Παναγιώτης Μαυροειδής
Ο λεγόμενος Τραμπισμός θα υπάρξει και χωρίς προεδρία Τραμπ, ακόμη και χωρίς Τραμπ. Δεν αποτελεί κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τις ΗΠΑ. Αποτελεί σύμπτωμα της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ταυτόχρονα μορφή απάντησης σε αυτήν.
Ο λεγόμενος Τραμπισμός θα υπάρξει και χωρίς προεδρία Τραμπ, ακόμη και χωρίς Τραμπ. Δεν αποτελεί κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο μιας ιστορικά αναπτυσσόμενης διεθνοποίησης, ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών – ιμπεριαλιστικών κέντρων, των αστικών κρατών και των δυνάμεων του κεφαλαίου γνωρίζει έξαρση και παίρνει προβάδισμα. Αυτό θέτει σε κρίση και σε διαδικασία αναδιάταξης τη σημερινή μορφή καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Σε εποχές παρατεταμένης και καθολικής κρίσης, σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων επιστρέφει στην εθνική του βάση, με αποτέλεσμα να επιδιώκονται μέτρα στήριξης του κεφαλαίου, «οικονομικού πολέμου» ή/και «προστατευτισμού», να υψώνονται τείχη (με πρώτο στόχο πρόσφυγες, μετανάστες και μειονότητες), να αναπτύσσεται η εθνική ρητορική, ως μέσο για τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης στο διεθνή καταμερισμό. Η πανδημία και το κλείσιμο συνόρων συνηγορούν στην ίδια κατεύθυνση.
Ο Τραμπισμός αποτέλεσε για ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου (κατασκευές, ενέργεια και ειδικά ορυκτοί πόροι, αγροτικός καπιταλιστικός τομέας, μεταφορές κλπ) μια ορισμένη απάντηση για την προστασία τους από την απειλή της Κίνας και όχι μόνο, με ελπίδα δυναμικότερης επιστροφής στη διεθνή σκακιέρα σε δεύτερο χρόνο. Την ίδια στιγμή, άλλοι τομείς (χρηματοπιστωτικό σύστημα, επικοινωνίες, ηλεκτρονική ψηφιακή βιομηχανία, στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα κλπ), οι οποίοι συχνά δέχθηκαν ρητορικά πυρά από τον Τράμπ, ενώ αντιμετωπίζουν άμεσα προσκόμματα στο διεθνές κυρίως πεδίο όπου δραστηριοποιούνται, φιλοδοξούν να ωφεληθούν από τις στρατηγικές συνέπειες μιας ολομέτωπης επίθεσης στον κόσμο της εργασίας στο εσωτερικό της χώρας.
Ό,τι εμφανίζεται ως «μάχη μεταξύ δύο κόσμων», με σοβαρές συνέπειες και αρρυθμίες στη λειτουργία του δικομματικού πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, αποτελεί ταυτόχρονα μια αλληλοσυμπληρούμενη διαδικασία. Στο πλαίσιό της, διαμορφώνεται μία σπειροειδής αλληλουχία γιγαντιαίων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων αντιδραστικής κατεύθυνσης. Μια «επανάσταση» με αρνητικό πρόσημο, που επιχειρεί να αναμετρηθεί όχι μόνο με τις διαφορετικές παραστάσεις που χάρισαν στην ανθρωπότητα οι εργατικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα, αλλά και με τους συμβιβασμούς που αναγκάστηκε ή/και είχε τη δυνατότητα να κάνει η αστική τάξη στην προηγούμενη περίοδο.
Ενδεχομένως, επιχειρήσεις λογισμικού δυσφορούν με τη ρητορική και αντιμεταναστευτικά μέτρα Τραμπ και δυσκολεύονται στην προσέλκυση «εγκεφάλων» από τον έξω κόσμο, ενώ από την άλλη, οι αυξημένοι δασμοί θεωρούνται προστασία για τους καπιταλιστές στην αυτοκινητοβιομηχανία. Ωστόσο, όλοι «κατανοούν» ότι μακροπρόθεσμα χωρίς καθήλωση μισθών αλλά και πολιτικών ελευθεριών στα επίπεδα της Κίνας, δεν υπάρχει ελπίδα διεξόδου από την καθοδική πορεία. Τμήματα του «βαθιού κατεστημένου» στους τομείς άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων νοιώθουν πιο ασφαλή με την προθυμία των Δημοκρατικών για πολεμικούς εξοπλισμούς και αλληλεγγύη στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ενώ δυσφορούν με τις πρωτοφανείς επιθέσεις του Τραμπ για το «τρελό κόστος των πολέμων» ή στις «αχρείαστες δαπάνες για το ΝΑΤΟ». Παρ’ όλα αυτά, όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του Τραμπικού στρατοπέδου, συμφωνούν ότι η υποβάθμιση των ΗΠΑ στον οικονομικό τομέα σε σχέση με την Κίνα, πρέπει να αντισταθμιστεί από την ενεργή άσκηση της πολιτικής και στρατιωτικής υπεροχής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το πολεμικό παιχνίδι-φωτιά με το Ιράν, το οποίο ο Τράμπ το κλιμάκωσε επικίνδυνα, την ίδια ώρα που δημαγωγούσε για «επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα».
