Δημήτρης Σταμούλης
Μετά από δέκα χρόνια μνημονιακής λεηλασίας, αλλά και εντός βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης εν μέσω πανδημίας, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά αισθάνονται «αρκετή ζέστη» ή «ζέστη» τον χειμώνα, με προϋπόθεση όμως τη χρήση… χοντρού ρουχισμού και την καύση ξυλείας. Η θέρμανση κοστίζει ακριβά και δεν ζεσταίνει ικανοποιητικά τα σπίτια. Βαριές συνέπειες στην υγεία του πληθυσμού και στο περιβάλλον.
«Ψίχουλα» το επίδομα, τρομεροί οι φόροι
Ο φετινός χειμώνας μπορεί να κύλησε ήπια μέχρι προ ημερών –πριν το σάρωμα της χώρας με τις πολικές θερμοκρασίες και τα χιόνια της κακοκαιρίας «Λέανδρος»– αλλά αυτό δεν εμπόδισε 687.000 νοικοκυριά να κάνουν αίτηση για επίδομα θέρμανσης, αριθμός ο οποίος έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο έτος.
Δεν πρόκειται για ένα αποτέλεσμα μόνο της αμφιλεγόμενης κυβερνητικής απόφασης να επιδοτήσει ακόμα και τα καυσόξυλα. Αλλά και της ολοένα αυξανόμενης ένδειας σε πλατιά κοινωνικά στρώματα από την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική διαχείριση της πανδημίας. Το εν λόγω επίδομα ισοδυναμεί με ψίχουλα, αφού οι περισσότεροι δικαιούχοι θα αρκεστούν σε μερικές… δεκάδες ευρώ.
Από την άλλη, χιλιάδες νοικοκυριά αποκλείονται από τους όρους επιδότησης. Βασικό κριτήριο για να το λάβει μία οικογένεια με ένα παιδί είναι να έχει ετήσιο εισόδημα ως 22.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέσο μισθό για δύο εργαζόμενους γονείς 750 ευρώ.
Το επίδομα θέρμανσης όπως και όλα τα άλλα γλίσχρα επιδόματα στα πιο πληβειακά στρώματα αποτελούν απλώς «φύλλο συκής» της σκληρής αντιλαϊκής και φορομπηχτικής πολιτικής που ακολουθούν οι κυβερνώντες. Αν ήθελαν να βοηθήσουν τον λαό να ζεσταθεί, τότε θα έκοβαν τους ληστρικούς φόρους. Είναι σκάνδαλο ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, από 21 ευρώ/χιλιόλιτρο (+ ΦΠΑ 23%) το 2010, σήμερα να έχει εκτιναχθεί στα 280 ευρώ/χιλιόλιτρο (+ ΦΠΑ 24%), δηλαδή αυξημένος κατά 1.244,17%! Όσον αφορά τον υπολογισμό του επιδόματος, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως βάση την αγορά πετρελαίου με 0,80 ευρώ/λίτρο, πολύ πιο κάτω από τις πραγματικές που σήμερα είναι 0,875 ευρώ (μέση τιμή) και σε πολλές περιοχές πολύ παραπάνω, όπως Λέσβος, Λασίθι και Κυκλάδες 0,98, Φωκίδα 0,92, Γρεβενά 0,89, Έβρος 0,87 και Φλώρινα 0,86 ευρώ/λίτρο.
Είδος πολυτελείας το ζεστό σπίτι
Δραματική κατάσταση βιώνουν χιλιάδες νοικοκυριά στην Ελλάδα τη χειμερινή περίοδο καθώς αδυνατούν να εξασφαλίσουν στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης στο εσωτερικό των σπιτιών τους. Σύμφωνα με το ΕΜΠ κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων παρότι η μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 8,5% και της θερμικής κατά 2,5% –με δεδομένο ότι το σπίτι έγινε γραφείο, σχολείο και τόπος διασκέδασης– στα νοικοκυριά της χαμηλότερης εισοδηματικής κλάσης καταγράφηκε σημαντική μείωση.
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από έρευνα που διενήργησε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, από το καλοκαίρι του 2019 έως και τον χειμώνα του 2020, διερευνώντας συνολικότερα τις συνθήκες άνεσης στα ελληνικά νοικοκυριά. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν ήταν ότι η θέρμανση κοστίζει ακριβά και δεν ζεσταίνει ικανοποιητικά τα σπίτια.
