Παναγιώτα Γούναρη, καθηγήτρια στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Μασαχουσέτης, Βοστόνη
συνέντευξη στον Γιάννη Ελαφρό
Μεγάλη είναι η συμβολή στην ήττα του Τραμπ του κινήματος και των οργανώσεων βάσης, που δεν έχουν όμως τίποτα να περιμένουν από τον Μπάιντεν, λέει στο Πριν η καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, Παναγιώτα Γούναρη. «Το ζητούμενο δεν είναι να ‘’επιστρέψουμε στην κανονικότητα’’, όπως ελπίζουν πολλοί Δημοκρατικοί. Θα είναι μια πορεία προς τα πίσω, ενώ ο κόσμος χρειάζεται μια φυγή προς τα μπρος», τονίζει.
Ο Μπάιντεν κέρδισε σε επίπεδο ψήφων και εκλεκτόρων. Τι εκφράζει η ψήφος υπέρ του;
Η ψήφος υπέρ του Μπάιντεν εκφράζει την κορύφωση της απέχθειας μιας μεγάλης μερίδας των Αμερικανών στο πρόσωπο του Τραμπ. Από την υποστήριξη θεωριών συνωμοσίας (όπως το περίφημο QAnon), τον εκφασισμό του πολιτικού λόγου και της κοινωνίας, την τραγική διαχείριση της πανδημίας στη βάση της απόρριψης της επιστήμης, την ενθάρρυνση των ενόπλων ακροδεξιών και ρατσιστικών ομάδων, την καθημερινή επίδειξη σεξισμού, ρατσισμού, ακροδεξιού λαϊκισμού και … απλής βλακείας, ο Τραμπ πέρασε την πρώτη του θητεία αποπροσανατολίζοντας καθημερινά τον κόσμο από τα πραγματικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, η ατζέντα των Ρεπουμπλικάνων βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη και εφαρμογή. Σε επίπεδο χαρακτήρα, συμπεριφορών και πολιτικής σοβαρότητας, ο Μπάιντεν δε θα μπορούσε να έχει καλύτερο αντίπαλο.
Η υποψηφιότητα Μπάιντεν προβλήθηκε ως μια ασφαλής, μη αμφιλεγόμενη επιλογή που θα συσπείρωνε εκείνον τον κόσμο που απεχθάνεται τον Τραμπ: Δημοκρατικούς (ακόμα και την πιο ριζοσπαστική μερίδα του κόμματος), Ανεξάρτητους, αλλά και Ρεπουμπλικάνους, όπως οι Τζορτζ Μπους, Μιτ Ρόμνι και άλλοι που τοποθετήθηκαν ανοιχτά εναντίον του Τραμπ. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων το #neverTrump (ποτέ Τραμπ), το οποίο συσπείρωσε συμβούλους εθνικής ασφάλειας και στρατηγικής, νομοθέτες, πρώην στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά και γκρουπ ειδικών συμφερόντων, όπως το Lincoln Project που πήρε 67 εκατομμύρια δολάρια σε δωρεές από φιλελεύθερους για να προσελκύσει «ανεξάρτητους άντρες ψηφοφόρους, Ρεπουμπλικάνους με πτυχίο, και Ρεπουμπλικανές γυναίκες ψηφοφόρους των προαστίων».
