Γιώργος Παυλόπουλος
11 Φεβρουαρίου 2011. Πλήθη Αιγυπτίων, στην πλειοψηφία τους νέων, συρρέουν εκ νέου στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου. Αυτή τη φορά, όχι για να βάλουν τα κορμιά τους απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, τους αστυνομικούς και τους χαφιέδες αλλά για να πανηγυρίσουν την τεράστια επιτυχία τους: Την παραίτηση του δικτάτορα Χόσνι Μουμπάρακ, του δεύτερου –και απείρως πιο σημαντικού σε σύγκριση με τον Τυνήσιο Ζιν Ελ Αμπιντίν μπεν Άλι, ο οποίος είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο– μονάρχη αραβικής χώρας που έπεφτε κάτω από το βάρος της λαϊκής οργής, μην αντέχοντας το φως της Αραβικής Άνοιξης.
Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν στα γόνατα και προσεύχονται, αρκετοί κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση. Δικαίως – δεν ήταν μικρό αυτό που έγινε μετά από 18 ημέρες συνεχών διαδηλώσεων και συγκρούσεων. Φωνάζουν συνθήματα και ανεμίζουν τις σημαίες της χώρας τους. «Ανατρέψαμε το καθεστώς!», κραυγάζουν. Αγκαλιάζουν τους φαντάρους, με την ελπίδα ότι στο εξής, λαός και στρατός αδελφωμένοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Αίγυπτο σε ένα καλύτερο και πιο δημοκρατικό για τον λαό της μέλλον.
«Στο όνομα του Αλλάχ, του πιο ευγενικού και του πιο ελεήμονα. Αγαπητοί μου συμπολίτες, στις δύσκολες στιγμές που βιώνει η χώρα μας, ο πρόεδρος Μοχάμεντ Χόσνι Μουμπάρακ έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας και έδωσε εντολή στο ανώτατο συμβούλιο των ενόπλων δυνάμεων να διαχειριστεί τις υποθέσεις της χώρας. Ας οδηγεί τα βήματά μας ο θεός», είπε στο διάγγελμά του ο αντιπρόεδρος της Αιγύπτου, Ομάρ Σουλεϊμάν.
Εάν κανείς είχε τότε την ικανότητα, μέσα στον καταιγισμό των συναισθημάτων που κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή, να διαβάσει ψύχραιμα το παραπάνω μήνυμα, μάλλον δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί από τα όσα ακολούθησαν. Πρωτίστως στην Αίγυπτο, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες μιας περιοχής η οποία ήδη φλεγόταν.
Στην πλατεία Ταχρίρ γράφτηκε μια από τις πιο σημαντικές σελίδες στην ιστορία των ταξικών αγώνων του αραβικού κόσμου. Ο Τυνήσιος Μοχάμεντ Μπουαζίζι, που αυτοπυρπολήθηκε, συμπύκνωνε στο πρόσωπό του όλη την καταπίεση των λαών
Δυνατά, έστω κι αν έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε, ηχούν και σήμερα οι –γεμάτες ελπίδα, αγωνία, μα και μεγάλη δόση αφέλειας και αγνωστικισμού– αναλύσεις για τη μεγάλη ορμή των αραβικών λαών, που βρήκαν τη δύναμη να ανατρέψουν καταπιεστικά καθεστώτα δεκαετιών. Αναλύσεις οι οποίες συχνά συνοδεύονταν από τη βεβαιότητα πως τίποτα πια δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο τους, καθιστώντας έτσι την απογοήτευση που ακολούθησε ακόμη πιο επώδυνη.
Πλέον, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως τα πράγματα όχι απλώς δεν πήγαν καλύτερα αλλά έχουν γίνει χειρότερα για τους λαούς της περιοχής. Στην Αίγυπτο κυριαρχεί ένα καθεστώς επιβεβλημένο από τον στρατό, το οποίο ελάχιστα διαφέρει από την περίοδο Μουμπάρακ, καθώς όλοι οι αντίπαλοί του είναι υπό διωγμό ή ήδη στη φυλακή. Στη Λιβύη, μετά από δέκα χρόνια εμφυλίου, μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία οι αντιμαχόμενες πτέρυγες, οι φύλαρχοι και οι ξένοι προστάτες τους, αναδεικνύοντας στη θέση του μεταβατικού πρωθυπουργού ένα στέλεχος του καθεστώτος Καντάφι. Στη Συρία, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ είναι ο μοναδικός από όσους μονάρχες αμφισβητήθηκαν ευθέως που αντέχει, χωρίς ωστόσο να ελέγχει παρά ένα τμήμα της ρημαγμένης και κατακερματισμένης από τον πόλεμο χώρας του.
Την ίδια στιγμή, στην Τυνησία, τη χώρα στην οποία άναψε η σπίθα της εξέγερσης και η φωτιά μοιάζει να παραμένει ζωντανή, οι δραματικές εκκλήσεις για αλληλεγγύη απέναντι στους διωγμούς που υφίστανται οι αγωνιστές και κυρίως οι νέοι, μαρτυρούν την κατάσταση που επικρατεί και την προσπάθεια της αστικής τάξης να πάρει ρεβάνς. Όσο για τον Λίβανο, οι ιαχές «επανάσταση» και «να φύγουν όλοι» συνεχίζει να δονεί τις διαδηλώσεις, που όμως μοιάζουν εγκλωβισμένες ανάμεσα στις μυλόπετρες των θρησκευτικών, εθνοτικών και ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων και συμφερόντων.
