Αρχοντούλα Βαρβάκη
▸ Το Πριν μίλησε με εργαζόμενους και εργαζόμενες του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι» για τις συνθήκες δουλειάς τους αλλά και για τους ανθρώπους που βοηθάνε, σε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν οι δικές τους απόψεις και παρατηρήσεις.
Το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» (ΒσΣ) παρέχει σημαντική βοήθεια σε ανθρώπους τρίτης ηλικίας ή ανθρώπους με κινητικά και άλλα ειδικά προβλήματα πανελλαδικά, κάτι που το καθιστά ακόμα πιο σημαντικό την περίοδο της πανδημίας.
Οι περίπου 2.900 εργαζόμενοι του προγράμματος αναμένουν ακόμα τα αποτελέσματα της προκήρυξης για αντίστοιχο αριθμό μόνιμων θέσεων. Η επιλογή της κυβέρνησης να προκηρύξει τις συγκεκριμένες θέσεις, αντί να μονιμοποιήσει όσους ήδη εργάζονταν σε αυτές, δημιουργεί την αγωνία για τον πιθανό αποκλεισμό κάποιων εξ αυτών, οι οποίοι δουλεύουν εδώ και χρόνια με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Όπως μας εξηγεί ο Γιάννης Αθανασίου, Πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στις Κοινωνικές και Προνοιακές Δομές του Δήμου Λευκάδας και μέλος του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου Συλλόγων Εργαζομένων «Βοήθεια στο Σπίτι», «το Πανελλαδικό Συντονιστικό ήταν εξαρχής αντίθετο με την προκήρυξη. Έχουμε ήδη θέσει το θέμα στο υπουργείο Εσωτερικών και θα κινηθούμε σε όλα τα επίπεδα για να μην χάσουν τη δουλειά τους εργαζόμενοι του προγράμματος».
Δεύτερο ζήτημα σχετικά με την προκήρυξη είναι ότι δεν εξασφαλίζει την κάλυψη των αναγκών τους Προγράμματος, το οποίο όταν ξεκίνησε είχε περίπου 3.600 εργαζόμενους. Το Πρόγραμμα έχει 867 δομές για 272 δήμους. Κάθε δομή πρέπει να αποτελείται από έναν νοσηλευτή/τρια, έναν κοινωνικό επιστήμονα και μία οικογενειακή βοηθό. Η εξασφάλιση αυτών των τριών ειδικοτήτων για κάθε δομή είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει. Είναι όμως αναγκαίες και άλλες ειδικότητες, γιατροί και φυσικοθεραπευτές που πανελλαδικά είναι λίγοι. Σημαντικά είναι και τα αυτοκίνητα που κοντεύουν τα 20 χρόνια και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στον σημαντικό ρόλο τους.
«Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για κοινωνικούς επιστήμονες», μας λέει η Ναταλία Λιάτσου. «Είμαι η μόνη ψυχολόγος στο ΒσΣ του Δήμου Ζίτσας (Ιωαννίνων) και η κοινωνική λειτουργός είναι επίσης μόνο μία. Κι αυτό συμβαίνει ενώ οι ανάγκες για ψυχολογική υποστήριξη τα τελευταία χρόνια αυξάνονται. Βλέπουμε ότι οι εποχές είναι πιο απαιτητικές και οι άνθρωποι πιο απομακρυσμένοι. Δεν υπάρχουν οι παλιότεροι δεσμοί ακόμα και μέσα σε μια οικογένεια κι αυτό τους επιβαρύνει».
Οι αμοιβές των εργαζομένων είναι ορισμένες φορές ένα ακόμη πρόβλημα. Κάποιοι δήμοι πληρώνουν εγκαίρως και αργότερα παίρνουν τα χρήματα από το υπουργείο Εσωτερικών. Άλλα κάποιοι άλλοι περιμένουν τα χρήματα του υπουργείου για να κάνουν τις πληρωμές, πράγμα που προκαλεί καθυστερήσεις αρκετών μηνών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή ο δήμος δεν διαθέτει χρήματα για τις πληρωμές ή και επειδή υπάρχουν γραφειοκρατικές καθυστερήσεις λόγω έλλειψης διοικητικού προσωπικού.
