Γιώργος Παυλόπουλος
Όπως είχαν κάνει οι τρεις τελευταίοι προκάτοχοί του, ο Τραμπ εξελέγη το 2016 ποντάροντας στο τρίπτυχο «αλλαγή, οικονομία, υγεία», απευθυνόμενος σε διαφορετικό ακροατήριο από εκείνο του Ομπάμα αλλά εκμεταλλευόμενος την αποτυχία του. Σήμερα, δύσκολα πείθει ότι μπορεί να προσφέρει οτιδήποτε και στα τρία από αυτά — αντιθέτως, μοιάζει σοβαρά εκτεθειμένος.
Τα δεδομένα, οι εκτιμήσεις και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Τζο Μπάιντεν ως τον πιθανότερο νικητή των επικείμενων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, οι οποίες τυπικά θα διεξαχθούν στις 3 Νοεμβρίου. Η επιλογή της λέξης «τυπικά» δεν είναι τυχαία καθώς μέχρι τότε, εφόσον συνεχιστεί η τάση αυτής της εβδομάδας, είναι πιθανό να έχουν ψηφίσει ήδη οι μισοί από τους σχεδόν 125 εκατ. Αμερικανούς οι οποίοι προσήλθαν στις κάλπες το 2016. Κι αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πολλά: Όπως, για παράδειγμα, ότι περιορίζεται σημαντικά η δυνατότητα ανατροπών της τελευταίας στιγμής, στις οποίες ποντάρουν ο Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του. Ή, ακόμη, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα το ποσοστό συμμετοχής να είναι αυξημένο σε σύγκριση με το 55,5% της προηγούμενης αναμέτρησης, κάτι που παραδοσιακά και στις περισσότερες περιπτώσεις λειτουργεί υπέρ των Δημοκρατικών υποψηφίων.
Αναμφίβολα, ουδείς μπορεί να προδιαγράψει από τώρα το αποτέλεσμα, μιας και η πολιτική επιφυλάσσει συχνά εκπλήξεις, ενώ οι δημοσκόποι έχουν διαψευστεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια, τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού. Σίγουρα, πάντως, ο «κουρασμένος Τζο» –όπως (δικαιολογημένα) είναι ο χαρακτηρισμός που έχουν αποδώσει πολλοί στον Μπάιντεν – έχει δικαίωμα να αισιοδοξεί ότι, εφόσον παραμείνει… όρθιος στην τελική ευθεία και δεν έρθουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω, μπορεί να είναι αυτός ο οποίος θα ορκιστεί ως ο 46ος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας στις 20 Ιανουαρίου. Όσο για τον Τραμπ, αν το αποτέλεσμα δεν είναι τέτοιο που να του δίνει δικαίωμα να κάνει λόγο για αλλοίωση και νοθεία, τότε θα κληθεί να τηρήσει την υπόσχεση που έχει δώσει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, πως εάν χάσει από αυτόν τον αντίπαλο θα φύγει από τη χώρα.
Τα «όπλα» του 2016 έγιναν μπούμερανγκ
Το 1992, ο επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον παρουσίασε ένα σύντομο σημείωμα στους συνεργάτες του, το οποίο περιείχε τρεις απλές φράσεις: «Αλλαγή, αντί για μία από τα ίδια. Η οικονομία, ηλίθιε. Μην ξεχνάς την υγειονομική περίθαλψη». Οι υποδείξεις του Τζέιμς Καρλάιλ έγιναν τότε τα πολιτικά συνθήματα των Δημοκρατικών και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να πάρει τη νίκη στις εκλογές της ίδιας χρονιάς ο Κλίντον, απέναντι στον Τζορτζ Μπους ο οποίος διεκδικούσε δεύτερη θητεία. Ταυτόχρονα, όμως, αποτέλεσαν κάτι σαν «ευαγγέλιο» και για τους επόμενους — Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι θριάμβευσε το 2008, την ώρα που η κρίση που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers (είχε ανακοινωθεί λιγότερο από δύο μήνες πριν τις εκλογές) είχε αρχίσει ήδη να «δαγκώνει», υποσχόμενος εν συντομία τα εξής: Αλλαγή προς όφελος των πολλών και των πιο αδύναμων, γενναία στήριξη της οικονομίας και των θέσεων εργασίας με κάθε μέσο και διεύρυνση της δημόσιας υγειονομικής κάλυψης για τους 50 εκατ. και πλέον ανασφάλιστους Αμερικανούς και άλλους τόσους οι οποίοι τα έβγαζαν πέρα πολύ δύσκολα με τις απαιτήσεις των ιδιωτικών εταιρειών του κλάδου. Πριν από αυτόν, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος είχε προσπαθήσει να πετύχει με ένα σμπάρο και τα τρία «τρυγόνια», κηρύττοντας παγκόσμιο πόλεμο με στόχο την επιβολή της Pax Americana.
