Γιάννης Μυκονιάτης, δικηγόρος
▸ Πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μαζί με την ηγεσία της ΕΛΑΣ, παρουσίασαν σε συνέντευξη τύπου ένα εγχειρίδιο με τίτλο «Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των Δημόσιων Υπαίθριων Συναθροίσεων».
Σε αυτό περιγράφεται αναλυτικά το νέο δόγμα που θα ακολουθεί η ΕΛΑΣ στις διαδηλώσεις. Με το σχέδιο αυτό επιχειρείται παράλληλα η εφαρμογή στην πράξη του ψηφισμένου νόμου του καλοκαιριού για τις διαδηλώσεις, ο οποίος, παρά τις συνεχείς απαγορεύσεις απέναντι στο κίνημα, έως τώρα βρισκόταν σε πλήρη αχρησία.
Ήδη στην Εισαγωγή του σχεδίου διαβάζουμε ότι το «νέο θεσμικό πλαίσιο… διαμορφώνει μία ριζικά διαφορετική κουλτούρα που έχει ως στόχο, όχι τη διάλυση, αλλά την περιφρούρηση και την προστασία των συναθροίσεων και τη διευκόλυνση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, χωρίς τη διατάραξη της κοινωνικό-οικονομικής ζωής ή την πρόκληση επεισοδίων και καταστροφών».
Και είναι όντως αλήθεια πως το κράτος συνειδητοποίησε ότι παρά τον υπέρ του συσχετισμό δεν μπορεί να λειτουργεί παντού και πάντα με όρους χουντικού χωροφύλακα της δεκαετίας του ’70, με περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας όπως αυτά του σκηνοθέτη Ινδαρέ ή της οικογένειας στα Σεπόλια που έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, να το εκθέτουν συνεχώς.
Η φιλοσοφία αυτού του σχεδίου είναι βγαλμένη από την εργαλειοθήκη του σύγχρονου management και της εταιρικής διακυβέρνησης. Αφού αξιολογείται κάθε δυναμική δράση εκ των προτέρων ως προβοκάτσια το σχέδιο κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ προβοκατόρων που προκαλούν επεισόδια και μετριοπαθών διαδηλωτών που «ασκούν τα συνταγματικό τους δικαίωμα στη συνάθροιση».
Οι πρώτοι θα καταστέλλονται, ενώ για τους δεύτερους, όπως διαβάζουμε στο σχέδιο «το νέο θεσμικό πλαίσιο βασίζεται στη συνεχή επικοινωνία της αστυνομίας με τους διοργανωτές μιας συνάθροισης η οποία και ξεκινά από την υποχρέωση γνωστοποίησης της συνάθροισης στη δημόσια αρχή». Βλέπουμε να επαναλαμβάνονται συνεχώς λέξεις και φράσεις όπως «επικοινωνία» και «διαρκή συνεργασία».
Αν λοιπόν οι διαδηλώσεις επιλέξουν να μπουν στη λογική των μεγάλων εταιριών, όπου όλες οι διαφορές πρέπει να επιλύονται σε ένα θετικό κλίμα συνεργατικότητας, τότε είναι ευπρόσδεκτη η παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα.
Παράλληλα, το ελληνικό κράτος κατάλαβε από την εμπειρία διαχείρισης της πανδημίας ότι ο ασφυκτικός έλεγχος και ρύθμιση ακόμα και της παραμικρής λεπτομέρειας κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι πιο αποτελεσματική από την τυφλή καταστολή η οποία θα πρέπει να χρησιμοποιείται –σχεδόν χειρουργικά– εκεί που δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Έτσι ,με το σχέδιο δημιουργείται ένα ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων, συστάσεων και απαγορεύσεων για όποιον θέλει να διαδηλώσει, από το κάλεσμα το οποίο πρέπει να ανεβαίνει σε ειδική πλατφόρμα, την υποχρέωση για συνεχή συνεργασία με τις αρχές, την αυθαίρετη αξιολόγηση του μεγέθους της διαδήλωσης και την ακόλουθη επιβολή περιορισμών, τον έλεγχο της δημοσιογραφικής κάλυψης μέσα από την οριοθέτηση συγκεκριμένου χώρου για τους δημοσιογράφους κοκ.
Το συγκεκριμένο σχέδιο είναι προβληματικό ακόμα και από τη σκοπιά του αστικού συνταγματικού δικαίου (άσχετα το πόση αξία μπορεί να έχει αυτό πλέον). Η κυβέρνηση υπερασπιζόμενη το σχέδιο, ισχυρίζεται ότι έρχεται να δώσει τέλος στη διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης χωρίς λόγο. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Μ. Χρυσοχοΐδης ανέφερε ότι «το δικαίωμα έκφρασης είναι αδιαπραγμάτευτο….αλλά εξίσου αδιαπραγμάτευτο είναι το δικαίωμα της πόλης να λειτουργεί».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει ότι με το να ταυτίζει ο κ. Χρυσοχοΐδης το δικαίωμα έκφρασης με το δικαίωμα στη συνάθροιση προσπαθεί να περιορίσει το δεύτερο. Άλλωστε ακόμα και στη θεωρία του αστικού συνταγματικού δικαίου, η έννοια της διατάραξης του κοινωνικοοικονομικού βίου που αναφέρεται ο υπουργός είναι συνυφασμένη με την άσκηση του δικαιώματος, ενώ μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής διαταραχής επιτρέπεται ο περιορισμός του. Και σοβαρή διαταραχή δεν μπορεί να θεωρηθεί μια πορεία στο κέντρο της Αθήνας για παράδειγμα.
Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αυταπάτη επομένως ότι το ελληνικό κράτος καίγεται να «εκδημοκρατίσει» τη δράση της αστυνομίας ή να προστατεύσει το δικαίωμα στη διαδήλωση όπως λέει ο Μ. Χρυσοχοΐδης. Απλά, έστω και σχετικά καθυστερημένα, κατάλαβε ότι αν δεν αναβαθμίσει συνολικά το μοντέλο κυριαρχίας του, ώστε να είναι θωρακισμένο απέναντι στην αδυναμία του καπιταλισμού της εποχής μας να απαντήσει πειστικά τόσο στα σύγχρονα προβλήματα (κρίσεις, περιβάλλον, πανδημίες) όσο και στις ανάγκες των από κάτω, τόσο θα ενισχύεται η αντίληψη ότι μπορεί να υπάρξει μια τελείως διαφορετική μορφή ζωής, έξω από τη δυστοπία που βιώνουμε καθημερινά.