Γιάννης Αγγέλης
Τα χαρακτηριστικά που παίρνει η κρίση εκφράστηκαν με αμεσότητα στις αμερικάνικες εκλογές και το υποκείμενο οικονομικό αδιέξοδο, με όλες τις αντιφάσεις να έχουν εκδηλωθεί στο προσκήνιο. Ακόμα και στην περίπτωση της Ιταλίας, η «αποστολή» του Ντράγκι εντάσσεται στην προσπάθεια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος να προστατευθεί και να αποφύγει το στοιχείο της αναπάντεχης κατάρρευσης…
Η παράταση της πανδημίας ανατρέπει τους σχεδιασμούς
Η πανδημία της Covid-19 αναμφίβολα έχει περάσει το 2021 σε μία νέα εφιαλτική φάση. Οι προσδοκίες για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρώπη έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, αναβληθεί επ’ αόριστο. Η πανδημία παρατείνεται, λοιπόν, κάτι που ανατρέπει τις προϋπάρχουσες εκτιμήσεις για την υγειονομική και την οικονομική κρίση, στην βάση των οποίων είχαν συγκροτηθεί τα οικονομικά προγράμματα των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών. Ειδικά στην Ευρώπη.
Η ανεπάρκεια των εμβολιαστικών προγραμμάτων στην ευρωζώνη έχει ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Οι εμβολιασμοί με τα στοιχεία του Ιανουαρίου κινούνται σε εγκληματικά χαμηλές αναλογίες, φτάνοντας τους 2,8 ανά 100 άτομα, όταν στην Βρετανία στα μέσα του Ιανουαρίου είχαν ξεπεράσει τους 12,6 και στις ΗΠΑ τους 8,8. Οι συνέπειες είναι καταστροφικές, αυξάνουν κατακόρυφα τον αριθμό των προβλεπόμενων θυμάτων και οδηγούν σε αδιέξοδο τα ήδη κουρασμένα και ανεπαρκή συστήματα υγείας σε κάθε χώρα, που έχουν τώρα να αντιμετωπίσουν τα μεταλλαγμένα νέα και περισσότερο μεταδοτικά στελέχη του ιού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bloomberg, η ανοσία αγέλης παγκοσμίως (εμβολιασμός του 75% – 80% του πληθυσμού), με τους σημερινούς ρυθμούς, θα χρειασθεί περί τα 7 χρόνια για να επιτευχθεί! Ακόμη και στις ΗΠΑ, η ανοσία αγέλης θα χρειασθεί άλλους 11 μήνες, ενώ για την ευρωζώνη η ανισομέρεια είναι τόσο μεγάλη που φτάνει από 2 χρόνια μέχρι τα 4-5. Για την δε Ελλάδα, θα απαιτηθούν 2,4 χρόνια. Στο μεταξύ, παγκοσμίως οι θάνατοι από την covid έχουν ξεπεράσει τα 2,3 εκατ. χωρίς να υπολογίζεται η κατακόρυφη αύξηση των θανάτων από άλλες αιτίες, που λόγω υπερκορεσμού των συστημάτων υγείας δεν αντιμετωπίζονται πλέον στα νοσοκομεία.
Δεν αρκεί το «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί»
Η παράταση της πανδημίας με βασική υπεύθυνη την Κομισιόν και τις διαπλοκές των διαπραγματευτών με τις φαρμακευτικές εταιρείες έχει προκαλέσει μία διπλής κλίμακας οικονομική επιβάρυνση, της οποίας οι συνέπειες ακόμα είναι αδύνατο να εκτιμηθούν για την ΕΕ.
Το ένα σκέλος αφορά την αναγκαστική υπέρβαση, λόγω ανεπάρκειας, των «μέτρων στήριξης» που είχαν αρχικά υπολογισθεί τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και τις διακρατικές – ευρωπαϊκές συμφωνίες, όπως τα δανειακά προγράμματα του Ιουνίου του 2020 από τον ESM, το Sure αλλά και το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU).
