Χρίστος Κρανάκης
▸ Εκτίναξη των στρατιωτικών δαπανών εν μέσω πανδημίας
Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζεται η κούρσα των εξοπλιστικών προγραμμάτων από το ελληνικό κράτος. Το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2021 δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Ενώ διατηρούνται τα ήδη υπέρογκα ποσά που η Ελλάδα ξοδεύει ετησίως σε αμυντικές δαπάνες (πάνω από 2% του ΑΕΠ), κατατάσσοντάς την στην 3η θέση στη σχετική λίστα των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, αυξάνονται φέτος κατακόρυφα οι δαπάνες σε εξοπλιστικά προγράμματα (από 500 εκ. ευρώ σε 2,5 δισ.).
Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε το δρόμο για την αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, με το πρόγραμμα αναβάθμισης 85 F-16 (κόστος 1,1 δισ.) στο πλαίσιο του «Στρατηγικού Διαλόγου» με τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να τις «απογειώσει», ελπίζοντας πως η Ελλάδα θα αναδειχτεί σε έναν ακόμα πιο «έμπιστο και ετοιμοπόλεμο» εγγυητή των ευρωατλαντικών συμφερόντων σε Αιγαίο και ΝΑ Μεσόγειο.
Σημαντικό πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε η συμφωνία για την αγορά 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale (κόστος 1 δισ. ευρώ), που ακολούθησε την αυγουστιάτικη σύναψη αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, κίνηση που εντάσσεται στην προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα σε κρίσιμους εναέριους τομείς έναντι της Τουρκίας και φυσικά να κρατήσει θερμές τις σχέσεις της με τη «σύμμαχο» Γαλλία.
Το εξοπλιστικό σπριντ όμως συνεχίζεται και προς την κατεύθυνση της Ουάσιγκτον, της οποίας η Αθήνα πλασάρεται ως «πιστή σύμμαχος». Η Ελλάδα επιχειρεί μια διπλή νίκη –ουσίας και εντυπώσεων– έναντι της γείτονος, μέσω της αγοράς μιας μοίρας αμερικανικών F-35, μέρος της οποίας αρχικά προοριζόταν για την Τουρκία. Φυσικά, το εάν οι ΗΠΑ θα συμφωνήσουν να εξοπλίσουν με τόσο «προνομιακούς» όρους την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, ρισκάροντας μια περαιτέρω μετατόπιση της δεύτερης προς τη Ρωσία, μένει να φανεί.
Πλάι στην ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας, το ελληνικό κράτος επιδιώκει την ανάλογη ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού. Παρότι αρχικά διαφαινόταν πως το Π.Ν. θα ενισχυθεί από τη γαλλική βιομηχανία όπλων, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν πως η Αθήνα «έσπασε» τις διαπραγματεύσεις με το Παρίσι και επικεντρώνεται για ακόμα μία φορά στην αμερικανική αγορά. Μέσω της ναυπήγησης φρεγατών της Lockheed Martin η Ελλάδα δεν επιδιώκει ενίσχυση αποκλειστικά για τη «μάχη» του Αιγαίου, αλλά και αναβάθμιση συνολικά της παρουσίας και του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ώστε να προσφέρει αναβαθμισμένες στρατιωτικές υπηρεσίες στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στην περιοχή, αλλά και να υποστηρίξει τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ελληνικού κεφαλαίου στην ΑΟΖ.
Σημαντικό πολιτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως στο επικίνδυνο επιχειρηματικό και γεωστρατηγικό μπρα ντε φερ που λαμβάνει χώρα στο παρασκήνιο των εξοπλιστικών προγραμμάτων, το ελληνικό αστικό κράτος ανά περιπτώσεις υιοθετεί ενεργό ρόλο, προφανώς ανάλογο της δυναμικής του. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό χαρτί την επιθυμία της να δαπανήσει δισεκατομμύρια σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και οι διάφοροι «προμηθευτές» προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της. Στόχος, στον οποίο φαίνεται να καταλήγει το ελληνικό κράτος, είναι να μείνουν ευχαριστημένες οι δύο κύριες «συμμαχικές» δυνάμεις, ΗΠΑ και Γαλλία.