Δημήτρης Τζιαντζής
Χρονολογικά το κίνημα #metoo ξεκίνησε στα τέλη του 2017 από τις ΗΠΑ ως hashtag, δηλαδή σαν αυτό το σημαδάκι στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή μας και του κινητού μας τηλεφώνου. Στην Ελλάδα χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια και η πολύ σημαντική καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για τον βιασμό που υπέστη από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, ώστε να πειστούν θύματα επιθέσεων, γυναίκες και άντρες, να βγουν μπροστά επωνύμως και να μιλήσουν για την ψυχολογική και σεξουαλική βία που έχουν υποστεί. Το κύμα αυτό των αποκαλύψεων όχι μόνο έχει συμβάλει στην αύξηση της ορατότητας του φαινομένου, να αντιμετωπίζεται δηλαδή κάθε καταγγελία σοβαρά και να μην ενοχοποιούμε το θύμα, αλλά ασκεί σοβαρές πιέσεις σε θεσμικό επίπεδο, για παράδειγμα στην κατεύθυνση νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διερεύνηση υποθέσεων παρενόχλησης-
κακοποίησης.
Ακόμα και το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που στο παρελθόν σφύριζε συχνά αδιάφορα για παρόμοιες περιπτώσεις έμφυλης βίας και εργασιακού εκφοβισμού (όπως στον ξυλοδαρμό της ηθοποιού Σοφίας Παυλίδου από συνάδελφό της το 2018), κάτω από την πίεση των γεγονότων προχώρησε στη συγκρότηση Πειθαρχικού Συμβουλίου που θα εξετάζει κάθε καταγγελία. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο πρόεδρος του νεοσύστατου σώματος, Πασχάλης Τσαρούχας, «υπάρχουν καθημερινά δεκάδες καταγγελίες. Το τελευταίο διάστημα έχουμε δεχτεί πάνω από 1.000. Υπάρχουν παιδιά που ζητάνε να έρθουν να μιλήσουν». Περισσότερες από 17 γυναίκες έχουν καταγγείλει επωνύμως σεξουαλική παρενόχληση από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Σπυρόπουλο. Περισσότερες από 10 είναι οι καταγγελίες για εργασιακό εκφοβισμό αλλά και ψυχολογική βία (και μια αναφορά για σωματική) από τον γνωστό ηθοποιό-θιασάρχη Γιώργο Κιμούλη, χωρίς βεβαίως να υπάρχει ταύτιση των δύο περιπτώσεων. Την περασμένη Πέμπτη το απόγευμα έγινε γνωστό ότι τρεις ηθοποιοί η Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, η Πηνελόπη Αναστασοπούλου και η Λένα Δροσάκη κατήγγειλαν επωνύμως στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών τον γνωστό ηθοποιό και θιασάρχη Πέτρο Φιλιππίδη για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Πάνω από 1.000 είναι σύμφωνα με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών οι καταγγελίες για περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού,
σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στον χώρο του θεάματος.
Καταιγιστικές είναι οι εξελίξεις στο χώρο του Εθνικού Θεάτρου μετά τις προσωπικές καταγγελίες και την ανακοίνωση-καταγγελία του Συλλόγου Σπουδαστών/τριών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου που αναφέρεται σε αμέτρητα περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού, σεξιστικής βίας, ρατσισμού, ομοφοβίας, τρανσοφοβίας και άλλων παρόμοιων συμπεριφορών σε έναν χώρο που «είναι γεμάτος από ανθρώπους που εκμεταλλευόμενοι τη θέση ισχύος μπορούν να υποτιμούν ή ακόμη και να συμπεριφέρονται παραβιαστικά, να εκβιάζουν συναισθηματικά και παρενοχλούν σεξουαλικά».