Αφού υπονομεύθηκε για μια ακόμα φορά η υποψηφιότητα του ριζοσπάστη Μπέρνι Σάντερς στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος, υιοθετήθηκε ένας μετριοπαθής λόγος «κοσμιότητας», «πολιτισμού» και επιστροφής στην «κανονικότητα». Η κεντρική στρατηγική της καμπάνιας Μπάιντεν ήταν η ανάδειξη του τέρατος, που είναι ο Τραμπ, και το ξεκίνημα μιας εποχής επούλωσης των πληγών για την εξαιρετικά πολωμένη αμερικανική κοινωνία. Ο αγώνας γίνεται πια για τη σωτηρία της «ψυχής του έθνους μας», όπως το έθεσε ο ίδιος ο Μπάιντεν. Με δεδομένο το πολιτικό παρελθόν του Μπάιντεν αλλά και τί προσέφερε ως εναλλακτική, ασφαλώς και μιλάμε για μια ψήφο αντι-Τραμπ που αποκρυσταλλώνεται στο πρόσωπο ενός μετριοπαθούς «γεφυροποιού», όπως αποκαλούσαν τον Μπάιντεν όταν ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα. Για τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες του εκλεκτορικού σώματος, το μήνυμα ήταν να φύγει ο Τραμπ και ας ξεκινήσουμε την αντιπολίτευση στον Μπάιντεν την επόμενη μέρα. Γι αυτό και το σύνθημα σε αυτούς τους κόλπους, αφού ανακοινώθηκε η ήττα του Τραμπ ήταν: «σήμερα πανηγυρίζουμε, από αύριο αγωνιζόμαστε ξανά».
Το σύνθημα στις πιο ριζοσπαστικές ομάδες του εκλεκτορικού σώματος, αφού ανακοινώθηκε η ήττα του Τραμπ ήταν: «σήμερα πανηγυρίζουμε, από αύριο αγωνιζόμαστε ξανά»
Δεν θεωρώ όμως ασήμαντη την εκλογική νίκη του Μπάιντεν για τον απλό λόγο ότι δεν του ανήκει προσωπικά. Η νίκη αυτή ανήκει στον κόσμο, στα κινήματα της βάσης, στο κίνημα Black Lives Matter, που δημιούργησε μία πρωτοφανή δυναμική. Στις εκατοντάδες οργανώσεις που ενέγραψαν νέους ψηφοφόρους στους εκλογικούς καταλόγους, στους ακτιβιστές που πόρτα-πόρτα προσήλκυσαν ψηφοφόρους και στις πιο ριζοσπαστικές ομάδες, οργανώσεις και άτομα που αγωνίστηκαν να κρατήσουν στην ατζέντα πιο ουσιαστικά ζητήματα όπως την αύξηση του κατώτατου μισθού, την Υγειονομική Περίθαλψη για όλους, την εξάλειψη του συστημικού ρατσισμού, τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος αλλά και το Green New Deal (Νέο Πράσινο Συμβόλαιο).
Τι ρόλο έπαιξε το κίνημα;
Το κίνημα Black Lives Matter και οι μαζικές κινητοποιήσεις τον Μάιο και ολόκληρο το καλοκαίρι με αφορμή τις δολοφονίες αφροαμερικανών από την αστυνομία ανέδειξαν ακόμα μια φορά και με επώδυνο τρόπο το συστημικό ρατσισμό αλλά και τις ρίζες της φτώχειας και της εκμετάλλευσης των μαύρων στην αμερικανική κοινωνία. Τα κινήματα αυτά που καταδυσφημίστηκαν τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος (συχνά χρησιμοποιώντας τη θεωρία των δύο άκρων) έφεραν στο προσκήνιο όχι απλά ταυτοτικά ζητήματα, άλλα και ουσιαστικά ζητήματα πρόσβασης σε υλικούς και συμβολικούς πόρους. Να θυμίσουμε ότι η μεγαλύτερη παρακώλυση ψηφοφόρων (voter suppression) συμβαίνει στις τάξεις των αφροαμερικανών, καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία (με απαίτηση για συγκεκριμένες μορφές ταυτοποίησης ή αυτόματο ξεκαθάρισμα των καταλόγων που στοχοποιούν κυρίως μαύρους και λατινοαμερικάνους).