Ο δε Ντόναλντ Τραμπ, το 2016, πατώντας πάνω στην διάψευση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ο Ομπάμα, ο οποίος ούτε θέλησε ούτε τόλμη-σε, κατέβηκε στην αρένα των εκλογών και νίκησε ακολουθώντας τα ίδια χνάρια αλλά με διαφορετικό τρόπο και πολιτικό σκεπτικό. Υποσχέθηκε αλλαγή και σύγκρουση με το «κατεστημένο» της Ουάσινγκτον, ακόμη και με την ηγεσία του κόμματός του, φορώντας το κοστούμι του «αντισυστημικού». Έταξε απογείωση της οικονομίας και νέες θέσεις εργασίας με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», μέσα από τη σύγκρουση με τους ξένους (Κίνα, ΕΕ, Μεξικό κλπ) που… απομυζούσαν τους εργαζόμενους των ΗΠΑ και διασφάλιζαν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα. Τέλος, προχώρησε σε προγραφή όχι μόνο της δειλής μεταρρύθμισης του προκατόχου του στην υγεία αλλά ολόκληρου του κρατικά εγγυημένου συστήματος ασφάλισης, με το επιχείρημα ότι μόνο έτσι μπορεί να υπάρξουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου για τους πολλούς (όχι για όλους…).
Αυτά τα τρία σημεία θα κρίνουν και τις επικείμενες εκλογές. Αυτά, άλλωστε, είναι που ουσιαστικά καθορίζουν το πολιτικό κλίμα και τις τάσεις στην κοινωνία, σφραγίζοντας την ψήφο εκατομμυρίων αναποφάσιστων, οι οποίοι δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα των δύο κομμάτων. Όλων εκείνων, δηλαδή, που κάθε φορά «μετακομίζουν» από τους Ρεπουμπλικάνους προς τους Δημοκρατικούς –και τανάπαλιν– κρίνοντας το αποτέλεσμα.
Προφανώς, αυτό δεν συνάδει με τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες όσων θεωρούν ή ευελπιστούν ότι η έκρηξη του φυλετικού ζητήματος θα αποτελέσει τον κύριο παράγοντα αυτή τη φορά ή θα φέρει τη μεγάλη ανατροπή. Το ίδιο ισχύει με την εξωτερική πολιτική, πολύ περισσότερο που οι ΗΠΑ δεν συμμετέχουν ενεργά σήμερα σε κάποιο μεγάλο πόλεμο, ενώ ο Τραμπ έχει επιταχύνει την απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από μια σειρά «καυτά» μέτωπα — συνεχίζοντας ό,τι είχε ξεκινήσει ο Ομπάμα και έχοντας σε γενικές γραμμές τη συμφωνία και του Μπάιντεν. Προφανώς, επίσης, είναι τουλάχιστον αστείοι οι ισχυρισμοί περί ρωσικής, κινεζικής, βορειοκορεατικής ή ιρανικής παρέμβασης, μέσω… χάκερ.
Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των «κολασμένων» και «περιθωριακών» –είτε πρόκειται για Αφροαμερικανούς είτε για φτωχούς και ανασφάλιστους είτε για ανθρώπους που αρνούνται να μπουν κάτω από την «ομπρέλα» των δύο παραδοσιακών κομμάτων (όπως αρκετοί που συμμετείχαν στο μεγαλειώδες κίνημα των τελευταίων μηνών) – θεωρούν πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε με τις εκλογές. Γι’ αυτό δεν είναι καν εγγεγραμμένοι στους καταλόγους, που είναι και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή σπανίως ξεπερνά το 55-60%, ενώ ενίοτε πέφτει και κάτω από το 50%. Πρόκειται για δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος και δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά ούτε τώρα, έστω κι αν υπάρχουν ενδείξεις για αυξημένη προσέλευση στις κάλπες.
Έτσι, επιστρέφουμε στα τρία προαναφερθέντα σημεία αφού πρώτα επισημάνουμε το εξής: Ότι η πανδημία κατάφερε να φέρει τα πάνω-κάτω και εδώ, καθώς πριν το ξέσπασμά της οι πιο πολλοί στοιχημάτιζαν υπέρ της επανεκλογής του Τραμπ, ειδικά σε μία περίοδο που οι Δημοκρατικοί κυριολεκτικά πελαγοδρομούσαν, ψάχνοντας γραμμή και υποψήφιο.
