Γιώργος Μιχαηλίδης
«Δεν μπορεί να είσαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτόχρονα να τιμάς έναν απ’ τους πιο σκοτεινούς δικτάτορες, τον Τίτο. Αν συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο γεγονός ότι αυτή η χώρα θα συνεχίσει όπως την οραματίστηκαν ο Στάλιν και ο Τίτο, τότε ας δουλέψουμε για τη Μόσχα».
Η δήλωση αυτή ανήκει στην Υπουργό Εξωτερικών της Βουλγαρίας, Εκατερίνα Ζαχάριεβα και έγινε με αφορμή τα εγκαίνια στα Σκόπια, στα μέσα Νοέμβρη, μίας έκθεσης προερχόμενης από το Μουσείο του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο στο Βελιγράδι. Χρησιμοποιώντας δυο-τρεις δόσεις παραδοσιακού αντικομμουνισμού και μία γαρνιτούρα σύγχρονης ρωσοφοβίας, η Βουλγάρα Υπ.Εξ. επιχείρησε να δικαιολογήσει το μπλοκάρισμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας από την κυβέρνησή της. Το γεγονός πέρασε σχετικά απαρατήρητο στην Ελλάδα καθότι συνέπεσε με την αντιπαράθεση γύρω από τον εορτασμό της 17ης Νοεμβρίου ωστόσο, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, ένας νέος γύρος του «μακεδονικού» εξελίσσεται μεταξύ των δύο γειτονικών μας κρατών.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Βουλγαρία επιχειρεί, κατά το ελληνικό πρότυπο, να αποσπάσει όσες περισσότερες παραχωρήσεις είναι δυνατόν πριν δώσει το «πράσινο φως» για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. Αυτές τις ημέρες μία σειρά ζητήματα ιστορικού, γλωσσικού και πολιτιστικού χαρακτήρα τίθενται από Βούλγαρους αξιωματούχους που απαιτούν την άμεση συμμόρφωση των γειτόνων τους στους οποίους καταλογίζουν ότι δεν τηρούν τον οδικό χάρτη του διμερούς Συμφώνου Φιλίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 2017. Η βουλγαρική πλευρά αξιώνει να μη χρησιμοποιείται ο όρος «μακεδονική γλώσσα» στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ αλλά αντ’ αυτού ο περιφραστικός όρος «η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Πίσω απ’ αυτή την αξίωση βρίσκεται η βουλγαρική θέση ότι, αν και τροποποιημένη μετά την ίδρυση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, η μακεδονική γλώσσα αποτελεί ιστορικά διάλεκτο της βουλγαρικής. Τον προηγούμενο μήνα, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας επεσήμανε πως αν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό ως όρος για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις τότε θα αποτελέσει κακό προηγούμενο το οποίο μπορεί να επαναληφθεί στο μέλλον μεταξύ άλλων κρατών με συγγενικές γλώσσες όπως της Κροατίας και της Σερβίας ή της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Η Βουλγαρία περαιτέρω επιμένει, πριν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε., να οριστικοποιηθεί ο «οδικός χάρτης» για την εφαρμογή της διμερούς Συμφωνίας Φιλίας του 2017 που προβλέπει την επίλυση μίας σειράς ιστορικών και πολιτιστικών ζητημάτων αλλά και να συμπεριληφθεί, κατά τα πρότυπα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ένα νέο άρθρο στο οποίο να δηλώνεται ρητά ότι δεν θα υπάρξουν αιτιάσεις για την ύπαρξη μακεδονικής εθνικής μειονότητας στη Βουλγαρία αν και κατά την τελευταία απογραφή του βουλγαρικού κράτους, μόλις 1.600 πολίτες της καταγράφηκαν ως Μακεδόνες.
Το βουλγαρικό μίνι-βέτο τράνταξε την πολιτική σκηνή της Βόρειας Μακεδονίας προκαλώντας αντιδράσεις που κινούνταν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Από τη μία πλευρά, μία εβδομάδα μετά το «βουλγαρικό μπλόκο», ο Ζόραν Ζάεφ, σε συνέντευξή του στο βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων BGNES έσπευσε να δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι η Βουλγαρία αποτελούσε ανέκαθεν τον κοντινότερο φίλο της χώρας του, ενώ τα άλυτα ιστορικά ζητήματα, όπως η εθνική ταυτότητα του επαναστάτη της εξέγερσης του Ίλιντεν, Γκότσε Ντέλτσεφ, του βασιλιά Σαμουήλ του μεσαίωνα ή του Κύριλλου και Μεθοδίου θα πρέπει να λυθούν με τρόπο που να προάγουν τη φιλία και την αίσθηση μίας «κοινής ιστορίας». Επιπλέον υπογράμμισε πως έχουν ήδη αφαιρεθεί πάνω από είκοσι ιστορικές επιγραφές σχετιζόμενες με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που αναφέρονταν στον «Βούλγαρο φασίστα κατακτητή» ενώ αναφέρθηκε στη βουλγαρική κατοχή της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, 1941-44, ως «βουλγαρική διοίκηση». Τέλος, ο Ζάεφ πρόσφερε στο βουλγαρικό κράτος συγκυριαρχία, μαζί με την Ελλάδα, στον εναέριο χώρο της χώρας του σημειώνοντας πως το πράττει παρά την πίεση που ασκείται από την Ιταλία και την Τουρκία. Φυσικά έσπευσε να επιρρίψει ευθύνες στο σοσιαλιστικό γιουγκοσλαβικό παρελθόν για τα προβλήματα στις διμερείς μακεδονο-βουλγαρικές σχέσεις ευθυγραμμιζόμενος εμμέσως με τις δηλώσεις της Ζαχάριεβα. Η συνέντευξη του Ζάεφ, μία μόλις εβδομάδα μετά το βουλγαρικό βέτο, προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στη χώρα του. