Παλαιολόγος Παλαιολόγος, Χατζηδημητρίου Χρυσάνθη, Ρίζου Ιωάννα / Μέλη Νομικής Ομάδας ΝΑΡ-νΚΑ
Μπορεί η πανδημία να έχει οδηγήσει σε μία κατάσταση κάμψης και αναστολής των κοινωνικών δραστηριοτήτων, δεν περιόρισε όμως καθόλου τον περιορισμό έως και την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως αυτών που συνδέονται με την υγεία, την εργασία, την παιδεία. Η επιτακτική ανάγκη για την αντιμετώπιση του ιού δεν ανέδειξε μόνο τα χρόνια προβλήματα στον τομέα της υγείας αλλά επίσης φανέρωσε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο το πώς το κεφάλαιο για να σώσει τα κέρδη του και να διατηρήσει την κυριαρχία του δεν επενδύει -ακόμα και την ύστατη στιγμή- σε βασικά κοινωνικά αγαθά.
Στην εργασία με την εδραίωση της τηλεργασίας καταργήθηκε η όποια έννοια του ωραρίου, κάτι που έρχεται να θεσμοθετηθεί και επίσημα με το αναμενόμενο εργασιακό νομοσχέδιο. Την ίδια στιγμή οι μισθοί-ψίχουλα δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών, ενώ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έχει μείνει άνεργο. Φυσικά, να μην ξεχάσουμε την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους των συντάξεων σε επιδόματα συντήρησης.
Στην παιδεία δε, με ένα σύστημα τηλεκπαίδευσης που απευθύνεται σε λίγους, εκπαιδευτικοί και μαθητές συμμετέχουν σε ένα πανελλαδικό πείραμα ακύρωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με πρωτοφανή τρόπο θίγεται η πρόσβαση στην παιδεία, ενώ το ΥΠΑΙΘ όχι μόνο σφυρίζει αδιάφορα αλλά με θράσος επιθυμεί να φέρει προς ψήφιση νομοσχέδια-εκτρώματα, που πλήττουν στον πυρήνα της τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, αποκλείοντας τα ταξικά στρώματα και τρομοκρατώντας όποιον διαφωνεί, φέρνοντας την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Στο περιβάλλον αυτό έρχεται να προστεθεί και το σύστημα υφαρπαγής της λαϊκής περιουσίας από τις τράπεζες με την ψήφιση του νέου πτωχευτικού κώδικα εν μέσω πανδημίας, καθιστώντας «πτωχό» ακόμα και ένα φυσικό πρόσωπο.
Οι κοινωνικές ανάγκες είναι η πηγή των δημοκρατικών διαδικασιών και οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων
Οι θιασώτες αυτής της πολιτικής όχι μόνο βρίσκονται σε απόσταση αλλά εχθρεύονται, ακυρώνουν, χλευάζουν και οργίζονται με την κοινωνική ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση. Όμως, το δημοκρατικό πνεύμα και οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι σφιχταγκαλιασμένοι με την κοινωνική ανάγκη και την κοινωνική διεκδίκηση. Οι κοινωνικές ανάγκες είναι η πηγή των δημοκρατικών διαδικασιών και οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων. Σήμερα που αποθεώνεται η «ατομική ευθύνη», αποδεικνύεται ότι μοναδική λύση αποτελεί η οργάνωση σε κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις, οι οποίες είναι μήτρες σοβαρών, άμεσων και καθοριστικών λύσεων κόντρα στο σύστημα εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Τέτοιες κοινωνικές ομάδες είναι τα εργατικά και αγροτικά σωματεία, οι ενώσεις ανέργων και νέων που διεκδικούν αξιοπρεπή δουλειά, οι πολύμορφες συλλογικότητες γειτονιάς, μεταναστών, λοάτκι ατόμων.
Αυτή ακριβώς η ακηδεμόνευτη οργάνωση και η αντιπολίτευση των «από τα κάτω» είναι ο στόχος κυβερνήσεων, ακροδεξιάς και κυρίαρχων ΜΜΕ, ακριβώς γιατί προασπίζουν το δικαίωμα σε παιδεία και εργασία με αξιοπρέπεια για όλους.
Στο πλαίσιο αυτό, για τις αιτίες αυτές ψηφίστηκε, μεσούσης της πανδημίας, ο νόμος 4703/2020 «Για τον περιορισμό των διαδηλώσεων». Η πηγή αυτού του νομοθετήματος είναι το χουντικής έμπνευσης ν.δ. 794/71. Οι βασικές αρχές και ορισμοί της δημόσιας ασφάλειας, της διασάλευσης της κοινωνικοοικονομικής ζωής, της υποχρέωσης αναγγελίας, της αστυνομικής απαγόρευσης και διάλυσης εμπνέονται από το χουντικό νομοθέτημα. Πολλώ δε μάλλον, αν ειδωθούν σε συνδυασμό με ανάλογα ευρωπαϊκά νομοθετήματα, αποδεικνύουν το σύγχρονο βάρβαρο πρόσωπο του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, του καπιταλισμού σε κρίση που, προκειμένου να την ξεπεράσει, αμφισβητεί ακόμα και αστικά δημοκρατικά στοιχειώδη δικαιώματα.