Ήδη όλες οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν αναθεωρήσει τις προβλέψεις που είχαν κάνει για το 2021, ό,τι και αν είχαν «ξοδέψει» το 2020. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δε, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία, το 2020 ξοδεύτηκαν προκαταβολικά σχεδόν ολόκληρα τα ποσά που πρόκειται να πάρουν από το δωρεάν σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με τις κεντρικές τράπεζες και ειδικά την ΕΚΤ. Στην βάση της εκτίμησης ότι με την ανακάλυψη του εμβολίου, την άνοιξη του 2021 η πανδημία θα άρχιζε να υποχωρεί, είχαν αρχίσει ήδη να οργανώνονται τα πρώτα βήματα της στρατηγικής εξόδου, με προγραμματισμό μάλιστα για τερματισμό του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP) τον Μάρτιο του 2022. Τώρα ο προγραμματισμός αυτός έχει ανατραπεί. Τα μέχρι στιγμής σημάδια δείχνουν ότι τον Μάρτιο ή το αργότερο τον Σεπτέμβριο αναμένεται να ανακοινωθεί νέα επέκταση του PEPP, καθώς και των προγραμμάτων πιστωτικής επέκτασης με επιδοτούμενο χρήμα στις τράπεζες – τα γνωστά TLTROs, ύψους αντίστοιχου με εκείνο του PEPP…
Κάτι τέτοιο όμως ξεπερνάει τα όρια αντοχής μιας πολιτικής την οποία δρομολόγησε μεν ο Ντράγκι το 2012, με το περιβόητο «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί», αλλά σήμερα έχει φτάσει να χρηματοδοτεί μέσω του PEPP ευθέως τα ελλείμματα των χωρών μελών της ευρωζώνης, ανατρέποντας το βασικό καταστατικό στοιχείο ύπαρξης της ΕΚΤ. Για του λόγου το αληθές, στην Ελλάδα οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ αρκούν για να καλύψουν ολόκληρο το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ για την Ιταλία τα μεγέθη είναι υπερδεκαπλάσια!
Η πιστωτική αυτή επέκταση από την ΕΚΤ και την Fed τις έχει φέρει σε σημείο να έχουν ξεπεράσει τα όρια της συστημικής αντοχής τους, καθώς τα μηδενικά επιτόκια και η χωρίς όρια «παραγωγή» χρήματος στο επίπεδο της νομισματικής κυκλοφορίας έχει διαρρήξει κάθε σχέση με την παραγωγική διαδικασία. Κι αυτό, πέραν της ανάδυσης δυνάμεων αντίδρασης και αντίστασης μέσα στις κοινωνίες, έχει εντάξει πλέον στην καθημερινή επιχείρηση επιβίωσης του συστήματος μέσω των Κεντρικών Τραπεζών και το σενάριο της αναπάντεχης κατάρρευσης.
Η αρχή του τέλους… του τέλους
Από την κρίση του ’70, στο κραχ του 2008 και το σοκ της πανδημίας, τα «εργαλεία» του συστήματος εξαντλούνται
Τα χρέη που έχουν συσσωρεύσει τους δέκα πρώτους μήνες της πανδημίας οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης έχουν στείλει το σύνολο του δημόσιου χρέους της στο 100% του ΑΕΠ, ενώ δεν αποκλείεται να αυξηθεί περαιτέρω. Κι αυτό, σε μια στιγμή που το ιδιωτικό χρέος είναι ήδη υπερτριπλάσιο και πρακτικά ανεξέλεγκτο. Αυτές τις βαθιές «πηγές» της κρίσης, η παράταση της πανδημίας τις εκτινάσσει σε μη ελέγξιμα πλέον επίπεδα, με την ΕΚΤ – όπως και τις άλλες κεντρικές τράπεζες – να είναι ο μοναδικός λόγος που τα κράτη-μέλη και οι κοινωνίες καταφέρνουν ακόμη να επιβιώνουν, αναχρηματοδοτώντας το κόστος που απαιτείται για να επιτυγχάνεται αυτό.