Σε επίπεδο οικονομίας, λοιπόν, όσο κι αν η Γουόλ Στριτ συνεχίζει να προσφέρει κέρδη στους (μεγαλο)μετόχους, όσο κι αν ο πλούτος των πιο πλούσιων εξακολουθεί να αυξάνεται, η πραγματικότητα είναι οδυνηρή για δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς. Για του λόγου το αληθές, από τα 22 εκατ. των θέσεων εργασίας που χάθηκαν την άνοιξη, έχουν καλυφθεί μόνο οι μισές, κυρίως δε όσες αφορούσαν συμβάσεις οι οποίες είχαν «παγώσει» — ενώ την ίδια στιγμή, το 60% περίπου των επιχειρήσεων που έβαλαν λουκέτο δεν έχουν σχέδια να ανοίξουν άμεσα. Επίσης, ο επίσημος αριθμός των ανέργων μπορεί να φτάνει στα 13,6 εκατ. και να μεταφράζεται σε ποσοστό 7,9% (που ούτως ή άλλως είναι το τέταρτο υψηλότερο μεταπολεμικά…), έναντι 14,7% τον Απρίλιο, όμως η συντριπτική πλειοψηφία αναλυτών και ειδικών συμφωνεί ότι σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχουν τουλάχιστον 21,5 εκατ. άνεργοι (12,5%). Σε αυτούς, μάλιστα, δεν υπολογίζονται περίπου 11,5 εκατ. εργαζόμενοι που είδαν τις ώρες τους και την αμοιβή τους να περικόπτεται, εντάσσοντάς τους στην κατηγορία των «εργαζόμενων φτωχών». Κι ακόμη, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο, η ανεργία στις τάξεις εκείνων με εισόδημα άνω των 60.000 δολαρίων ετησίως έχει αυξηθεί κατά 1%, ενώ για εκείνους που βγάζουν κάτω από 27.000 δολάρια η αύξηση είναι 18%!
«Το χρηματιστήριο είναι σε επίπεδα ρεκόρ, οι θέσεις εργασίας επιστρέφουν σε πρωτοφανή νούμερα. Ηγούμαστε της παγκόσμιας ανάκαμψης», έγραψε ο Τραμπ στο Twitter
Ας πάμε, τώρα, στην υγεία. Με τα (καταγεγραμμένα) κρούσματα του Covid-19 να «καλπάζουν» και να πλησιάζουν τα 8,5 εκατ., τον αριθμό των νεκρών να αγγίζει τις 230.000 και το (ιδιωτικό) σύστημα υγείας να δοκιμάζεται σκληρά, είναι φανερό πως ο Τραμπ δεν μπορεί να υποστηρίξει πειστικά το αφήγημά του, έστω κι αν προσπάθησε να παρουσιαστεί ως… Σούπερμαν μετά την πρόσφατη δική του περιπέτεια. Παρά δε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αδύναμοι πλήττονται πολύ πιο βίαια από την πανδημία, οι πάντες καταλαβαίνουν πλέον ότι δεν είναι ασφαλείς — τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Τέλος, όσον αφορά στον περίφημο «αντισυστημισμό» του νυν προέδρου και τη δυνατότητά του να φέρει την «αλλαγή», μετά από τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο αποτελεί ένα επιχείρημα που δεν πιάνει τόσο εύκολα. Κι αυτό, παρά την εμμονή του να συγκρούεται διαρκώς με το «κατεστημένο των ΜΜΕ», με τις διαρκείς παραβιάσεις του πολιτικού σαβουάρ βιβρ, με τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει συχνά σε ομοϊδεάτες και αντιπάλους ακόμη και με το καύχημά του ότι δεν πληρώνει φόρους επειδή είναι «μάγκας». Όλα αυτά, το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να διατηρήσουν το ποσοστό της αποδοχής του κοντά στο 40% αναμφίβολα πολύ υψηλό σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, όχι αρκετό όμως για να διασφαλίσει την επανεκλογή του.