Σχετικά με την αυξημένη συμμετοχή, νομίζω χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Στέισι Έιμπραμς στην πολιτεία της Τζόρτζια. Η Έιμπραμς ήταν η πρώτη αφροαμερικανή που κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών για τη θέση του κυβερνήτη της Τζόρτζια τo 2018. Ωστόσο έχασε τότε από τον Ρεπουμπλικάνο ρατσιστή και ξενοφοβικό Μπράιαν Κεμπ εν μέσω καταγγελιών ότι παρακωλύθηκε η ψηφοφορία των αφροαμερικανών της πολιτείας. Τα τελευταία επτά χρόνια η Έιμπραμς είχε αφιερωθεί στον αγώνα για την εγγραφή νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους της Τζόρτζια. Σε συνεργασία και με άλλες οργανώσεις για τα εκλογικά δικαιώματα κατάφερε να εγγράψει 800.000 νέους ψηφοφόρους, οι οποίοι και φαίνεται ότι χάρισαν τη νίκη και την ανατροπή στον Μπάιντεν, δίνοντας τη Τζόρτζια στους Δημοκρατικούς (μια πολιτεία που τελευταία φορά είχε κερδίσει ο Μπιλ Κλίντον το 1992).
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν λοιπόν ότι όντως ο αριθμός των αφροαμερικανών που συμμετείχαν στις εκλογές αυξήθηκε σε αντίθεση με τους λευκούς, που όχι μόνο δεν είχαν ποιοτική αύξηση στο σύνολο των ψήφων, αλλά και ψήφισαν σε ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά υπέρ του Τραμπ. 79% Αφροαμερικανοί άντρες και 90% Αφροαμερικανίδες γυναίκες ψήφισαν Μπάιντεν σε αντίθεση με το 55% λευκών γυναικών και 61% λευκών ανδρών που ψήφισαν Τραμπ. Ο μύθος περί αυξημένης δύναμης του Τραμπ στους λατινοαμερικανικής καταγωγής ψηφοφόρους δεν ισχύει αφού παραδοσιακά στη Φλόριντα (με τους Κουβανούς) και στο Τέξας έχουμε τα πιο συντηρητικά κομμάτια των λατινοαμερικανών που ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους.
Επίσης, για να μην περιοριστούμε στους αφροαμερικανούς, στην Αριζόνα είχαμε μεγάλη συμμετοχή αμερικανών ινδιάνων και λατινοαμερικανών (χάρη σε μια 10ετή προσπάθεια οργάνωσης βάσης). Η αυξημένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία των αμερικανών ινδιάνων στην Αριζόνα και το Ουισκόνσιν συνεισέφερε στο προβάδισμα του Μπάιντεν σε αυτές τις πολιτείες. Η κινητοποίηση των Ινδιάνων ψηφοφόρων οφείλεται στην ακούραστη προσπάθεια των κινημάτων και οργανώσεων βάσης που ανέδειξαν τις συνέπειες της πανδημίας στις ιθαγενείς φυλές και κινητοποίησαν τον κόσμο να πάει να ψηφίσει.
Να προσθέσω εδώ ότι η πανδημία επηρέασε δυσανάλογα τους αφροαμερικανούς (όπως και άλλες φυλετικές ομάδες). Από το Μάιο του 2020, 80 εκατομμύρια Αμερικανοί πέρασαν το κατώφλι της φτώχειας με τους αφροαμερικανούς να αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος αυτού του αριθμού. Ενώ οι λευκοί εργάτες ανέκτησαν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το μισό τις δουλειές που έχασαν, οι αφροαμερικανοί ανεκτησαν μόνο το ένα τρίτο, με την ανεργία στους μαύρους να βρίσκεται στο 12%.
Ως ακροδεξιά έκφανση του καπιταλισμού, ο τραμπισμός, εκμεταλλεύτηκε το φόβο και την ανασφάλεια εκείνων των στρωμάτων που έχουν συνθλιβεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων σαράντα ετών
Από την άλλη ο Τραμπ έχασε, αλλά συγκέντρωσε εννιά εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από το 2016 και υψηλότατο ποσοστό. Τι εκφράζει η ψήφος υπέρ του;
«Ο Τραμπ έχασε, ζήτω ο τραμπισμός!» θα μπορούσε να είναι η σύντομη απάντηση σε αυτό το ερώτημα.Τα exit polls δείχνουν ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων θεώρησε την οικονομία ως το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών. Ο Τραμπ αύξησε τα ποσοστά του κερδίζοντας το 82% αυτής της ψήφου, παρά την πανδημία, το ποσοστό της ανεργίας που άγγιξε το 14% τον Απρίλη και παρά το γεγονός η οικονομία δεν κατάφερε να φτάσει στα προ-πανδημίας επίπεδα, παρά τη σχετική ανάκαμψη του τρίτου τριμήνου το 2020.
