Σήμερα 11 Νοέμβρη συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου (1909-1990). Με πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και άλλα έργα, ο Γιάννης Ρίτσος είναι από τους σημαντικότερους έλληνες δημιουργούς. Αγωνιστής της Αριστεράς και μέλος του ΚΚΕ «πλήρωσε» με πολύχρονες διώξεις τις απελευθερωτικές του ιδέες. Πέθανε πάνω στην κατάρρευση και έτσι σκιάστηκε το μεγαλείο του έργου του. Χρωστάμε στον Γιάννη Ρίτσο · αξίζει να τον ανακαλύψουμε ξανά.
Το Πριν δημοσιεύει κείμενα που έγραψαν ειδικά για την επέτειο θανάτου του ποιητή ο Γιώργος Ζιόβας και η Αιμιλία Καραλή. Ακόμα η Ιωάννα Καρδάρα μιλάει με την Έρη Ρίτσου, κόρη του Γιάννη Ρίτσου.
Γιώργος Ζιόβας
Το διαμέρισμα είναι μικρό, ίσως δυάρι, στον δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, δίπλα από το δημοτικό σχολείο του Αγίου Νικολάου στα Πατήσια. Όταν άνοιξε η πόρτα βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πάτωμα σπαρμένο με ζωγραφισμένες πέτρες και ρίζες που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Ανάμεσά τους ένας μικρός διάδρομος σαν μονοπάτι μ’ άφησε να περάσω στο βάθος σ’ ένα μικρό σαλόνι. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι βιβλία και πίνακες ζωγραφικής.
Κάθομαι με την πλάτη στη μπαλκονόπορτα και θαυμάζω δεξιά μου στον τοίχο τον πίνακα του Τσαρούχη «Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού». Είναι φθινόπωρο του 1980. Απέναντί μου ο οικοδεσπότης, στα εβδομήντα ένα του χρόνια είναι ένας ζωντανός θρύλος της Ποίησης και της Αριστεράς. Καπνίζει ασταμάτητα και με παρατηρεί με τα πανέξυπνα, διεισδυτικά του μάτια. Πριν τέσσερα χρόνια τον είχα πρωτοδεί στην κηδεία του Αλέξανδρου Παναγούλη, καθώς έβγαινε από το Ά Νεκροταφείο ανάμεσα στο πλήθος. Τον ίδιο καιρό άνοιγε μπροστά μου έναν καινούργιο, μαγικό κόσμο απαγγέλλοντας στο κατάμεστο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, σε μια επετειακή πολιτική εκδήλωση της Μεταπολίτευσης, αποσπάσματα από τη «Ρωμιοσύνη»: «Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο…».
Διαβάζοντας τη «Ρωμιοσύνη», ύστερα τις «Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», ξανά τον «Επιτάφιο» και πάλι τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» ή το «Τερατώδες αριστούργημα» δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις με τον Νάσο Βαγενά που χαρακτηρίζει τον Ρίτσο «Πικάσο της ποίησης»: το έργο του, όπως και του μεγάλου ζωγράφου, είναι πολυδιάστατο, πολύμορφο και ανεξάντλητο.
Ο Ρίτσος άλλοτε είναι δηλωτικός, αναλυτικός, προφανής και εύγλωττος, άλλοτε υπαινικτικός και επιγραμματικός και άλλοτε πρισματικός, πολυεπίπεδος, «σημαντικός». Παραφράζοντας τον Ηράκλειτο, μπορούμε να πούμε πως ο ποιητής της «Τέταρτης διάστασης» καταφέρνει και να λέγει και να κρύπτει και να σημαίνει.
Κάποτε τον ρώτησα πώς αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της μορφής ενός ποιήματος και μου απάντησε πως δεν θα τον πείραζε ακόμα και αν ένα ποίημα έχει ουρά. Αυτή η αντίληψη και η αίσθηση είναι που τον οδήγησαν να γράψει ποιήματα ολιγόστιχα αλλά και άλλα χιλιάδων στίχων, ποιήματα όλων των ειδών και τρόπων τα οποία όμως πάντοτε έχουν την προσωπική του σφραγίδα, απηχούν την ιδιαίτερη, μοναδική ουσία του.
Οι πιο ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας αλλά και τα μεγαλύτερα προβλήματα της ιστορίας και του κόσμου αποτελούν πηγή έμπνευσης για τον Ρίτσο, αποτυπώνονται στα ποιήματά του που όλα μαζί συγκροτούν ένα έργο κατάφαση στη ζωή, ύμνο στον αγώνα του ανθρώπου για την ολική του απελευθέρωση, ένα έργο στο οποίο θα μπορούσαμε να πούμε πως η ανάγκη της κοινωνικής χειραφέτησης γίνεται αίτημα υπαρξιακό.
Ο Αραγκόν, διαβάζοντας τους στίχους του Ρίτσου, έλεγε πως νιώθει το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας και πως περνώντας από ποίημα σε ποίημα ήταν σαν να περνούσε από μυστικό σε μυστικό. Ο Νάσος Βαγενάς, πάλι, γράφει πως ο Ρίτσος εκφράζει το αίσθημα της φθοράς και του χρόνου λεπτότερα απ’ ότι ο Σεφέρης και ο Καβάφης.
Ύστερα από μελέτη σαράντα και πλέον χρόνων του απέραντου έργου του τολμώ να πω, χωρίς φόβο και πάθος, πως ο Ρίτσος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. Όποιος δυσφορήσει με αυτήν τη δήλωση ας κάνει τον κόπο, αργά, νηφάλια και μεθοδικά, χωρίς προκαταλήψεις να διαβάσει τα χιλιάδες ποιήματα αυτού του ακαταπόνητου εργάτη του λόγου. Αν, στο τέλος, δεν συμφωνήσει μαζί μου, τουλάχιστον θα έχει απολαύσει ένα μακρύ ταξίδι στον γοητευτικό κόσμο των λέξεων και εικόνων του ποιητή, έναν κόσμο που απηχεί και αντικατοπτρίζει τη μεγάλη υπαρξιακή και κοινωνική περιπέτεια του Ρίτσου.
Συχνά ο ποιητής μου μιλούσε για την αναγκαιότητα της συστηματικής, καθημερινής εργασίας. Έτσι, έλεγε, ο δημιουργός κατακτά τα εκφραστικά του μέσα και όταν έρθει η έμπνευση, την οποία παρομοίαζε με μικρό χείμαρρο ή με ορμητικό ποτάμι, θα βρει την κατάλληλη κοίτη και αναλόγως θα μορφοποιηθεί. Διαφορετικά, σαν το νερό, θα ξεφεύγει, θα ξεχειλίζει, θα πλημμυρίζει και θα χάνεται.Τον θυμάμαι στα εβδομήντα έξι του πλέον χρόνια ν’ ανεβαίνει με σβελτάδα εφήβου τις σκάλες του τριώροφου κτηρίου στην αρχή της οδού Μιχαήλ Βόδα για να παρακολουθήσει την πρόβα του έργου του «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών» που ανεβάσαμε με τον θίασο των «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στα 1985. Ένα αξιοθαύμαστο ψυχικό σθένος κινητοποιούσε πάντα την ύπαρξή του. Μια πανίσχυρη πνευματική βούληση τον ωθούσε να δημιουργεί έντονα, αδιάκοπα και βαθειά.
Ερη Ρίτσου: Ο πατέρας μου είχε περίσσευμα αγάπης και τρυφερότητας