Για να γίνει αντιληπτή η δομική αδυναμία που έχουν οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν για πολύ ακόμα αυτή την πολιτική τους, είναι αναγκαία μία μικρή αναδρομή στην ιστορία της κρίσης. Και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μετά το τέλος του Μπρέτον Γουντς, τον Αύγουστο του 1971. Ήτοι, στη στιγμή της κατάρρευσης του διεθνούς μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος, το οποίο στηρίχθηκε στην σταθερή σχέση μεταξύ του χρυσού και του δολαρίου. Η διέξοδος την οποία το σύστημα «επέλεξε», χωρίς να έχει εναλλακτική, για να αντιμετωπίσει την πληθωριστική κρίση μετά το 1971 και τις πρωτοφανείς ανατροπές – οικονομικές, πολιτικές, γεωπολιτικές και άλλες – που ακολούθησαν, ήταν η διψήφια αύξηση των επιτοκίων το 1980-’81 από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, τη Fed. Αυτό προκάλεσε ένα χωρίς προηγούμενο υφεσιακό κύμα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, με συναλλαγματικές αναταραχές οι οποίες τάραξαν συθέμελα το διεθνές εμπόριο και οδήγησαν, μετά από πολλούς και σοβαρούς σπασμούς, στη συναλλαγματική συμφωνία/συμβιβασμό που επετεύχθη στο Plaza το 1985.
Η βάση αυτής της συμφωνίας για τις ισοτιμίες γεν-δολαρίου-μάρκου, όσο φυσικά άντεξε, επέτρεψε τη βίαιη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, που με την σειρά της αποτέλεσε τον καμβά της ραγδαίας έκτοτε στροφής των επενδύσεων στον παγκόσμιο χρηματιστικό τομέα, με ρυθμούς που για πρώτη φορά γνώρισε η επέκταση του κεφαλαίου. Το πλασματικό κεφάλαιο και τα χρηματιστηριακά προϊόντα αποτέλεσαν πρακτικά το άρμα «διεξόδου» της κεφαλαιακής επέκτασης από την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ’80, ως η βασική πλατφόρμα της αποκαλούμενης από τότε νεοφιλελεύθερης πολιτικής (Ρηγκανόμικς, θατσερισμός, κ.λπ.).
Η δικαίωση του Μαρξ που επέμενε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επέκταση του κεφαλαίου, στην φάση της παρακμής του, δεν είναι άλλο παρά το ίδιο το κεφάλαιο
Αυτή η «διέξοδος», μέσω του πλασματικού κεφαλαίου, ντύθηκε μεθοδικά με τα «χαρίσματα» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Παρά δε τις αλλεπάλληλες κρίσεις που γνώρισε τις επόμενες δεκαετίες, του ’80 και του ’90, δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι το κέρδος μπορεί να προέλθει σχετικά εύκολα με διαδικασίες επέκτασης μέσα στις χρηματιστηριακές αγορές, πολύ περισσότερο από όσο μέσα από της κοστοβόρες βιομηχανίες παραγωγής, οι οποίες έτσι κι αλλιώς είχαν στο μεταξύ αρχίσει να ανακαλύπτουν τον «παράδεισο» της Κίνας.
Η διάσταση, έκτοτε, μεταξύ της τρομακτικής επέκτασης του πλασματικού κεφαλαίου και της υστέρησης του βιομηχανικού κεφαλαίου ξεδίπλωσε όλες τις αντιφάσεις της παρακμής του συστήματος, με κρισιακούς σπασμούς που εξέφραζαν τη βίαιη εκδήλωση του νόμου της αξίας. Σπασμούς λιγότερο ή περισσότερο ισχυρούς, που όμως κάθε φορά επιβεβαίωναν την μονόδρομη κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και της παρακμής του, η οποία γίνεται ολοένα περισσότερο εμφανής, με κάθε ευκαιρία (πρόσφατα φαινόμενο GameStop, Bitcoin και άλλα κρυπτονομίσματα κλπ.).
