Μαριάννα Τζιαντζή
Η απαγόρευση των συναθροίσεων και η άγρια καταστολή των εκδηλώσεων για τη 47η επέτειο του Πολυτεχνείου ήταν το θέμα των ημερών. Από τη μια τα δακρυγόνα και τα χημικά, οι ξυλοδαρμοί, οι συλλήψεις, η «μαζική» αστυνομική βία που κατευθυνόταν εναντίον του πλήθους. Παράλληλα και η αχαλίνωτη, η «προσωποποιημένη» βία όπως ασκήθηκε στα Σεπόλια με στόχο μια ολόκληρη οικογένεια: μάνα, πατέρα, γιο και κόρη. Και αν υπήρχαν παππούς και γιαγιά, είναι σίγουρο ότι δεν θα γλίτωναν τις ύβρεις, τα χτυπήματα και τις χειροπέδες.
Ένα μεμονωμένο περιστατικό, θα μπορούσε να πει κανείς, μέσα σε έναν ωκεανό αστυνομικής βίας που εξαπολύθηκε με πρόσχημα τον κορονοϊό. Μεμονωμένο αλλά σημαδιακό.
Είναι φυσικό κάθε άνθρωπος με στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία να αποδοκιμάζει τη μαζική αστυνομική βία (ακόμα και αν δεν την έχει προσωπικά υποστεί), όμως η προσωποποιημένη μάς αγγίζει άμεσα, ιδίως στην εποχή των σόσιαλ μίντια, των βίντεο και της μετάδοσης της είδησης σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, στην εποχή του story telling (της αφήγησης ιστοριών) ή μάλλον της ανάγκης μας για αφήγηση ιστοριών. Από το θολό περίγραμμα, το μακρινό πλάνο άλλων εποχών, περνάμε στο γκροπλάν, ακούμε τις κραυγές και τις βρισιές, βλέπουμε ολοκάθαρα το πρόσωπο του κτήνους (ή την πλάτη του και τη στολή του). Γνωρίζουμε ότι χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο, όμως αρκεί η φωτογραφία του πτώματος ενός μικρού αγοριού πεσμένου μπρούμυτα στην ακτή, αρκεί να γίνει γνωστό το όνομά του –Αϊλάν– για να «το πάρουμε προσωπικά», για να ριγήσει όλος ο κόσμος. Γι᾽ αυτό και η ημέρα τρόμου στα Σεπόλια μοιάζει να γίνεται προάγγελος της Μεγάλης Νύχτας, την οποία ίσως αναγκαστούν να φέρουν οι κυβερνώντες και τα στηρίγματά τους, προκειμένου ο λαός να φορέσει φίμωτρο και όχι απλώς μια χάρτινη ή υφασμάτινη μάσκα.
Την Πρωτομαγιά του 1924 πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο μια απαγορευμένη πορεία κι ένα από τα συνθήματά της ήταν «Κάτω τα χέρια από τη Σοβιετική Ρωσία». Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν μια 16χρονη κοπέλα που δέχτηκε στην πλάτη ένα βαρύ χτύπημα από το κλομπ ενός αστυνομικού, ο οποίος δεν ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή βοηθούσε στη διαμόρφωση μιας επαναστάτριας. Το κορίτσι ήταν η μέλλουσα αντιφασίστρια κατάσκοπος Ούρσουλα Κουτσίνσκι, που η συναρπαστική βιογραφία της, γραμμένη από τον έμπειρο Μπεν Μακιντάιρ, εκδόθηκε πρόσφατα με τον τίτλο «Πράκτορας Σόνια». Η μελανιά στην πλάτη της έφηβης με τον καιρό ξεθώριασε, γράφει ο Μακιντάιρ, όμως η αποφασιστικότητα και η οργή της δυνάμωσαν. Ο πόνος από τα χτυπήματα στα νεαρά και ώριμα μέλη της οικογένειας απ’ τα Σεπόλια με τον καιρό θα υποχωρήσει, όχι όμως και το αγωνιστικό τους φρόνημα.
Οι δαγκωματιές του αστυνομικού κτήνους θα έχουν παρόμοια αποτελέσματα — όχι στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και σε εκείνους που τις ένιωσαν (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) και στο δικό τους πετσί. Και φυσικά το αστυνομικό κτήνος έχει πολλούς πατεράδες, πολλοί είναι εκείνοι που το κολακεύουν και το ταϊζουν, με πρώτα και καλύτερα τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Η αστυνομία συμπεριφέρθηκε σαν στρατός κατοχής. Πρόβα για τις μεθόδους καταστολής του μέλλοντος;
Συνέβη στα Σεπόλια, λοιπόν. Σε μια γειτονιά όπου μάλλον δεν συχνάζουν Μπογδάνοι και Πρετεντέρηδες, όπου μάλλον δεν υπάρχουνε μπουτίκ από τις οποίες θα ψώνιζε η κυρία Αλεξία Έβερτ. Σε μια γειτονιά που έχει χτυπηθεί από την ανεργία και όπου είχε (έχει;) σηκώσει κεφάλι η Χρυσή Αυγή. Εκεί, στο ίδιο του το σπίτι, ξυλοκοπήθηκε ένας νέος μπροστά στα μάτια του πατέρα και της μάνας του, εκεί έσυραν από τα μαλλιά την αδελφή του, βρίζοντάς τη με γλώσσα χαμαιτυπείου, από εκεί έστειλαν τον πατέρα στο νοσοκομείο. Εκεί η αστυνομία συμπεριφέρθηκε σαν στρατός κατοχής. Πρόβα για τις μεθόδους καταστολής του μέλλοντος; Ή ένα περιστατικό που δείχνει σε τι τέρατα δίνουν το πράσινο φως οι προσεχτικά διατυπωμένες δηλώσεις του Μητσοτάκη και των στελεχών του;
Αυτό το περιστατικό, το «μεμονωμένο», έδειξε ανάγλυφα το τι είδους «όργανα» εκτρέφει η πολιτική του κ. Χρυσοχοΐδη και της κυβέρνησής του, έδειξε τι βάρβαρα και σεξιστικά ένστικτα ξυπνά. Έδειξε τον ρόλο για τον οποίο η άρχουσα τάξη προορίζει την αστυνομία ενόψει των Πολυτεχνείων του μέλλοντος. Γιατί η ανεργία και η εξαθλίωση, στην οποία αυτή ή η επόμενη κυβέρνηση θα βυθίσει τον λαό μετά την υποχώρηση ή το τέλος της πανδημίας, αναπόφευκτα θα γεννήσει και ένα και δύο και πολλά μικρά Πολυτεχνεία, θα γεννήσει οργή και εξεγέρσεις είτε μακράς πνοής και οργανωμένες είτε αυθόρμητες και θνησιγενείς.