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιστορικοί, μέλη της διμερούς επιτροπής διευκρίνισης ιστορικών και πολιτιστικών θεμάτων με τη Βουλγαρία αλλά και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης μίλησαν για νέα ταπείνωση μετά την αλλαγή της επίσημης ονομασίας και του Συντάγματος της χώρας που επέβαλλε η ελληνική πλευρά με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Στο ζήτημα παρενέβη και ο πρόεδρος της σερβικής βουλής, Ίβιτσα Ντίτσιτς, ο οποίος χαρακτήρισε τον Ζάεφ αγράμματο προχωρώντας σε μερικά σύντομα μαθήματα ιστορίας για τη σημασία του αντιφασιστικού αγώνα του Β’ Π.Π. και της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας για το μακεδονικό κράτος καθώς και για τη φύση της βουλγαρικής κατοχής επί γιουγκοσλαβικών εδαφών την περίοδο 1941-44. Ως ειρωνεία, το αντιπολιτευόμενο δεξιό και εθνικιστικό ΒΜΡΟ οργάνωσε στα Σκόπια διαδήλωση υποστήριξης του αντιφασιστικού αγώνα του Β’ Π.Π. ενάντια στην παραχάραξη της ιστορίας ενώ αξιωματούχοι του ΒΜΡΟ δήλωναν ότι θα τρίζουν τα κόκαλα των παρτιζάνων από την αναφορά του Ζάεφ σε «βουλγαρική διοίκηση». Στην άλλη πλευρά των συνόρων, ο, Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ, πρόεδρος του βουλγαρικού εθνικιστικού ΒΜΡΟ (και τα δύο κόμματα ερίζουν για το ποιο είναι συνεχιστής της παράδοσης της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΒΜΡΟ) των αρχών του 20ου αιώνα) και Υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση συνεργασίας του Μπόικο Μπορίσοφ απέκλεισε το ενδεχόμενο οποιουδήποτε συμβιβασμού σε ζητήματα που αφορούν την ιστορία και την ταυτότητα του βουλγαρικού έθνους. Μάλιστα, επειδή ο αντικομμουνισμός είναι φάρμακο για πάσα νόσο σε κάθε πρώην σοσιαλιστική χώρα, χαρακτήρισε όποιον το τολμήσει, προδότη, που η φωτογραφία του θα πρέπει να τοποθετηθεί δίπλα σε αυτή του Γκεόργκι Δημητρόφ, ο οποίος είχε αναγνωρίσει την ύπαρξη μακεδονικού έθνους και γλώσσας σύμφωνα με την απόφαση της κομμουνιστικής διεθνούς.
Είναι προφανές ότι από ένα σημείο και πέρα, η επίκληση των ιστορικών ζητημάτων δεν είναι παρά η αφορμή για εσωτερικά παιχνίδια και στις δύο χώρες. Η δεξιού και ακροδεξιού χαρακτήρα κυβέρνηση συνεργασίας στη Βουλγαρία εισπράττει την έντονη αποδοκιμασία το τελευταίο διάστημα με διαδηλώσεις εναντίον της. Ταυτόχρονα, σε αναλογία με την ελληνική εμπειρία, οι αρχικά καλές της επιδόσεις στο θέμα της πανδημίας έχουν πλήρως αντιστραφεί με τη Βουλγαρία να μετρά πλέον τριψήφιο αριθμό θυμάτων ανά ημέρα. Αντίστοιχα και ακόμα πιο άσχημη είναι η εικόνα της πανδημίας στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία, η οποία έχει μία από τις μεγαλύτερες αναλογίες νεκρών ανά κάτοικο παγκοσμίως. Στην ήδη ασθμαίνουσα οικονομία της χώρας, η προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε. αποτελεί το μόνο εικονικό φάρμακο για να καθησυχαστεί η κοινή γνώμη αλλά και το βασικό στοιχείο που συγκροτεί την αλβανο-μακεδονική κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Ζάεφ. Στον αντίποδα, το επί χρόνια κυβερνών κόμμα αλλά τώρα αντιπολιτευόμενο ΒΜΡΟ μπορεί να εμφανίζεται υπέρμαχος της αντιφασιστικής παράδοσης της χώρας εντάσσοντάς την σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα που περιλαμβάνει τον ήλιο της Βεργίνας, τον Γκότσε Ντέλτσεφ και το «μακεδονικό ΕΑΜ» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο παρασκήνιο είναι βέβαιο πως τόσο η Ολλανδία και η Γαλλία, όσο και η Ελλάδα ενθαρρύνουν διακριτικά τα «γυμνάσια» που κάνει η Βουλγαρία στο υπό ένταξη μέλος, η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Θα ήθελε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στη δεδομένη χρονική συγκυρία, να αναγκαστεί να φέρει στη βουλή προς κύρωση τα κεφάλαια της Συμφωνίας των Πρεσπών που εκπληρώνονται ένα-ένα; Για άλλη μία φορά γίνεται ξεκάθαρο πως οι κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας της περιοχής ποντάρουν στον εθνικισμό, εργαλειοποιούν την ιστορία και αποπροσανατολίζουν τους λαούς τους από τα σημαντικά εσωτερικά κοινωνικά ζητήματα κρύβοντας τα πραγματικά διακυβεύματα γεωπολιτικής και οικονομικής φύσης κάτω από το μανδύα των «εθνικών δικαίων».