Μετά από ένα σκληρό δεκαετές μνημόνιο διαρκείας που λεηλάτησε το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, αλλά και την νέα ένταση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, έχουμε φτάσει στο σημείο, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτώμενους (48,5%) να αισθάνονται «αρκετή ζέστη» ή «ζέστη» τον χειμώνα με χρήση… χοντρού ρουχισμού και καύση ξυλείας. Μέτρια θερμική άνεση αισθάνεται το 27,84% και κρύο ή δροσιά το υπόλοιπο 25%. Ένας στους τέσσερις δηλαδή κρυώνει μέσα στο σπίτι του!
Αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται και στην πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα με στοιχεία για το 2019. Η καρδιά της μάστιγας της ενεργειακής φτώχειας βρίσκεται στην εκτίμηση ότι το 30% των νοικοκυριών στη χώρα αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή 3,16 εκατομμύρια άτομα! Η Ελλάδα μάλιστα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, πίσω από την Βουλγαρία με 32,5% και τη Ρουμανία με 31,2%. Ο εν λόγω δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερείται υλικών αγαθών ή διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Και για να φανεί πιο συγκεκριμένο, ο δείκτης «ποσοστό ατόμων με υλικές στερήσεις» εκτιμά το επίπεδο διαβίωσης, μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά ή στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, τουλάχιστον 3 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών. Τον κίνδυνο αυτό αντιμετωπίζει το 35,7% των ηλικιών 0-17 ετών και το 30,7% των ηλικιών 18-54 ετών.
Αυτός ο τεράστιος αριθμός ανθρώπων δυσκολεύεται στην πληρωμή ακόμα και λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου, δεν περιλαμβάνει στη διατροφή του κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, δεν έχει ικανοποιητική θέρμανση. Το 12,5% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπιες κάσες στα παράθυρα.
Ένα άλλο αποκαλυπτικό στοιχείο για την έκταση του προβλήματος της ενεργειακής ένδειας και του… ψυχρού κλίματος εντός των κατοικιών στην Ελλάδα σχετίζεται με την κεντρική θέρμανση. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, 1 στα 4 νοικοκυριά «έχασε» τη δυνατότητα της θέρμανσής του από την κεντρική εγκατάσταση της πολυκατοικίας του μέσα σε μια δεκαετία. Ειδικότερα, κεντρική θέρμανση διέθετε το 2009 το 73,5%, το 2014 το ποσοστό έπεσε κατακόρυφα στο 35,4%, το 2018 ανήλθε σε 52,8% και πέρσι μειώθηκε στο 51,3%. Δηλαδή μόλις ένα στα δύο νοικοκυριά έχει πρόσβαση σε κεντρική θέρμανση, γεγονός που αποτυπώνει τις τεράστιες δυσκολίες χιλιάδων νοικοκυριών να πληρώσουν τα κοινόχρηστα ή να συμβάλουν σε αποθεματικό ταμείο στις πολυκατοικίες.
Η έρευνα του ΔΠΘ είναι αποκαλυπτική: Καθώς όλα τα νοικοκυριά πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου το σύστημα να χρησιμοποιηθεί για το σύνολο της πολυκατοικίας, «δυστυχώς, τελικά, το κεντρικό σύστημα τίθεται εκτός λειτουργίας και κάθε νοικοκυριό έχει να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις δικές του ανάγκες και να εφεύρει τους πιο οικονομικούς συνδυασμούς για τα μέσα θέρμανσης».