Μάλιστα αποτυχημένα επιχειρείται να ελεγχθεί και η αυθόρμητη συνάθροιση, γεγονός, που ούτε η χούντα νομοθετικά έχει επιχειρήσει να θεσπίσει και βεβαιώνει τα παραπάνω.
Με το νομοθέτημα αυτό η πολιτεία προσπαθεί να καταργήσει την κύρια έκφραση κοινωνικής εκδήλωσης που είναι η διαδήλωση
Με το νομοθέτημα αυτό η πολιτεία προσπαθεί να καταργήσει την κύρια έκφραση κοινωνικής εκδήλωσης που είναι η διαδήλωση. Θεσπίζει την υποχρέωση αναγγελίας της διαδήλωσης στις αστυνομικές αρχές, τον ορισμό φυσικού προσώπου ως οργανωτή, την υποχρέωση αυτού να βρίσκεται σε συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και την υποχρέωση του να ορίζει «επαρκή αριθμό ατόμων περιφρούρησης », την απαγόρευση της πορείας για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής, τον βίαιο τρόπο διάλυσης της πορείας με κάθε μέσο. Τέλος, προβλέπει την υποχρέωση των αστυνομικών να ζητήσουν και να λάβουν τη γνώμη Δημάρχων και ή Υπεύθυνων Προέδρων ή Διευθυνόντων Συμβούλων, δημοσίων φορέων διαχείρισης.
Προβλέπεται η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Πρωτοδικών για την απαγόρευση και η ενημέρωση του εισαγγελέα Πρωτοδικών για τη διάλυση των συναθροίσεων.
Με τις ρυθμίσεις αυτές η κυβέρνηση θέλησε να αναβιώσει τους σκελετούς του χουντικού καθεστώτος όχι μόνο για να σταματήσει τις συναθροίσεις αλλά για να ελέγξει, να περιορίσει, να τρομοκρατήσει και έτσι να ακυρώσει το γνήσιο αίσθημα, την ανάγκη των ανθρώπων να βρίσκονται, να οργανώνονται και να διεκδικούν. Οι εκδηλώσεις και οι διαδηλώσεις γενικά των σωματείων είναι από τις κύριες μορφές έκφρασης των συμφερόντων «των από τα κάτω» και επιβολής των αναγκών τους. Χτυπώντας τη μορφή επικοινωνίας, ενότητας και διεκδίκησης, επιχειρεί να χτυπήσει και το φρόνημα των διαδηλωτών και τον αγώνα των σωματείων. Γιατί μέσα στις διαδηλώσεις βρίσκεται και αναπνέει η ιδέα και ο σκοπός του αγώνα, η φυσική ανάγκη του ανθρώπου να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή.
Με το νόμο αυτό προβλέπεται η υποχρέωση ενημέρωσης και αναγγελίας της διαδήλωσης. Ωστόσο με ρητή αναφορά στην εισηγητική έκθεση κρίνεται ότι «….. μη γνωστοποιηθείσα συνάθροιση δεν καθίσταται εξ αυτού και μόνον του λόγου παράνομη». Ότι η μη γνωστοποίηση δεν συνεπάγεται την απαγόρευση της πορείας συνάγεται και από το άρθρο 7 του ίδιου νόμου που δεν προβλέπεται στους λόγους απαγόρευσης. Ωστόσο, σε αντίφαση με τα ανωτέρω στο άρθρο προβλέπεται η διάλυση της πορείας που δεν έχει γνωστοποιηθεί με εξαίρεση αν αυτή έχει αυθόρμητο χαρακτήρα. Καλείται δηλαδή η αστυνομική διεύθυνση να κρίνει επί του αιτήματος και της αιτίας μιας συγκέντρωσης αν αυτή είναι έκτακτη και αυθόρμητη ή όχι λες και υπάρχει κοινωνική εκδήλωση που δεν έχει μέσα του έναν άμεσο και εξαιρετικό χαρακτήρα.
Ο αντιδημοκρατικός αυτός νόμος εισάγει το θεσμό του αστυνομικού διαμεσολαβητή δηλαδή του οργάνου που κατ’ επίφαση της νομιμότητας θα εξασφαλίζει την επικοινωνία μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, ως φορέα επιβολής της κρατικής βούλησης. Ο αστυνομικός διευθυντής εντέλλεται να την εφαρμόσει και ούτε καν να «συνδιαλέγεται» με τους διαδηλωτές. Με παράνομες προφορικές εντολές ενεργεί και θα ενεργεί ανέλεγκτα επιβλέποντας και κατευθύνοντας με τον επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων τις πράξεις βίας για τη διάλυση των πορειών και τις συλλήψεις των διαδηλωτών.