Ο Τραμπισμός αποτελεί ένα από τα συμπτώματα της κρίσης – και ταυτόχρονα μια μορφή απάντησης – του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας και ειδικότερα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Η ουσιώδης ωστόσο διαφορά με τη Μεγάλη Κρίση του 1929, που γέννησε το φασισμό, είναι ότι η σημερινή συντελείται σε συνθήκες απουσίας μιας αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Ο κίνδυνος απάντησης «από τα δεξιά» είναι σαφώς μεγαλύτερος και αυτό είναι η πρόκληση για το εργατικό κίνημα. Ο αταξικός, εντέλει, λαϊκομετωπισμός του Μεσοπολέμου ακύρωσε τη δυναμική της εργατικής επαναστατικής απάντησης στο όνομα του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου με την αστική τάξη. Πολύ περισσότερο όμως, στις σημερινές συνθήκες, η απλοϊκή αναγόρευση του Τραμπ ως εκπροσώπου του «σύγχρονου φασισμού», χωρίς παράλληλα κατανόηση των συνολικών τάσεων στο καπιταλιστικό σύστημα, έχει ως πολιτικό αποτέλεσμα όχι απλά την υποταγή σε μια πορεία, αλλά την προκαταβολική ένταξη των εν δυνάμει αντιστάσεων του εργατικού κινήματος στο πλαίσιο του αστισμού. Η αντιμετώπιση του Τραμπισμού με όρους που θέτει ο αστικός δικομματισμός στις ΗΠΑ (στην ουρά των Δημοκρατικών), με υποβάθμιση ανεξάρτητης πολιτικής εργατικής πάλης, εκχωρεί χώρο fake «αντισυστημικής» φυσιογνωμίας σε αυτόν, ενώ παράλληλα εξαγνίζει τους Δημοκρατικούς παρά την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική τους.
Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την μαχητική παρουσία αγωνιστών και κινημάτων (εκπαιδευτικών, μαύρων, γυναικών, νεολαίας κλπ) που αντιστάθηκαν στην πολιτική του Τραμπ. Ωστόσο, η πολιτική είναι αυτή που εν τέλει καθορίζει τα πράγματα με το βάρος της. Ο Τραμπ έπιασε κυριολεκτικά ταβάνι (αν υπάρχει τέτοιο), με τη ρατσιστική, ξενοφοβική, ομοφοβική και μισογύνικη γλώσσα, αλλά και πολιτική του και αυτό πυροδότησε πολύτιμα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης. Αν ωστόσο τα προβλήματα κατανοούνται με όρους «ταυτότητας» και «αξιών», με αγνόηση της ταξικής δομής που τα συνέχει και της όξυνσης του κοινωνικού ζητήματος για την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, τότε εύκολα «χωνεύονται» σε ένα δικαιωματισμό εξαιρέσεων, πολιτικά οριοθετημένο εντός του καπιταλιστικού πλαισίου και του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η περιφρόνηση προς τη «λευκή» και «αμόρφωτη» εργατική τάξη ως προϊόν μιας ανάλυσης ότι γίνεται ρατσιστική επειδή «χάνει προνόμια», έχει αντίθετα πολιτικά αποτελέσματα από μια κατανόηση ότι τμήματά της απειλούνται από μια συνολική καθοδική πορεία που επιφέρει η κρίση προοπτικών του αμερικάνικου καπιταλισμού.
Ταξική υπευθυνότητα για να σωθεί το σύστημα
Υπάρχουν αρκετά ιστορικά προηγούμενα, όπου ο λαϊκός παράγοντας εισβάλει στο πολιτικό προσκήνιο και συμβαίνουν εξεγέρσεις και επαναστάσεις, ακριβώς στο «κενό» που αφήνουν ρωγμές του αστικού πολιτικού συστήματος. Όπου υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι για κοινωνικές καταχτήσεις ή και για πολιτική υποταγή σε ενδοαστικές αντιθέσεις, εκεί ακριβώς «κρύβονται» και δυνατότητες για την εργατική τάξη και το κίνημά της. Επομένως, είναι απολύτως απαραίτητη η εκτίμηση της διάταξης, των συμφερόντων και των τακτικών του συνόλου των τάξεων και των πολιτικών δυνάμεων.
Από αυτή την άποψη εντυπωσιάζει πραγματικά η υποδειγματική ταξική υπευθυνότητα για λογαριασμό των συνολικών αστικών συμφερόντων που επιδεικνύει η ηγεσία των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, όχι μόνο σε ότι αφορά την απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου, αλλά και συνολικά την αντιμετώπιση του Τραμπισμού.
Αντί, όπως θα περίμενε κάποιος, να «τζογάρουν» ενάντια στην ακραία, πραξικοπηματική δράση του Τραμπ για να κερδίσουν κομματικούς πόντους και να «κοντύνουν» τους Ρεπουμπλικάνους, προτίμησαν την «ηπιότητα». Ο μεν Μπάιντεν παρακάλεσε τον Τραμπ να μαζέψει ο ίδιος τους οπαδούς του, ενώ ο Ομπάμα, ένα βήμα παραπέρα, δήλωσε ότι η δικομματική συνεννόηση είναι θεμέλιο της δημοκρατίας στις ΗΠΑ. Υπάρχει οπωσδήποτε ο φόβος να σπάσει το δικομματικό στερέωμα που τους ωθεί σε μια τέτοια στάση. Μια πιθανή εξώθηση στα άκρα και σε διάσπαση των Ρεπουμπλικάνων, θα δημιουργούσε και προϋποθέσεις για αποκολλήσεις στα «αριστερά» των Δημοκρατικών. Είναι, ωστόσο, γενικότερα και η προσπάθειά τους να αποφύγουν την εισχώρηση μια λαϊκής δυναμικής που θα είχε ανεξέλεγκτη έκβαση. Σε αυτό το φόντο – και ενώ ο Τραμπ οργανώνει στο δρόμο αντιπολίτευση πενταετίας – η δρομολογούμενη «απομάκρυνσή» του με κοινοβουλευτικές διαδικασίες και όταν αυτός δεν θα είναι Πρόεδρος, αποκαλύπτει την γύμνια των Δημοκρατικών.