Έρευνα ευρωπαϊκού οργανισμού αναφέρει πως στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου, υπάρχουν αυξημένοι θάνατοι τον χειμώνα λόγω κακής ποιότητας θέρμανσης
Το σοβαρό παρεπόμενο της κακής οικονομικής κατάστασης χιλιάδων νοικοκυριών οδηγεί στην επιλογή και του ανάλογου μέσου θέρμανσης. Κι εδώ τα στοιχεία δείχνουν πού έχουν καταντήσει τον ελληνικό λαό τα προγράμματα «δημοσιονομικής πειθαρχίας» κυβερνήσεων και ΕΕ. Για να ζεσταθούν χρησιμοποιούσαν καλοριφέρ με πετρέλαιο το 66,9% των νοικοκυριών το 2009, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 35,4% το 2014 και 5 χρόνια μετά, το 2019, παρέμενε στα ίδια επίπεδα με 37,1%. Καλοριφέρ με φυσικό αέριο το 2009 διέθετε το 6,6%, και εύλογα το 2019 ανήλθε σε 14,2%, ποσοστό ωστόσο πολύ χαμηλό που σχετίζεται και με το πόσο προχωρά τα δίκτυά της η ΔΕΠΑ. Όμως τη διετία 2018-2019 αυξήθηκε η χρήση σόμπας πετρελαίου από 1,7% σε 1,8%, η χρήση σόμπας υγραερίου από 1% σε 1,2%, η χρήση καυσόξυλων μειώθηκε ελαφρώς σε 8,1% (από 8,7%), ενώ η χρήση ηλεκτρικών συσκευών μειώθηκε σημαντικά, από 15,2% σε 13,3%, προφανώς λόγω και της μεγάλης αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Από την άλλη, αυξήθηκε η χρήση κλιματιστικών από 9,3% σε 11,5%, φτάνοντας περίπου στα επίπεδα του πιο «φτωχού» ενεργειακά έτους 2014 (12,8%).
Συνολικά, τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί ραγδαία η χρήση στερεών καυσίμων, ενώ υπάρχει περιορισμένη σε χρονική διάρκεια χρήση ηλεκτρικής ενέργειας με βοηθητικά συστήματα. Πολλά νοικοκυριά καταφεύγουν στη χρήση βιομάζας (ξύλα ή πέλετ σε καλοριφέρ, ξυλόσομπες κ.λπ.), ειδικότερα στα μικρά αστικά κέντρα και οικισμούς στην ορεινή και ηπειρωτική Ελλάδα, με αντίτιμο βέβαια τις αντίστοιχες εκπομπές και την επιβάρυνση του εσωτερικού και εξωτερικού αέρα και περιβάλλοντος. Όσον αφορά δε τα ορεινά νοικοκυριά, περίπου το 40% εξ αυτών, αναφέρουν ότι αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό, περίπου 75% δηλώνουν ότι είναι αναγκασμένα να μειώσουν άλλες βασικές ανάγκες προκειμένου να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες, ακόμη και το φαγητό, γνωστό ως φαινόμενο «θέρμανση ή τροφή». Επίσης το 20% ανέφεραν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των λογαριασμών ενέργειας, και το 25% προβλήματα υγείας που σχετίζονται με ανεπαρκή θέρμανση του σπιτιού τους.
Η ταξική διάσταση του προβλήματος «ζεστά σπίτια το χειμώνα» επιβεβαιώνεται ακόμα και από πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (2019) με θέμα «άνιση έκθεση και άνισες συνέπειες: Κοινωνική τρωτότητα και ατμοσφαιρική ρύπανση, θόρυβος και ακραίες θερμοκρασίες στην Ευρώπη». Το αποκαλυπτικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι «η θνησιμότητα κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπως η Ελλάδα ή άλλες του Νότου σε σχέση με Γερμανία, Ολλανδία και Φινλανδία. Κι αυτό αποδίδεται, μεταξύ άλλων, σε παράγοντες όπως η ποιότητα των κατοικιών και η πρόσβαση σε θέρμανση, ενώ στην περίπτωση ορισμένων χωρών όπως Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, αυτή η εποχική διακύμανση στους θανάτους σχετίζεται ευθέως με τη φτώχεια και τις αυξημένες κοινωνικές ανισότητες. Επιπλέον η έκθεση δείχνει και μια άμεση σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ενεργειακής φτώχειας. Στην Ελλάδα και άλλες χώρες, καθώς πολλοί πολίτες στράφηκαν στην καύση ξύλου, παλιών επίπλων και άνθρακα, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ένδειας, εκτίθενται αναπόφευκτα πολύ περισσότερο και στα βλαπτικά προϊόντα αυτής της καύσης!