Η γλυκιά αίσθηση της μεγάλης και ιστορικής νίκης των πρώτων εβδομάδων και μηνών του 2011 καθώς και η άγρια ελπίδα ότι είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή της εκδίκησης, έχουν δώσει τη θέση τους στην πίκρα της ήττας. Ωστόσο, εάν θέλουμε να διαβάσουμε σωστά τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν, να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα και να παραμείνουμε πιστοί στη διαλεκτική και από επαναστατική σκοπιά ανάλυση της πραγματικότητας, οφείλουμε να «σκάψουμε» λίγο πιο βαθιά και να μην περιοριστούμε στο… σκορ που έχει γράψει το ταμπλό της ιστορίας.
Ερώτημα πρώτο, λοιπόν: Γιατί βγήκαν στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι και ανήκοντες στα μεσαία στρώματα των αραβικών κοινωνιών; Διότι, πολύ απλά, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες που τους επέτρεψαν να δουν ότι έχουν μέλλον το οποίο κάποιοι τους στερούν. Ότι διέθεταν ικανότητες, μόρφωση, δεξιότητες και πτυχία που τους άνοιγαν τον δρόμο για να παίξουν κεντρικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και την παραγωγή πλούτου αλλά κάποιοι τους εμπόδιζαν και συνέχιζαν να τους εκμεταλλεύονται στυγνά. Ότι υπήρχε εναλλακτική στα ασφυκτικά ελεγχόμενα κανάλια ενημέρωσης και προπαγάνδας των καθεστώτων. Ότι, τελικά, είχαν τη δυνατότητα και την ευκαιρία ως γενιά (ή ως γενιές) να γράψουν ιστορία, αλλάζοντας τον ρου της. Όπως είχαν κάνει, τηρουμένων των αναλογιών, οι γενιές των δεκαετιών του ’50 και του ’60, καβάλα σε ένα ορμητικό ποτάμι με εθνικιστικά και σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά — στο οποίο όπως και στον Νάσερ που αποτέλεσε εμβληματική φυσιογνωμία της εποχής εκείνης, χρωστά και το όνομά της η θρυλική πλατεία Ταχρίρ (Απελευθέρωση).
Ερώτημα δεύτερο και αυτονόητο: Γιατί, εάν συνέτρεχαν όλα τα παραπάνω, ηττήθηκαν οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης και τα πληγωμένα χελιδόνια της δεν κατάφεραν ποτέ να πετάξουν; Παρά το γεγονός ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα έχουν διαφορές, υπάρχει ένας κοινός καμβάς που μπορεί να εξηγήσει όχι μόνο τα όσα συνέβησαν αλλά και την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Ας «καθαρίσουμε», καταρχήν, με δύο απόψεις που διατυπώνονται συχνά: Αφενός, με εκείνη που ισχυρίζεται ότι η φιλελεύθερη και δημοκρατική Δύση δεν έκανε όσα όφειλε και δεν επενέβη για να βοηθήσει το κίνημα να επικρατήσει— μια ματιά, όμως, στο τι συνέβη στη Λιβύη όπου επενέβη ανοιχτά, αλλά και στη Συρία όπου ενεπλάκη κυρίως συγκαλυμμένα και δι’ αντιπροσώπων, αρκεί για να αποδείξει το άτοπο αυτής της αιτίασης. Και αφετέρου, με την άποψη που αποδίδει την αποτυχία στην ηγεμονία του πολιτικού Ισλάμ και μάλιστα των πιο ακραίων και αντιδραστικών πτερύγων του, όπως των Αδελφών Μουσουλμάνων και του Ισλαμικού Κράτους.