Ο Τραμπ λοιπόν μπορεί να έχασε αλλά ο τραμπισμός θριαμβεύει, όπως καταγράφουν τα αυξημένα ποσοστα του Τραμπ και η μεγαλύτερη προσέλευση ψηφοφόρων στις κάλπες. Ως ακροδεξιά έκφανση του καπιταλισμού, ο τραμπισμός, εκμεταλλευόμενος το φόβο και την ανασφάλεια εκείνων των στρωμάτων που έχουν συνθλιβεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων σαράντα ετών, υποσχέθηκε οικονομική ανάπτυξη, νόμο και τάξη. Ο Τραμπ απέδωσε την οικονομική ύφεση στην παγκοσμιοποίηση και στις πολιτικές των «ακροαριστερών» Δημοκρατικών, καθώς και στους «εισβολείς» μετανάστες. Υποσχέθηκε εμπορικό προστατευτισμό και κάλεσε τους «πραγματικούς Αμερικανούς» να συνταχθούν με το όραμα να γυρίσει η χώρα στην παλιά της αίγλη και να ανακτήσει τη θέση της στην κορυφή της παγκόσμιας ηγεμονίας, που απειλείται από την Κίνα. Για να γίνει αυτό, απευθύνθηκε στα πιο αντιδραστικά και συντηρητικά κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας, όπως τις ακροδεξιές ρατσιστικές ομάδες, και τους Χριστιανούς Ευαγγελιστές.
Υπάρχει βέβαια και το εξής παράδοξο: σε Πολιτείες που επικράτησε ο Τραμπ, τα exit polls έδειξαν υποστήριξη για το πλάνο του Σάντερς Medicare for All (Υγειονομική Περίθαλψη για Όλους). Στη Φλόριντα εξάλλου, που θριάμβευσε ο Τραμπ με 51,2%, ταυτόχρονα εγκρίθηκε πρόταση δημοψηφίσματος που καθιερώνει το κατώτατο ωρομίσθιο στα 15 δολάρια (ήταν στα 8,56). Δηλαδή ένα ποσοστό ψηφοφόρων συντάσσονται με την υποστήριξη μέτρων υπέρ του κόσμου της εργασίας αλλά ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους. Μιλάμε για ψηφοφορους που είναι «κοινωνικά συντηρητικοί» και που παρά τη συντηρητικότητά τους και το μίσος τους απέναντι στην πολιτική ορθότητα, την πολιτική ταυτοτήτων κλπ, είναι θετικοί σε μια ενδεχόμενη αναδιανομή του πλούτου και μάλιστα πολλοί από αυτούς στηρίζουν ακόμα και μεταρρυθμίσεις στο σωφρονιστικό σύστημα, ως βασικό βήμα προς την κατεύθυνση της φυλετικής δικαιοσύνης.
Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ στην πρώτη (και τελευταία) του θητεία, δεν εφάρμοσε ούτε μία προεκλογικές του εξαγγελίες. Δεν προστάτευσε τις θέσεις εργασίας στη βιομηχανία (μόνο αυτή τη χρονιά χάθηκαν 740.0000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία), κατάργησε τις υπερωρίες, προσέφερε τεράστιες φορολογικές ελαφρύνσεις στους πλούσιους και κατέστησε τον κόσμο της εργασίας υπό συνεχή επίθεση. Ο Τραμπ κέρδισε σε μη αστικές περιοχές σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς που κέρδισαν τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Βλέπεις κινδύνους ενσωμάτωσης του κινήματος στη διακυβέρνηση Μπάιντεν;
Σχετικά με την ενσωμάτωση: Η ίδια η επιλογή, αλλά και η νίκη του Μπάιντεν νομίζω δείχνει ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Τραμπ εκτός από τους ακροδεξιούς κινητοποίησε ευτυχώς και τα προοδευτικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, το οποίο δεν είναι απαραίτητα ριζοσπαστικοποιημένο αλλά αρνήθηκε να υποκύψει στη χυδαιότητα και την τρομολαγνεία του Τράμπ. Το κίνημα Black Lives Matter για παράδειγμα, έβγαλε στο δρόμο χιλιάδες κόσμου και δημιούργησε μία σημαντική δυναμική.
