Το εμπόριο της άγριας ζωής έχει αναδειχθεί από την επιστημονική έρευνα ως ένας από τους παράγοντες που συνδέονται με τις μονιμότερες αιτίες για το πέρασμα των ζωονόσων στον άνθρωπο και την πρόκληση επιδημιών. Η θήρευση και το εμπόριο άγριων ειδών ανθεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη, με ιδιαίτερη κερδοφορία. Εξάλλου μία από τις εκδοχές για το πέρασμα του κορονοϊού SARS-CoV-2 στον άνθρωπο θεωρεί πως αυτό έγινε στην παράνομη αγορά άγριων ειδών στην Γουχάν της Κίνας.
Το εμπόριο άγριας ζωής όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά συνεχίζεται και πιέζει ιδιαίτερα τους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα μείωση των ατόμων ειδών έως και 73%, ακόμα και με εξαφάνιση από συγκεκριμένες περιοχές.
Αναδημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο από το περιοδικό Nature:
Το εμπόριο άγριας ζωής απειλεί είδη ακόμα και σε προστατευόμενες περιοχές
Elizabeth Pennisi
Με βάση τα ευρήματα μιας νέας έρευνας, η εμπορία ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας έχει σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με σχετικές εκθέσεις, οι πρακτικές του κυνηγιού και της αιχμαλώτισης ζώων για την τροφοδότηση των διεθνών και εθνικών εμπορικών δικτύων θέτουν σε κίνδυνο πολυάριθμα είδη, ακόμα και όσα βρίσκονται σε προστατευόμενες περιοχές.
«Η εν λόγω έρευνα έρχεται να προστεθεί στα διαρκώς αυξανόμενα στοιχεία που καταμαρτυρούν ότι η εμπορική εκμετάλλευση της άγριας ζωής συνιστά μείζονα κίνδυνο» αναφέρει ο Scott Roberton, υπεύθυνος για τα προγράμματα καταπολέμησης της εμπορίας της ΜΚΟ Wildlife Conservation Society.
Η εμπορία άγριων ειδών είναι μεγάλη πηγή κερδοφορίας, με τους αναλυτές να μιλούν για κέρδη ύψους μεταξύ 5 δισ. έως 20 δισ. δολαρίων τον χρόνο. Για τους σκοπούς της, αιχμαλωτίζονται ή θανατώνονται δεκάδες εκατομμύρια ζώα χιλιάδων διαφορετικών ειδών, ενώ απ’ αυτήν εξαρτώνται περίπου 150 εκατομμύρια οικογένειες που τρέφονται με άγρια ζώα ή βιοπορίζονται από την πώλησή τους. Και παρόλο που περιλαμβάνει ένα νόμιμο μέρος, πρόκειται στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων για παράνομη δραστηριότητα.
Η εμπορία άγριων ειδών είναι μεγάλη πηγή κερδοφορίας, με τους αναλυτές να μιλούν για κέρδη ύψους μεταξύ 5 δισ. έως 20 δισ. δολαρίων τον χρόνο
Εδώ και δεκαετίες, πολλοί οικολόγοι έχουν αναδείξει την απειλή της εξαφάνισης διαφόρων ειδών λόγω της εμπορικής τους εκμετάλλευσης. Βέβαια, άλλοι επιμένουν ότι το «εμπόριο μπορεί να είναι αειφόρο», κατά τα λεγόμενα του David Edwards, που ειδικεύεται στη βιολογία της διατήρησης στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ.
Για τη διερεύνηση αυτής της δυνατότητας, ο Edwards και ο μεταπτυχιακός του φοιτητής Oscar Morton, καθώς και διάφοροι άλλοι συνεργάτες του, συγκέντρωσαν 31 ερευνητικά άρθρα που εξετάζουν τους πληθυσμούς άγριων ειδών σε περιοχές όπου ασκείται και σε άλλες όπου δεν ασκείται θήρα ή δραστηριότητα αιχμαλωσίας. Σε γενικές γραμμές, αυτά τα άρθρα δίνουν το χρονικό του τέλους για άτομα που προέρχονται από 133 ζωικά είδη: 452 θηλαστικά 99 διαφορετικών ειδών, 36 πτηνά 24 ειδών και18 ερπετά 10 ειδών.
Κατόπιν, οι ίδιοι ερευνητές ανέπτυξαν μοντέλα που τους βοήθησαν να εκτιμήσουν την επίδραση που μπορεί να έχουν διάφοροι παράγοντες στους πληθυσμούς αυτών των 133 ειδών. Μεταξύ των παραγόντων αναφέρονται οι εξής: ο βαθμός της εμπορικής εκμετάλλευσης κάθε είδους, ο βαθμός που χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση διατροφικών προτιμήσεων και ιατρικών ή άλλων σκοπών και η απόσταση των καταφύγιών τους από ανθρώπινους οικισμούς και πιθανές αγορές. Επιπλέον, έλαβαν υπόψη εάν το κάθε είδος ζούσε σε προστατευόμενη ή μη περιοχή.