Άφησαν στην παγωνιά 200.000 νοικοκυριά
▸ Ιδιώτες, ΔΕΔΔΗΕ και ΜΑΤ κόβουν το ρεύμα και για μικρές οφειλές
Το γεγονός ότι εν μέσω χειμώνα, πολλές οικογένειες αναγκαστικά καταφεύγουν στη χρήση ηλεκτρικών θερμαντικών μέσων για να ζεσταθούν δεν πτόησε τους ιθύνοντες του ΔΕΔΔΗΕ που σε πολλές περιπτώσεις επιστράτευσε ακόμα και ΜΑΤ για να προβεί σε μαζικές διακοπές ηλεκτροδότησης σε φτωχογειτονιές. Χαρακτηριστικά στην Αγία Βαρβάρα Αττικής με τη συνδρομή κλούβας των ΜΑΤ έκοψαν πρόσφατα το ρεύμα σε ευάλωτα νοικοκυριά που αδυνατούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Κι ας ζουν με το επίδομα «εγγυημένου εισοδήματος» ή από το συσσίτιο του δήμου. Ανάλογα κρούσματα υπήρξαν για μικροοφειλές σε Παγκράτι, Ροδόπη κ.α.
Η στάση των εταιρειών προμήθειας ρεύματος έχει σκληρύνει ήδη από το β´ εξάμηνο του 2019 οπότε, όπως δείχνουν και τα επίσημα δεδομένα του ΔΕΔΔΗΕ, είχαν δοθεί συνολικά 360.644 εντολές αποσύνδεσης, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορούσε νοικοκυριά και μόνο οι 814 σε πελάτες μέσης τάσης (αλυσίδες καταστημάτων, βιοτεχνίες, βιομηχανίες κ.λπ.). Από αυτές εκτελέστηκαν οι 227.418 εντολές αποσύνδεσης, ποσοστό 3,5% του συνόλου των μετρητών του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης.
Καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο) έχουν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) σε ποσοστό 15,30%. Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύουν ότι η επιδείνωση των όρων ζωής και εργασίας των επαγγελματιών είναι ραγδαία με κλειστά καλοριφέρ και κλιματιστικά. Η πρώτη μέτρηση ενεργειακής φτώχειας σε ΜΜΕ που γίνεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο έρευνας οικονομικού περιβάλλοντος κατέδειξε ότι όσο μικρότερη μια επιχείρηση τόσο πιθανότερο πλήττεται από την ενεργειακή ένδεια.
Φονική συνύπαρξη νέφους- κορονοϊού
H αδυναμία σημαντικού ποσοστού νοικοκυριών να διαθέσει χρήματα για πετρέλαιο θέρμανσης έχει οδηγήσει σε άλλες «επιλογές» με πολύ σοβαρό κόστος τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και στην ποιότητα του αέρα στο εσωτερικό των σπιτιών που θερμαίνονται με τζάκια και μαγκάλια.
Από τον περασμένο Νοέμβριο το εθνικό δίκτυο ΠΑΝΑΚΕΙΑ καταγράφει αυξημένες συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 τις βραδινές ώρες και ειδικά το Σαββατοκύριακο, κάτι που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την καύση πάσης φύσεως ξυλείας σε τζάκια. Καθώς η κυκλοφορία οχημάτων είναι σαφώς μικρότερη λόγω του lockdown, η θέρμανση αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα εκπομπής αέριων ρύπων (μαζί με τις βιομηχανίες).
Να σημειωθεί εδώ ότι η καύση ξύλου όμως αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία, καθώς αυτή τη λύση επιλέγει το 8,1% των νοικοκυριών το 2019, όταν προ δεκαετίας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 5,9% (ΕΛΣΤΑΤ).
Όμως ο συνδυασμός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την πανδημία του κορονοϊού διαμορφώνει με τη σειρά του ένα οδυνηρό κοκτέιλ. Πολλές νέες επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν πως σε περιοχές με υψηλές συγκεντρώσεις ρύπων στον αέρα, οι επιπτώσεις του SARS-CοV-2 στην υγεία των κατοίκων είναι αισθητά αυξημένες. Μάλιστα, σημαντικό ποσοστό των θανάτων από Cοvid-19 συνδέεται με την προηγούμενη έκθεση των ασθενών σε περιβάλλον με τοξικό-χημικό νέφος.
Στις αρχές Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Cardiovascular Research μελέτη ερευνητών από το Ινστιτούτο Mαξ Πλανκ της Γερμανίας, από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ, από την Τριέστη στην Ιταλία κ.ά. σύμφωνα με την οποία έως και το 15% των θανάτων παγκοσμίως από COVID-19 συνδέεται με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Το ποσοστό αυτό φτάνει το 19% στην Ευρώπη, το 17% στη βόρεια Αμερική και το 27% στην ανατολική Ασία.