Αυτοί οι «κραδασμοί» λοιπόν στο σύστημα έπρεπε με κάποιο τρόπο να απορροφηθούν. Η ηγεσία του Τραμπ δε φαινόταν να μπορεί να τιθασεύσει τη δυναμική των κινημάτων χωρίς βίαιη καταστολή, συνεπώς δημιουργήθηκε η ανάγκη για μια διαφορετική, πιο ασφαλή λύση. Τώρα λοιπόν μένει να δούμε την αντοχή, οργανωτικότητα, δύναμη και στρατηγική των κινημάτων, για να αποφύγουμε άλλη μια περίοδο Ομπάμα που τελικά μας «χάρισε» τον Τραμπ.
Αμέσως μετά το κλείδωμα της νίκης Μπάιντεν ξεκίνησε μια αντιπαράθεση μέσα στους κόλπους των Δημοκρατικών, με την εμφανιζόμενη αριστερή πτέρυγα να δέχεται πυρά για υπερβολές κλπ. Τι συμβαίνει και που πάει το πράγμα; Δεν διαφαίνεται κάποια ρήξη όμως…
Μετά την ανακοίνωση της επικράτησης του Μπάιντεν, o Τζον Κέισικ, ρεπουμπλικανός πρώην κυβερνήτης του Οχάιο και διάσημος πολέμιος του συνδικαλισμού που όμως στήριξε τον Μπάιντεν, υποστήριξε ότι η οριακή επικράτηση των Δημοκρατικών στις εκλογές οφείλεται στην «ακροαριστερά» στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό το αφήγημα αγκαλιάστηκε και από τους κεντρώους και κεντροδεξιούς μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Ουάσινγκτον Ποστ, στη διάρκεια τηλεφωνήματος στο οποίο συμμετείχαν μέλη του κογκρέσου, η Αμπιγκέιλ Σπαντμπέργκερ (Δημοκρατική βουλευτίνα στη Βουλή των Αντιπροσώπων) παραπονέθηκε για το σύνθημα “defund the police” (μη χρηματοδότηση της αστυνομίας) που χρησιμοποιήθηκε σε κάποιες από τις καμπανιες των Δημοκρατικών, επειδή είναι «η γλώσσα του δρόμου» και υποστήριξε με σθένος ότι δεν πρέπει ποτέ να ξαναχρησιμοποιηθεί ο όρος «σοσιαλιστής» ή «σοσιαλισμός» στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος. Στόχος εδώ είναι η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, η οποία σε πολλές περιπτώσεις χάρισε την νίκη στον κεντρώο Μπάιντεν και μέσα από την ίδια την αποδοχή της υποψηφιότητας του. Ο Σάντερς εξαρχής ενθάρρυνε τη βάση του να τον στηρίξει και το ίδιο έκαναν και τα μέλη του περίφημου ριζοσπαστικού Squad: Ιλάν Ομάρ (Μινεσότα), Αλεξάντρια Οκάσιο Κόρτεζ (Νέα Υόρκη), Ρασίντα Ταλίμπ (Μίσιγκαν) και Αγιάνα Πρέσλι (Μασαχουσέτη).
Για παράδειγμα, ο Μπάιντεν κέρδισε την πολιτεία του Μίσιγκαν με περίπου 150.000 περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ, ενώ η Κλίντον είχε χάσει την ίδια πολιτεία με διαφορά 10.704 ψήφων. Εδώ η Ρασίντα Ταλίμπ, Παλαιστινο-αμερικανίδα, σοσιαλίστρια, μέλος του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων έκανε πολύ περισσότερη δουλειά σε σχέση με την επίσημη καμπάνια του Μπάιντεν, και μαζί με άλλες οργανώσεις (όπως το #VoteTrumpout) και με μέλη της καμπάνιας Σάντερς, έπεισαν τους ψηφοφόρους ότι τελικά θα έπρεπε να «επιλέξουν τον εχθρό τους» στις εκλογές.