Το υπουργείο Πολιτισμού εμφανίστηκε αιφνιδιασμένο από τη διάσταση που πήρε το θέμα ειδικά καθώς στην υποθεση εμπλέκεται ο μέχρι πρότινος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Δημήτρης Λιγνάδης, προσωπική επιλογή τoυ πρωθυοπυργού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο Πολιτισμού έβγαλε ανακοίνωση στην οποία διαψεύδει ότι ζήτησε την παράιτηση Λιγνάδη, η οποία ωστόσο έγινε δεκτή δύο μέρες μετά. Μετά την παραίτηση Λιγνάδη, μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου ζήτησε από την υπουργό Λίνα Μενδώνη να πράξει το ίδιο καθώς θεωρήθηκε ότι συμμετείχε απόπειρα συγκάλυψης δεν στήριξε τα θύματα αλλά τον φερόμενο θύτη Λίγες ώρες πριν την παραίτηση προηγήθηκε μια ανατριχιαστική συνέντευξη-μαρτυρία του 19χρονου (το 2005) ηθοποιού Νίκου Σ. στο διαδικτυακό μαγκαζίνο 20/20, που φωτογράφιζε τον γνωστό σκηνοθέτη. Τη Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας μήνυση κατά γνωστού σκηνοθέτη-ηθοποιού για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση και κατάχρηση ενός 15χρονου σε ασέλγεια.
Χαρακτηριστικό δείγμα της δυσαρέσκειας για τη στάση του υπουργείου Πολιτισμού είναι η παρέμβασή της δραματολόγου και μεταφράστριας Μαριλένας Παναγιωτοπούλου. Στην επιστολή της αναφέρει ότι οι καλλιτέχνες ανεξαρτήτα από τις πολιτικές πεθοιθήσεις τους, δεν στηρίχθηκαν από την πολιτεία και την ίδια την υπουργό. Μάλιστα, τονίζει πως «πιστεύουμε ότι δεν έχετε ούτε γνώση, ούτε αγάπη για το θέατρο, την μουσική, τον κινηματογράφο, τις παραστατικές τέχνες».
Από το εύρος των καταγγελιών και τη σοκαριστική επώνυμη καταγγελία εις βάρος του μουσικοσυνθέτη Δήμου Μούτση γίνεται σαφές ότι η σεξουαλική παρενόχληση-κακοποίηση αποτελεί ένα φαινόμενο που είναι ξένο προς τις αξίες της Αριστεράς, αλλά όχι όσο ξένο θα θέλαμε στις ίδιες τις γραμμές της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα θύματα σε πολλές περιπτώσεις δεν περιορίζονται στις καταγγελίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε ΜΜΕ αλλά πραγματοποιούν συναντήσεις υποστήριξης, με συμμετοχή και δικηγόρων, για να υπάρχει συλλογική απάντηση μέσω της δικαστικής οδού, του σωματείου ή με τη δημοσιοποίηση κάποιας κοινής καταγγελίας.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα ρεύμα που, παρά τις αντιφάσεις του, διαρκώς εξελίσσεται και αποκτά χαρακτηριστικά που σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν το αντίστοιχο ρεύμα στις ΗΠΑ που κατηγορήθηκε ότι είναι ένα κίνημα «από πάνω προς τα κάτω» έντονα διαμεσολαβημένο. Όπως και σε όλα τα αντίστοιχα ρεύματα εντός του διεξάγεται μια μάχη για την ηγεμονία και είναι ακόμα ανοιχτό το στοίχημα αν θα επικρατήσει κάποια ελιτίστικη δικαιωματική φαντασμαγορία νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας ή μια χειραφετητική κινηματική πρακτική.
Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει πάντως κανείς ότι το ρεύμα αυτό έχει μια αυτοτέλεια και έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό σε μικρές και μεγάλες εξουσίες. Με άλλα λόγια το #metoo είναι γνήσιο τέκνο της εποχής μας, της άμεσης πληροφόρησης και σε μεγάλο βαθμό αποτελεί την απάντηση στην ακινησία και τις παθογένειες ενός συστήματος που μοιάζει φτιαγμένο για να προστατεύει τους θύτες και όχι τα θύματα. Λογικό είναι να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και ανησυχίες, αλλά υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης και της… «καταστολής του φλερτ» ή της ελευθερίας της έκφρασης.