Παναγιώτης Μαυροειδής
▸ Το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αριστερές οργανώσεις κράτησαν από την αρχή εναντίωση στο κυβερνητικό αφήγημα, κόντρα σε επιλογές συναίνεσης και μισής αμφισβήτησης.
Αν συμφωνήσουμε ότι η σημερινή παγκόσμια κρίση τριών διαστάσεων (υγειονομική, οικονομική, περιβαλλοντική), αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, αντιλαμβανόμαστε ότι η στάση των διαφόρων πολιτικών ρευμάτων της αριστεράς έχει επίσης στρατηγική και όχι μόνο τρέχουσα πολιτική σημασία.
Το επίσημο αφήγημα του αστικού πολιτικού κόσμο είναι γνωστό: Πρόκειται για μια υγειονομική κρίση που έρχεται «απ’ έξω», από τη «φύση», ως εκ τούτου η αντιμετώπισή της έχει ένα οικουμενικό υπερ-ταξικό χαρακτήρα, όπου δεν χωρούν πολιτικές αντιπαραθέσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις. Στην πανανθρώπινη αυτή μάχη, οφείλουμε όλοι να πειθαρχήσουμε στις κυβερνήσεις και αστικά κράτη, ανεχόμενοι τα όποια, ίσως δυσάρεστα, μέτρα που έχουν άλλωστε προσωρινό χαρακτήρα. Το «Μένουμε σπίτι-μένουμε ασφαλείς» συμπύκνωνε τα προηγούμενα.
Ποια ήταν η στάση των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεχόμενος αυτήν την προσέγγιση θεώρησε πως «δεν είναι ώρα για αντιπολίτευση» και φρόντισε να κρατήσει τις αποστάσεις του από την κυβέρνηση με μια στάση του τύπου «Θα τα πούμε μετά». Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν την άνοιξη (άλλαξε, ωστόσο, η στάση τους το φθινόπωρο), πλήθος οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς καθώς και ορισμένες αναρχικές συλλογικότητες.
Στον αντίποδα αυτής της εκτίμησης και της επιλογής συναίνεσης, από την πρώτη κιόλας καραντίνα, το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αρκετές ακόμη οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, επέλεξαν μια στάση εναντίωσης στο κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα, απειθαρχίας και ανάπτυξης, στο μέτρο του δυνατού, αγώνων, προτάσσοντας τα ζητήματα της προστασίας της υγείας, τα εργασιακά οικονομικά ζητήματα καθώς και τις λαϊκές ελευθερίες. Αποφεύγοντας να απαντήσουν ασυλλόγιστα με ένα άστοχο «δεν μένουμε σπίτι», μιας και εκ των πραγμάτων το ζήτημα της τήρησης αποστάσεων ήταν και είναι υπαρκτό, απάντησαν στην ουσία του θέματος με το σύνθημα «Μένουμε ενεργοί» και «μένουμε αγωνιζόμενοι με νέες μορφές».
Το ΚΚΕ κατέληξε να κινηθεί στην πράξη κάπου ανάμεσα. Αποτελεί θετική παρακαταθήκη το σύνθημα «μένουμε δυνατοί» και η άρνηση στήριξης των κυβερνητικών επιλογών. Ταυτόχρονα, απέφυγε να καταδικάσει ρητά τα μέτρα περιορισμού ελευθεριών που επέβαλε η κυβέρνηση, ενώ στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις προσπάθησε και προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα συμβολικό χαρακτήρα με διατεταγμένη συμμετοχή αγωνιστών «με ονοματεπώνυμο». Χωρίς δηλαδή στην ουσία να βάζει θέμα μαζικής δράσης ούτε στόχο πολιτικής ανατροπής.
