κλεφτών. Ναι, εκείνων που αφορίστηκαν, κατηγορήθηκαν, δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν από αυτούς που αργότερα σφετερίστηκαν τους αγώνες τους. Ναι, εκείνων που προδόθηκαν, που «τζάκισαν το χέρι τους, για να χορεύουν» σε «δεξιώσεις μεγιστάνων» τρεχάμενοι και παρατρεχάμενοι. Ναι, εκείνων που αρνήθηκαν να πιστέψουν πως είναι μοίρα τους η σκλαβιά και μέλλον τους η δουλεία. Εκείνων που πίστεψαν πως η ουτοπία είναι η επόμενη πραγματικότητα.
Αν, όπως έχει γραφτεί, είναι αλήθεια πως στα ποιήματα αποτυπώνεται η αληθινή, η αυθεντική ιστορία του κόσμου ίσως είναι καιρός να την ξαναδιαβάσουμε. Και να την κάνουμε πράξη καθημερινή. Ας ξανακάνουμε λοιπόν «Πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, γραικικά.»