Η πραγματικότητα είναι ότι η κεντρώα/κεντροδεξιά πτέρυγα των Δημοκρατικών δεν ξέρει τον τρόπο αλλά και δεν την ενδιαφέρει η οργάνωση της βάσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιοι Δημοκρατικοί υποψήφιοι παραπονέθηκαν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν τους στήριξε όσο περίμεναν και δεν ασχολήθηκε καν με την εκλογική τους βάση.
Ο τραμπισμός ήρθε να καταλάβει το πολιτικό κενό που υπάρχει εξαιτίας της έλλειψης μιας οργανωμένης αριστεράς στην Αμερική. Η απάντηση δεν θα έρθει ούτε με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ούτε μέσα από το κόμμα των Δημοκρατικών, αλλά από την οργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Ο Τραμπ κατηγορούσε τους Δημοκρατικούς ως σοσιαλιστές, ακόμα και κομμουνιστές! Μήπως τελικά αυτό που λείπει είναι μια ανεξάρτητη από τους Δημοκρατικούς ανατρεπτική Αριστερά;
Ο τραμπισμός ήρθε να καταλάβει το πολιτικό κενό που υπάρχει εξαιτίας της έλλειψης μιας οργανωμένης αριστεράς στην Αμερική. Μιας αριστεράς που θα γινόταν ο φορέας και η πλατφόρμα των ιδεών και των πολιτικών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των ανθρώπων. Επένδυσε στο φόβο, την απελπισία και την αγωνία για το αύριο. Είναι όμως αισιόδοξο το γεγονός ότι τουλάχιστον οι νέοι γύρισαν την πλάτη στον Τραμπ και τον τραμπισμό και ενεπλάκησαν ενεργά στις οργανώσεις βάσης.
Ασφαλώς δεν περιμένουμε τίποτα ριζοσπαστικό από τον Τζο Μπάιντεν. Να θυμίσουμε εδώ ότι τα χέρια του είναι ούτως ή άλλως δεμένα στο νομοθετικό κομμάτι εξαιτίας του ελέγχου της Γερουσίας από τους Ρεπουμπλικάνους. Ωστόσο, όπως είπα και προηγουμένως, εδώ θα μετρηθεί ο οργανωτικότητα, η δύναμη και η ανθεκτικότητα των κινημάτων.
Πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν ριζικά τις υλικές συνθήκες της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να συνεχιστεί η οργάνωση από τα κάτω, ο συνδικαλισμός έξω από πολιτικές διαχείρισης, αλλά και ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών (συμπεριλαμβανομένης και της εκλογικής διαδικασίας).
Γιατί τελικά αν «επιστρέψουμε στην κανονικότητα», όπως ελπίζουν πολλοί Δημοκρατικοί, αυτή θα είναι μια πορεία προς τα πίσω, ενώ ο κόσμος χρειάζεται μια φυγή προς τα μπρος. Σε τέσσερα χρόνια θα μπορούσαμε να έχουμε μια νέα υποψηφιότητα τύπου Τραμπ ή ακόμη και τον ίδιο το Τραμπ! Τώρα που ηττήθηκε ο Τραμπ, ο στόχος είναι να ηττηθεί και ο τραμπισμός σε όλες του τις εκφάνσεις και μορφές ανατρέποντας τις συνθήκες που καλλιέργησαν την εμφάνισή του. Αυτό δε θα γίνει ούτε με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ούτε μέσα από το κόμμα των Δημοκρατικών που μέχρι σήμερα έχει δείξει τον βαθύ συντηρητισμό του και την προσπάθεια ελέγχου και ενσωμάτωσης των πιο ριζοσπαστικών του στοιχείων. Η πολιτική πράξη πρέπει να απομακρυνθεί από τη διαχειριστική νοοτροπία των εκλογών και να επικεντρωθεί στην οργάνωση του εργατικού και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος.