Χρήστος Μιάμης / υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, εργαζόμενος στην ιδιωτική εκπαίδευση
Η αναγκαιότητα της ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής και το κομμουνιστικό κόμμα
Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού οι επιμέρους και οι καθολικού χαρακτήρα διαρρήξεις στην επικράτεια της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της πολιτικής λήθης, συνιστούν όρο μιας απροσδόκητης και ωστόσο προκλητικής εκβολής της εργατικής πολιτικής στο προσκήνιο της ιστορίας. Μιας εκβολής, που κυοφορείται στις πιο μικρές στιγμές της καθημερινής πάλης και της καθημερινής ζωής, συσσωματώνεται στις λέξεις, στην πράξη και στην κίνηση των ανθρώπων που αγωνίζονται, αναδύεται, ως το πραγματικό αντίρροπο δέος απέναντι στο κίβδηλο αφήγημα της ολοκληρωτικής όπως και τελεολογικής επικράτησης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Ο αγριανθρωπισμός και η χαοτική χωρική και χρονική γεωγραφία που παράγει ο καπιταλισμός δεν συνιστά μια ανοίκεια ή μια απρόσμενη εκφορά του, έστω και αν στους θιασώτες της κάθε μορφής ρεφορμισμού και μεταβατικών φληναφημάτων, φαντάζει ως μια απροσδόκητη στιγμή ως μια πρόσκαιρη καμπή, που σύντομα θα υπερκεραστεί. Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η βαρβαρότητα είναι σκοπός και μέσο, οντολογία και μορφολογία, τακτική επιλογή και στρατηγικό γνώρισμα ενός συστήματος που εδραιώνεται όχι πλέον μόνο, υπεξαιρώντας την υπακοή μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών πειθάρχησης και ελέγχου, αλλά επιβάλλοντας την υποταγή μέσω της απροκάλυπτης άσκησης φυσικής βίας, που απορρέει διττά από το σώμα της κυριαρχίας, ως δύναμη και ως επιβεβαίωση απόγνωσης, για τα πεπερασμένα ιστορικά όρια αυτής της επιβολής.
Η έξαρση της κρατικής καταστολής από την Γουατεμάλα μέχρι το Παρίσι και την Αθήνα δεν συνιστά την έκφραση μιας συγκυριακής τυχαιότητας, ούτε αποτελεί το απότοκο μια εξαιρετικής κατάστασης που θα την διαδεχθεί μια παρατεταμένη περίοδος νηνεμίας και ταξικής θαλπωρής. Το γραμμικό συνεχές της καπιταλιστικής αλληλουχίας έχει προ καιρού αναιρεθεί, από την ίδια την κίνηση της πραγματικότητας αλλά και από την υποβόσκουσα δυναμική της ταξικής πάλης που συνεχίζει να συντελείται στο μαλακό υπογάστριο της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Είναι εξάλλου η δυνητικότητα της ταξικής σύγκρουσης που επιτάσσει στο καθεστώς, προληπτικά και κανονιστικά να εξοπλιστεί, στρατιωτικοποιώντας την πολιτική στα πλαίσια ενός πολεμικού καπιταλισμού που έχει στρέψει το βλέμμα του στον εσωτερικό εχθρό, ποινικοποιώντας κάθε μορφή πολιτικής δράσης που εκφεύγει των ορίων του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Η αναγκαιότητα της ανεξάρτητης πολιτικής, κοινωνικής αλλά και ιδεολογικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης αναφύεται γυμνή και επιτακτική, θέτοντας παράλληλα το ζήτημα μιας πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης σε επίπεδο επαναστατικού κόμματος, που θα υποτάσσεται σε μια διττή πρόκληση: Να συνιστά αφενός σημείο αναφοράς για την εργατική τάξη και το λαό, διαθέτοντας διαυγή κομμουνιστική ταυτότητα, αναπτύσσοντας στο ενεργό παρόν ένα ολιστικό παράδειγμα εργατικής δημοκρατίας και εργατικού πολιτισμού, οικοδομώντας αφετέρου, μια εξαιρετικά συμπαγή πολιτική, οργανωτική και ιδεολογική συγκρότηση πλήρως εχθρική προς κάθε μορφή αστικής πολιτικής ή αριστερού ρεφορμισμού, θέτοντας στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης μορφές διεκδίκησης που θα υπερβαίνουν προωθητικά, με κριτήριο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, τα κανονιστικά πλαίσια της καθεστηκυίας πραγματικότητας.