Οι ρίζες δεν έχουν κοπεί, λείπει η συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου
Εδώ μάλλον αξίζει και πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Είναι γεγονός ότι τόσο στην Τυνησία όσο και, κυρίως, στην Αίγυπτο, οι εκλογές που διεξήχθησαν λίγους μήνες μετά την ανατροπή των καθεστώτων έφεραν στην εξουσία κόμματα του πολιτικού Ισλάμ. Η παραπάνω εξέλιξη δεν μπορεί να θεωρηθεί έκπληξη, καθώς διέθεταν τους πιο συγκροτημένους οργανωτικούς μηχανισμούς και την πιο συνεκτική ιδεολογική βάση, έχοντας παράλληλα βαθιές ρίζες στις κοινωνίες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως αντιπροσώπευαν τη μοναδική δύναμη ούτε ότι καθόριζαν απολύτως τις εξελίξεις — όπως έχει αποδειχθεί σε ανάλογες περιπτώσεις τόσο στο παρελθόν (με την Ιρανική Επανάσταση του 1979) όσο και στο παρόν (με τις εξελίξεις στον Λίβανο). Ειδικά τη συγκεκριμένη περίοδο, λίγοι είναι αυτοί που αμφιβάλλουν επί της ουσίας, ό,τι κι αν λένε δημοσίως, πως το «κοινωνικό ζήτημα» ήταν αυτό που έβγαλε στους δρόμους και τις πλατείες ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικών καταβολών, διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων και τους ένωσε απέναντι στους καταπιεστές τους.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση μας οδηγεί απευθείας στο τρίτο καίριο ερώτημα: Η βαρυχειμωνιά της ήττας και της βαρβαρότητας θα διαρκέσει για πάντα στις χώρες αυτές; Μια καταφατική απάντηση θα σήμαινε ότι έχουν πάψει πλέον να υφίστανται όλες οι αντικειμενικές αιτίες που επέτρεψαν στις αχτίδες της Άνοιξης να φτάσουν και να φωτίσουν, έστω και για λίγο, τους διψασμένους για ζωή, δουλειά, ελευθερία μα και εκδίκηση, λαούς. Η σαρωτική και φονική επέλαση της πανδημίας, μάλιστα, αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την ταξική φύση των καθεστώτων και των αστικών τάξεων, που έχουν βολευτεί περίφημα με αυτά. Η συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου είναι αυτό που εξακολουθεί να λείπει από το «κάδρο». Και μάλιστα κραυγαλέα.
Ο βρώμικος ρόλος των ΗΠΑ και των «δημοκρατών» Ομπάμα-Μπάιντεν
«Ο στρατός λειτούργησε πατριωτικά και υπεύθυνα, μεριμνώντας για το κράτος και τώρα θα πρέπει να διασφαλίσει μια μετάβαση η οποία θα είναι αξιόπιστη στα μάτια του λαού της Αιγύπτου. Αυτό μεταφράζεται στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών της Αιγύπτου, στην άρση του νόμου έκτακτης ανάγκης, στην αναθεώρηση του συντάγματος και άλλων νόμων, έτσι ώστε αυτή η αλλαγή να καταστεί αναντίστρεπτη, ανοίγοντας παράλληλα ένα ξεκάθαρο δρόμο προς τη διεξαγωγή εκλογών που θα είναι δίκαιες και ελεύθερες». Αυτή τη δήλωση έκανε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του Μουμπάρακ —υποσχόμενος παράλληλα ότι η χώρα του θα συνεχίσει να προσφέρει κάθε είδους βοήθεια προς την Αίγυπτο και τον λαό της.
Δεδομένων των ιδιαιτέρως στενών δεσμών που υπήρχαν ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου, αλλά και με τον ίδιο τον Μουμπάρακ, θα συνιστούσε τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύαμε ότι ο «δημοκράτης» και «φιλειρηνιστής» Ομπάμα και το επιτελείο του δεν γνώριζαν, εγκαίρως, τι θα συνέβαινε τα επόμενα χρόνια στην χώρα. Ότι, δηλαδή, η δημοκρατία δεν επρόκειτο να έρθει, ότι το 2013 (επίσης επί προεδρίας Ομπάμα και αντιπροεδρίας Μπάιντεν, ο οποίος αρχικά επέμενε ότι ο Μουμπάρακ δεν ήταν δικτάτορας και δεν έπρεπε να παραιτηθεί…) θα γινόταν νέο πραξικόπημα από τους «πατριώτες» του στρατού και τον επικεφαλής τους, Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι, για την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι αλλά και ότι ο Μουμπάρακ δεν επρόκειτο ποτέ να υποστεί συνέπειες για τα εγκλήματά του. Εξάλλου, στην ανακοίνωση της 11ης Φεβρουαρίου 2011, οι στρατιωτικοί του απένειμαν τα εύσημα: «Το ανώτατο συμβούλιο των ενόπλων δυνάμεων χαιρετίζει τον πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ για όλα όσα έχει προσφέρει και θυσιάσει, στα χρόνια του πολέμου και της ειρήνης».
Βλέπετε, σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος, με τόσο κομβική θέση και σημασία για τον αραβικό κόσμο, το Μαγκρέμπ και τη Μέση Ανατολή –«δεν μπορεί να γίνει πόλεμος χωρίς την Αίγυπτο και ειρήνη χωρίς τη Συρία» στην περιοχή, είχε πει ο Χένρι Κίσινγκερ– τίποτε δεν θα μπορούσε να αφεθεί στην τύχη του. Ούτε, βεβαίως, να πρυτανεύσει το δίκαιο του λαού απέναντι στα μεγάλα συμφέροντα. Όπως του Ισραήλ, ο τότε πρόεδρος του οποίου, Σιμόν Πέρες, είχε δηλώσει για τον Μουμπάρακ λίγες ημέρες πριν την ανατροπή του: «Τρέφαμε πάντα και εξακολουθούμε να τρέφουμε μεγάλο σεβασμό (…) καθώς διατήρησε την ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Ε, με τον αλ-Σίσι στην εξουσία, ο οποίος ελέγχει και τη μία πλευρά της Λωρίδας της Γάζας, μπορούν να είναι πιο ήσυχοι, τουλάχιστον όσον αφορά την Αίγυπτο.