Οι περίπου 2.900 εργαζόμενοι του Προγράμματος δουλεύουν εδώ και χρόνια με διαδοχικές συμβάσεις
«Οι δήμοι και οι φορείς οφείλουν να πληρώνουν τους εργαζόμενους κάθε μήνα και να τους παρέχουν τα απαραίτητα μέσα προστασίας. Δεν χωράνε δικαιολογίες σε όσους δεν το κάνουν. Θα βγουν εκτεθειμένοι απέναντι στην κοινωνία και τις υποχρεώσεις τους», σχολιάζει σχετικά στο Πριν ο Γ. Αθανασίου.
Ο εμβολιασμός των εργαζομένων προχωράει με τις γνωστές δυσκολίες που αντιμετωπίζει συνολικά και πανελλαδικά η διαδικασία. Υπάρχουν και περιοχές, όπως η Ηγουμενίτσα, όπου ολοκληρώθηκε. «Εμβολιαστήκαμε όλοι για να προστατέψουμε πρώτα την υγεία των παππούδων αλλά και τη δική μας», μας λέει ο Παναγιώτης Τάτσης, κοινωνικός λειτουργός.
Μας εξηγεί, επίσης, τη σημασία που έχουν οι επισκέψεις τους γι’ αυτούς τους ανθρώπους. «Εμείς είμαστε η μόνη αχτίδα. Μας περιμένουν πώς και πώς ακόμα και για να μάθουν τα νέα. Και το δικό μας ενδιαφέρον δεν είναι μόνο επαγγελματικό. Κάνουμε 20 χρόνια αυτή τη δουλειά και υπάρχει ένα δέσιμο».
«Πάμε σε απομακρυσμένα χωριά που μπορεί να μην έχουν ούτε έναν φούρνο», εξηγεί η Μπία Οικονομίδη, νοσηλεύτρια στον Δήμο Ζίτσας. «Παρέχουμε τα πάντα. Βλέπουμε ότι υπάρχει ένα φόβος γιατί κανένας ηλικιωμένος δεν είναι χωρίς συνοδό νόσημα και μια απογοήτευση. Φοβόμαστε κι εμείς, γιατί έχουμε την ευθύνη να μην τους μεταδώσουμε κάτι», συμπληρώνει.
«Έχει αποδειχθεί ότι το ΒσΣ είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο», σημειώνει ο Γ. Αθανασίου. «Αποδείχθηκε κατά τη δημοσιονομική κρίση, όταν απογυμνώθηκαν από προσωπικό οι δήμοι στο κομμάτι της Πρόνοιας, αποδείχθηκε και τώρα στην πανδημία καθώς πάλι η προσφορά του προγράμματος είναι μεγάλη και σημαντική ειδικά στις περιοχές που είχαν ιδιαίτερα αυξημένο αριθμό κρουσμάτων. Φαίνεται λοιπόν πόσο σημαντικό είναι να συστηματοποιηθούν και να αναβαθμιστούν αυτές οι υπηρεσίες με πρόσληψη προσωπικού και με την ενίσχυση του εξοπλισμού», καταλήγει.
Καβάλα: Η δημοτική αρχή αρνείται την μονιμοποίηση
Σε έναν δήμο μπορεί βέβαια να προκύψουν και τοπικά ζητήματα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Δήμος Καβάλας. Ο παραλογισμός των συνεχόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου για τους εργαζόμενους οι οποίοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, στην ουσία υποχρέωσε τους εργαζόμενους του Προγράμματος στον συγκεκριμένο δήμο της Μακεδονίας να ξεκινήσουν έναν δικαστικό αγώνα, διεκδικώντας το αυτονόητο, δηλαδή συμβάσεις αορίστου χρόνου. Και τον κέρδισαν.
Όμως, ενώ σ’ αυτόν τον αγώνα είχαν και ψήφισμα στήριξης από τον δήμο, ο δήμαρχος Καβάλας άσκησε έφεση, την οποία ακόμη δεν έχει πάρει πίσω παρά τη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) στο οποίο ανήκει το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι».
Η επίμονη άρνηση του δημάρχου να πάρει πίσω την έφεση αποτελεί καταπάτηση δημοκρατικών αποφάσεων, ένα παιχνίδι με τις ζωές των εργαζομένων και τη δημοκρατία.