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναδρομή, φτάνουμε στο ζοφερό 2008, όταν η «φούσκα» από την επέκταση του πλασματικού κεφαλαίου έδειξε τα δόντια της με την κατάρρευση της Lehman Brothers και τα όσα ακολούθησαν. Σε μία απολύτως αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του 1980, το 2009 η Fed εισήγαγε τότε – και η ΕΚΤ την ακολούθησε με καθυστέρηση – σαν ανάχωμα στις συνέπειες αυτής της χρηματοπιστωτικής λαίλαπας, ώστε να αποφευχθεί η συνολική κατάρρευση του συστήματος, την απότομη μείωση των επιτοκίων και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Χωρίς και πάλι να υπάρχει εναλλακτική για τις κεντρικές τράπεζες.
Όμως ακριβώς αυτό ήταν και παραμένει το «βήμα» εκείνο που ύψωσε τον τοίχο πάνω στον οποίο έχει… σκάσει το τραίνο της επέκτασης του πλασματικού κεφαλαίου των προηγούμενων δεκαετιών, με την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων μετά το 1985. Η επέκταση, άλλωστε, αυτών των δεκαετιών είχε πατήσει ακριβώς πάνω στην επιτοκιακή «αποδοτικότητα» των χρηματοπιστωτικών προϊόντων χρέους και κυρίως «σύνθετων προϊόντων» ή αλλιώς «παραγώγων».
Όλα αυτά αποτελούν ίσως την πλέον ξεκάθαρη επιβεβαίωση αυτού που εννοούσε ο Μαρξ όταν επέμενε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επέκταση του κεφαλαίου, στην φάση της παρακμής του, δεν είναι άλλο παρά το ίδιο το κεφάλαιο: «Ο αληθινός φραγμός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Αυτό το κεφάλαιο και η αυτό-εξάπλωσή του εμφανίζονται ως η αρχή και το τέλος της διαδικασίας, το κίνητρο και ο σκοπός της παραγωγής».
Το χρέος οδηγεί κατευθείαν στα χρεοστάσια
Το συνηθισμένο ερώτημα που τίθεται είναι «τι θα εμποδίσει τις κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να κρατάνε τα επιτόκια μηδενικά ή ακόμα και αρνητικά;», καθώς και «τι θα τις υποχρεώσει να σταματήσουν να αγοράζουν το χρέος που δημιουργούν οι κυβερνήσεις τους;». Η απάντηση έρχεται μέσα από την αδυσώπητη λειτουργία του νόμου της αξίας και τις αμείλικτες παρακμιακές αντιφάσεις στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Την πρώτη την είδαμε πιο πριν. Στον ορίζοντα όμως φαίνεται να αναδύεται και η δεύτερη.
Για πρώτη φορά εδώ και περισσότερα από πέντε χρόνια, καταγράφεται μία ισχυρή αναστροφή της τάσης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (CPI), δηλαδή του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Ανάλογης κλίμακας αντιστροφή της τάσης έχει παρατηρηθεί και στις ΗΠΑ, ειδικά στα προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης, τρόφιμα κ.λ.π. Όσο η ανοδική τάση του πληθωρισμού ενισχύεται τόσο θα αυξάνεται η αδιέξοδη πίεση στις κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν την «σωστική» πολιτική των μηδενικών επιτοκίων.
Όταν και όπως και αν αυτό συμβεί, το υπάρχον χρέος θα πρέπει να αρχίσει να πληρώνεται, με κόστος το οποίο ουδείς μπορεί να «σηκώσει». τόσο λόγο του όγκου του όσο και λόγω της ύφεσης που έχει προηγηθεί. Οι συνέπειες έχουν ένα όνομα: Στάση πληρωμών. Και γι’ αυτή την χιονοστιβάδα χρεοστασίων, με συνακόλουθη την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, προειδοποιούν ήδη οι διεθνείς οργανισμοί – BIS, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα…
Ακριβώς αυτή η απειλή αυτή κινητοποίησε περί τους 100 ευρωπαίους επώνυμους οικονομολόγους, όπως ο Πικετί, να ζητήσουν τη διαγραφή του χρέους της πανδημίας. Η Λαγκάρντ το απέρριψε, αλλά γνωρίζει τόσο η ίδια όσο και οι συνάδελφοί της ότι κανείς δεν μπορεί να το αποπληρώσει…