Ο Μπάιντεν και οι μεγάλες αυταπάτες
Ο υποψήφιος των ∆ημοκρατικών δεν απέχει τόσο από τον Τραμπ…
ΕΑΝ ΨΗΦΙΖΑΝ οι Ευρωπαίοι στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, πιθανότατα ο Μπάιντεν θα μπορούσε να χριστεί από τώρα νικητής. Άλλωστε, ο Τραμπ έχει περίπου κατοχυρωθεί ως ακροδεξιός, όμορος της Λεπέν, του Σαλβίνι και του Όρμπαν, κάτι που θα είχε ως συνέπεια να συσπειρωθεί το «δημοκρατικό τόξο» προκειμένου να διασφαλίσει την ήττα του. Εκτός αυτού δε, είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, οι σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ θα εξομαλυνθούν, θα φτιαχτεί και πάλι ο παραδοσιακός πανίσχυρος άξονας της Δύσης και θα παρέμβει ώστε να μειωθούν οι εστίες εντάσεων και πολέμων. Αλλά και εντός των ΗΠΑ, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν (άλλωστε, το προβάλλει και ο ίδιος ως προεκλογικό του επιχείρημα) ότι η κοινωνική πόλωση και ο αυταρχισμός θα σταματήσουν με την εκλογή του υποψηφίου των Δημοκρατικών, ο οποίος θα φέρει τον διάλογο και θα καταφέρει να ενώσει τους Αμερικανούς.
Η αλήθεια είναι πως όλοι οι παραπάνω θα διαπιστώσουν σύντομα –εφόσον, φυσικά, επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις– ότι πέφτουν πολύ έξω. «Οι ελπίδες που τρέφουν πολλοί στο Βερολίνο ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας θα επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στην πρότερη κατάσταση εάν ο Τζο Μπάιντεν εκλεγεί πρόεδρος δεν είναι απλώς υπερβολικές — συνιστούν φαντασίωση», σημείωνε πρόσφατα σε ανάλυσή του ο επικεφαλής του Politico στην Ευρώπη. «Οι εσωτερικές αναταραχές δεν ξεκίνησαν με τον Τραμπ και δεν θα τελειώσουν μαζί του (…) Η εκλογή του Μπάιντεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε βία», έγραφε άλλη ανάλυση στην κορυφαία οικονομική εφημερίδα της Γερμανίας, την Handelsblatt.
Βλέπετε, είναι πολλοί που κατανοούν πως η εκλογή Τραμπ δεν αποτέλεσε ένα «λάθος της ιστορίας», αλλά και ότι οι θέσεις του αντιπάλου του στα μεγάλα θέμα-τα δεν απέχουν πολύ από τις δικές του..
Έλλειμμα δημοκρατίας στο εκλογικό σύστημα
Ίσως υπάρχουν ακόμη κάποιοι που (θέλουν να) πιστεύουν το παραμύθι που παρουσιάζει τις ΗΠΑ ως ένα από τα λίκνα της δημοκρατίας, με μια αδιάβλητη εκλογική διαδικασία. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Τόσο επειδή το χρήμα (άρα οι χορηγοί) καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα κάποιου ή κάποιας να θέσει υποψηφιότητα και να κατορθώσει να στείλει το μήνυμα που θέλει σε όλη την επικράτεια όσο και επειδή το εκλογικό σύστημα έχει εσκεμμένα «δικλείδες ασφαλείας» για περίπτωση ανάγκης.
Κομβικό στοιχείο στην διαδικασία είναι ότι τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο τον έχει ένα σώμα 538 εκλεκτόρων (όσοι οι γερουσιαστές και βουλευτές στο Κογκρέσο). Τα μέλη του εκλέγονται από τον λαό, αναλογικά (βάσει πληθυσμού) από τις 50 πολιτείες και την περιφέρεια της Κολούμπια και συνεδριάζουν τον Δεκέμβριο (φέτος στις 14 του μήνα), ψηφίζοντας για τον επόμενο πρόεδρο που χρειάζεται τη στήριξη τουλάχιστον 270 εξ αυτών. Σημειώνεται πως ο υποψήφιος που επικρατεί σε κάθε πολιτεία έστω και για μία ψήφο, πιστώνεται το σύνολο των εκλεκτόρων που της αναλογούν. Το σύνταγμα, όμως, δεν τους υποχρεώνει να τηρήσουν αυτήν τη δέσμευση στην τελική ψηφοφορία, κάτι που σημαίνει πως μπορεί να επιλέξουν κάποιον άλλο, χωρίς να απειλούνται με βαριές ποινές ή πρόστιμα.
Ακόμη και εάν αυτό δεν συμβεί, πρόκειται εμφανώς για μια έμμεση και όχι άμεση διαδικασία, η οποία επιτρέπει τη νόθευση της λαϊκής βούλησης. Όπως δηλαδή συνέβη το 2016, όταν η Κλίντον είχε πάρει σχεδόν 2,9 εκατ. ψήφους παραπάνω από τον Τραμπ σε πανεθνικό επίπεδο αλλά είχε μόλις 232 εκλέκτορες έναντι 306 — ενώ από το σύνολο υπήρξαν 7 που τελικώς… αλλαξοπίστησαν.