Ένα χρόνο σχεδόν μετά την εκδήλωση της πανδημίας και την αποτυχία των αλλεπάλληλων lockdowns, η στάση συναίνεσης ή μισής αμφισβήτησης της πολιτικής της ΝΔ, αποδεικνύονται λαθεμένες αλλά και καταστροφικές για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Όπως και οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε εδώ, έτσι και οι απαντήσεις στην κρίση, εκφράζουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις
Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αριστεράς και του μαχόμενου εργατικού κινήματος, μπορούν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να τεκμηριώσουν και να υπερασπίσουν μια αγωνιστική στάση πολιτικής και κινηματικής εναντίωσης στην κυβερνητική και αστική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις αιτίες της σημερινής κρίσης, πολλά πράγματα έχουν φωτιστεί καλύτερα. Η απόδοση στην κρίση με τη νόσο Covid-19 χαρακτηριστικά «φυσικής καταστροφής» λόγω ενός «άγνωστου ιού», δεν πείθει. Ακόμη και απέναντι στοn σεισμό που είναι αναμφισβήτητα ένα φυσικό φαινόμενο, η ανθρωπότητα έχει μεθόδους πρόγνωσης και προφύλαξης, ενώ επίσης είναι ξεκάθαρο ότι οι συνέπειές τους είναι άνισα καταστροφικές ανάλογα με την ταξική και κοινωνική θέση των πληθυσμών που πλήττει. Πολύ περισσότερο, αυτό ισχύει για την εμφάνιση του συγκεκριμένου κορονοϊού και γενικά των ζωονόσων, που συνδέονται στενά με την αυξανόμενη νοσηρότητα που σχετίζεται με την υποβάθμιση της «υγείας» του περιβάλλοντος (ειδικά του αστικού δομημένου) και με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής γεωργίας και βιομηχανικής κτηνοτροφίας. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες της καπιταλιστικής αγοράς, αποτελούν αφενός τα φύτρα γέννησης των ασθενειών αλλά και τα ιδανικά περιβάλλοντα μετάδοσής τους, ειδικά σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής.
Όπως και οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε εδώ, έτσι και οι απαντήσεις στην κρίση, διασχίζονται από διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις. Δεν βρίσκεται γενικά η «κοινωνία» αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της πανδημίας, αλλά μια κοινωνία ταξικής διαίρεσης και ανισοτήτω, που πριν από όλα αφήνει απροστάτευτα τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ στο όνομα της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, αποδεικνύεται πλέον ότι δεν έχουν κυρίως προσωρινό χαρακτήρα «έκτακτης ανάγκης». Στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο, η αστική πολιτική διαμορφώνεται με βασικά κριτήρια τη μεγαλύτερη δυνατή συγκράτηση απωλειών που προκαλεί η σχετική διακοπή/αρρυθμία της καπιταλιστικής παραγωγής, την αντιστάθμιση της οικονομικής ζημιάς που υπάρχει για σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου, με πολιτικά κέρδη σε βάρος της εργατικής τάξης, επιχειρώντας σοβαρή περιστολή στα δικαιώματα της οργάνωσης, του κοινωνικού και πολιτικού αγώνα, των συλλογικών (και ατομικών) ελευθεριών και δικαιωμάτων και τη δρομολόγηση βαθύτερων αντεργατικών «μεταρρυθμίσεων» καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η προώθηση της τηλεργασίας και ειδικότερα της λεγόμενης τηλε-εκπαίδευσης, μαζί με την προώθηση του αντι-συνδικαλιστικού νόμου, η θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας και άλλα μέτρα, φανερώνουν την επιδίωξη πολιτικής καταστολής και ελέγχου των αντιδράσεων.
«Μα τι λέτε τώρα; Δηλαδή τα lockdowns γίνονται για να παρθούν αυτά τα μέτρα; Είναι κόλπο ή πραγματικό πρόβλημα η πανδημία; Άλλωστε η οικονομική κρίση δεν πλήττει και το κεφάλαιο;». Πράγματι η πανδημία αποτελεί πλήγμα και για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η υγειονομική κρίση αποτελεί εκδήλωση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως και οι οικονομικές κρίσεις, τις οποίες μπορεί να αξιοποιεί, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι «τεχνητές» ή ότι δεν πλήττουν μερίδες του κεφαλαίου ή δεν προκαλούν πολιτικές κρίσεις. Είναι επίσης ιστορικά διαπιστωμένο ότι το κεφάλαιο δεν παραιτείται ποτέ από τις «κατακτήσεις» του. Ό,τι κερδίζει «τώρα», το κρατάει για «μετά», επομένως και η αριστερά κρίνεται στον παροντικό πολιτικό χρόνο, δρώντας σε αυτόν με όρους ιστορικής προοπτικής και ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.