Συνολικά, η ομάδα συμπέρανε ότι οι πληθυσμοί των υπό μελέτη ειδών ήταν πιο περιορισμένοι σε μη προστατευόμενες περιοχές. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι σε δημοσίευσή τους στη σελίδα Nature Ecology & Evolution, σε περιοχές χωρίς φύλαξη, όπου θα ορίζονταν για παράδειγμα ποσοστώσεις ή όρια ανθρώπινης δραστηριότητας, οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν μειωθεί κατά 65%. Σε περιοχές όπου άγρια ζώα πωλούνταν για διατροφικούς σκοπούς (κυνήγι), παρατηρήθηκε μείωση ύψους σχεδόν 60%. Ενώ σε περιοχές όπου ζώα, όπως τα ωδικά πτηνά, αιχμαλωτίζονταν και πωλούνταν ως κατοικίδια, η μείωση των πληθυσμών τους έφτανε έως και το 73%. Γενικά, «όσο πιο κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς βρίσκονταν οι περιοχές που ερευνήθηκαν, τόσο πιο μεγάλη ήταν η μείωση των πληθυσμών» επισημαίνει ο Edwards. Στις 83 από τις 506 περιπτώσεις που εξετάστηκαν, τα θηρευόμενα είδη είχαν εξαφανιστεί τελείως από την υπό μελέτη περιοχή.
Αλλά ακόμα και στις προστατευόμενες περιοχές, οι μειώσεις των πληθυσμών που καταγράφηκαν ήταν δραματικές, αγγίζοντας ακόμα και το 39%.
Το συνολικό συμπέρασμα της εν λόγω έρευνας σύμφωνα με τον Edwards είναι ότι «το εμπόριο άγριων ειδών προξενεί σοβαρές απώλειες στους πληθυσμούς τους, ακόμα και όταν αυτοί ζουν σε προστατευόμενες περιοχές… Ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα μιας μεγάλης γκάμας μεθόδων και καταλήγαμε πάντα στο ίδιο τραγικό συμπέρασμα».
«Απ’ όσο γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που μια ομάδα επιστημόνων επιχείρησε να συνδυάσει τα υπάρχοντα δεδομένα ώστε να διερευνήσει τις επιπτώσεις του εμπορίου άγριων ειδών στους πληθυσμούς τους» δηλώνει ο David Wilcove, βιολόγος στον κλάδο διατήρησης στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ο οποίος συμμετείχε στην εν λόγω εργασία. Ωστόσο, ο ίδιος σημειώνει ότι τα 133 αυτά είδη είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς «υπάρχουν χιλιάδες είδη που πωλούνται για τα οποία δεν διαθέτουμε το παραμικρό στοιχείο σχετικά με τις επιπτώσεις της εμπορικής δραστηριότητας στον πληθυσμό τους».
Επίσης, η ίδια μελέτη αναδεικνύει το κενό στην έρευνα σχετικά με την άγρια ζωή. Στην πλειονότητά τους, τα 31 άρθρα που συγκεντρώθηκαν εστιάζουν σε θηλαστικά, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου αναφορές σε ασπόνδυλα, αμφίβια ή φυτά, όπως οι ορχιδέες και οι κάκτοι —είδη που πωλούνται κατά εκατομμύρια. Επιπλέον, από αυτές τις μελέτες, μόνο τέσσερις έχουν διεξαχθεί στην Ασία, «σημείο αναφοράς για το εμπόριο άγριων ειδών» σύμφωνα με τη Maria Bager Olsen, βιολόγο στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Δανίας. «Τέτοια κενά τονίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφοροποίηση στους τομείς της έρευνας» προσθέτει.
Ο Steve Broad, εκτελεστικός διευθυντής του TRAFFIC, ενός οργανισμού που ασχολείται με το αειφόρο εμπόριο άγριων ειδών, εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς τα συμπεράσματα. Αναρωτιέται για παράδειγμα εάν μπορεί να υπάρχουν άλλου λόγοι -όπως η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων ή η απώλειά τους- που οδηγούν στη μείωση του πληθυσμού διαφόρων άγριων ειδών και συμφωνεί ότι οι προσπάθειες προστασίας της φύσης θα ενισχύονταν από μια καλύτερη κατανόηση τέτοιων θεμάτων. Όπως δηλώνει ο ίδιος «θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να διερευνήσουμε βαθύτερα το ζήτημα».
Απόδοση: Δήμητρα Κοντοέ