Δεν αρκεί πλέον μια άνευρη και εν πολλοίς εργαλειακή αποτίμηση του επαναστατικού κόμματος σε μορφολογική ρήξη με το μεθοδολογικό εργαλείο των ομόκεντρων κύκλων όπου το κόμμα παράγει θεωρία, το μέτωπο διεξάγει πολιτική κοινωνικών ή εκλογικών συμμαχιών και το κίνημα αυτοεκπληρώνεται, διαμέσου της οικονομικής πάλης. Μια τέτοια ρήξη είχε νόημα κατά τα «πέτρινα χρόνια» της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου η αναγκαιότητα μιας αφετηριακής αφήγησης διάφορης προς το ορθόδοξο πλαίσιο άσκησης εργατικής πολιτικής, ήταν πρόδηλα, αδήριτη. Πλέον, οι συνθήκες όπως και οι απαιτήσεις της ίδιας της καπιταλιστικής πραγματικότητας όπως αυτή πραγματώνεται ως πολλαπλή και πολύμορφη αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, επισημαίνουν το κομμουνιστικό κόμμα, το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και κίνημα ως οργανικές πλευρές μιας ενότητας αντιθέτων στα πλαίσια της οποίας η ταξική πάλη διεξάγεται με τρόπο ακανόνιστο και οξύ, φέροντας στο προσκήνιο με τον πιο ωμό τρόπο την αντίθεση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων. Υπό αυτή την οπτική, η άρνηση της άρνησης του ανέφικτου, διαμεσολαβείται από την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος που στηριζόμενο στις επαναστατικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος, θα πορεύεται με πλέρια και ανεμπόδιστη εργατική δημοκρατία στο εσωτερικό του, όντας εργαστήρι θεωρίας πολιτικής και πολιτισμού, οικοδομώντας παράλληλα ένα ανελαστικό πολιτικό και οργανωτικό μηχανισμό ικανό να αντιπαρατεθεί με την αστική τάξη και τους πραιτοριανούς της και να προστατεύσει την εργατική τάξη και τον λαό. Ένα κομμουνιστικό κόμμα κομμάτι της ζωής των καταπιεζόμενων, ενεργό συμπαραστάτη των απόκληρων, διαρκή κίνδυνο για το κεφάλαιο και το κράτος του, ζωντανό παράδειγμα μιας κοινωνίας απελευθερωμένης από τα καπιταλιστικά δεσμά.
Ένα κομμουνιστικό κόμμα κομμάτι της ζωής των καταπιεζόμενων, ενεργό συμπαραστάτη των απόκληρων, διαρκή κίνδυνο για το κεφάλαιο και το κράτος του, ζωντανό παράδειγμα μιας κοινωνίας απελευθερωμένης από τα καπιταλιστικά δεσμά
Ένα κόμμα συνειδητών επαναστατών, ένα κόμμα μαχητών, που θα επιλέξει να τραβήξει το νήμα της ιστορίας μέχρι τα απώτατα όρια του, σπάζοντας εν τοις πράγμασοι τις σφραγίδες ενός κοινωνικού συμβολαίου που πλέον δεν υφίσταται. Αρνούμενο τα μέσα, τα εργαλεία και τα όρια που κληροδότησε στο εργατικό κίνημα η πολιτικά καταστροφική περίοδος της ειρηνικής συνύπαρξης, προτάσσοντας την επαναστατική προοπτική όχι ως ανιαρό κομματικό ντοκουμέντο, αλλά ως πολιτική πρακτική ταξικής αντεπίθεσης και ανυπακοής. Αυτό είναι ο μόνος δρόμος για την οριστική διάρρηξη με κάθε μορφή και εκδοχή συναίνεσης, αυτή είναι η μόνη επιλογή αν στόχος είναι να σφυρηλατηθεί από, και με, τα σώματα των αποσυνάγωγων ένα πραγματικά μαζικό, μαχητικό, αδιάλλακτα επαναστατικό, κομμουνιστικό κόμμα.
Η εργατική κοινωνική πλειοψηφία, βρίσκεται μπροστά σε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με νωπά ακόμη τα ίχνη των μαρτυρικών προγόνων της. Η απαγκίστρωση από τα μέσα, τις μεθόδους, τις λέξεις και τις τρύπιες σημαίες, που σηματοδότησαν την υποστολή της εργατικής πολιτικής ως επίκληση στην εφικτή ορθολογικότητα ενός ρεαλισμού που αποδείχθηκε περισσότερο ανέφικτος ακόμη και από πιο ατίθασο επαναστατικό όραμα, συνιστά αμετάκλητη προϋπόθεση. Σε αυτή την πορεία, η κομμουνιστική υπόθεση επανέρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας διαμέσου της αποκαθήλωσης κάθε έωλης προσδοκίας και κάθε ανερμάτιστης αυταπάτης, ότι ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός κάθε μορφής αριστερής διακυβέρνησης, συνιστά την απάντηση στις ανάγκες, στα συμφέροντα και στα δικαιώματα της εργατικής τάξης.
Τώρα περισσότερο από ποτέ, ο επαναστατικός λόγος και η επαναστατική πράξη, οφείλουν να αποκτήσουν την εμμένεια του πραγματικού, διαστέλλοντας τον ιστορικό ορίζοντα του κόσμου της εργασίας πέραν, του αφόρητα εφικτού.
Το άρθρο εντάσσεται στο Διάλογο για το Κείμενο Αρχών και Γενικών Κατευθύνσεων, που έχει ξεκινήσει η Πρωτοβουλία Διαλόγου για το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. Το Πριν, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, θα συμβάλλει στο διάλογο, φιλοξενώντας σχετικά κείμενα.