Από ένα τέτοιο νομοθέτημα δεν θα έλειπε και η ανάγκη για ορισμό του οργανωτή της συνάθροισης με κύριο σκοπό, τη δυνατότητα ποινικής δίωξης και οικονομικού καταλογισμού. Με τη ρύθμιση αυτή επιχειρείται να καταργηθεί η νομιμότητα οποιασδήποτε διαδήλωσης, δηλαδή να καταλυθεί το άρθρο 11 του Σ με την ευθεία απειλή κατά των αγωνιστών που πρωτοστατούν στους κοινωνικούς αγώνες.
Προβλέπεται και εξασφαλίζεται η χρήση της ανεξέλεγκτης βίας για τη διάλυση μιας πορείας. Πίσω από τις φράσεις «… αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί προς τούτο, κάθε νόμιμο, πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο με τις περιστάσεις μέτρο.…..» κρύβεται η νομιμοποίηση των πράξεων βίας. Μάλιστα, ενώ υπάρχει πρόβλεψη για ποινικές και αστικές ευθύνες σε περίπτωση επεισοδίων, δεν υπάρχει, και πολλώ δε μάλλον σε νομοθέτημα με το οποίο περιορίζεται συνταγματικό δικαίωμα, καμία πρόβλεψη για την ευθύνη οργάνων του κράτους που λειτουργούν σε καθεστώς βίας κατά πολιτών.
Στο νόμο αυτό περιλαμβάνεται η μεγαλύτερη ομολογία για ευτελισμό των θεσμών όπως των Δημάρχων των δικαστηρίων, των δικαστικών κα εισαγγελικών αρχών. Σε ρόλο κομπάρσου καλούνται να νομιμοποιούν την απόφαση αστυνομικής απαγόρευσης χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης. Είναι χαρακτηριστική η ρύθμιση του άρθρου 10 που προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο Δήμαρχος δεν εκφέρει άποψη για την απαγόρευση της πορείας τότε η άρνηση του συνιστά συναίνεση. Σε νόμο εξαιρετικού χαρακτήρα, όπου όλες οι διοικητικές πράξεις και ειδικά αυτές που απαγορεύουν τη συγκέντρωση πρέπει να είναι αιτιολογημένες, προβλέπεται η σιωπή όχι ως απόρριψη της απαγόρευσης αλλά, παρανόμως, ως συναίνεση.
Στην ολομέτωπη αυτή επίθεση, παρά τις σαρωτικές αντιδραστικές αλλαγές, η ανατροπή δεν είναι ανέφικτη
Τέλος, ο νομοθέτης δεν παραλείπει να επαναλάβει τον αόριστο όρο της «διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής της χώρας» ως προϋπόθεση για την απαγόρευση μιας συγκέντρωσης. Οι κοινωνικές συναθροίσεις και διαμαρτυρίες έχουν αιτία τα κοινωνικά προβλήματα, για αυτό δεν χωρεί καμία στάθμιση του κοινωνικού προβλήματος που είναι ο ορισμός της κοινωνικο-οικονομικής ζωής της χώρας και των συνεπειών του που είναι η κοινωνική διαμαρτυρία. Αυτό που διαχρονικά κρύβει ο νομοθέτης είναι ότι η κοινωνικοοικονομική ζωή των εργατών, των φοιτητών, των αγροτών, των συνταξιούχων, των μεταναστών δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας και των δημιουργών του κοινωνικού πλούτου δεν μπορεί να στρέφεται και να αμφισβητεί την κοινωνικοοικονομική ζωή των κλινικαρχών, των ιδιοκτητών σχολείων, των ιδιοκτητών των φορέων ενέργειας και των μεταφορικών μέσων.
Η προσπάθεια περιορισμού και κατάργησης του δικαιώματος της συνάθροισης έχει την ίδια βάση με την προσπάθεια για έλεγχο των σωματείων, τον περιορισμό των συλλογικών διαδικασιών, με την κατάργηση της συλλογικής διαπραγματευτικής ικανότητας, την υπογραφή ΣΣΕ και του δικαιώματος στην απεργία. Στην ολομέτωπη αυτή επίθεση, παρά τις σαρωτικές αντιδραστικές αλλαγές, η ανατροπή δεν είναι ανέφικτη.
Η ενότητα και η οργάνωση στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική υπόθεση της χειραφέτησης κερδίζει συνεχώς έδαφος. Αυτός ο αγώνας δεν σταματά, ενώ αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου που «δε βολεύεται παρά μόνο στο δίκιο»…
Ραντεβού στους δρόμους λοιπόν..