Γιώργος Παυλόπουλος
Ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί τελικώς πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν ή ο Ντόναλντ Τραμπ, η διαπίστωση δεν αλλάζει: Η μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού κλονίζεται συθέμελα στο εσωτερικό της, ενώ επαναπροσδιορίζεται και η θέση της στο διεθνές οικοδόμημα.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ απέδειξαν ότι οι «σιωπηροί» Αμερικανοί, που συμμετείχαν πιο μαζικά παρά ποτέ σε αυτή τη διαδικασία, είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα την Αμερική και είναι σε θέση να ξεγελάσουν όλους τους υπόλοιπους. Κυρίως δε τους δημοσκόπους και όσους τους εμπιστεύθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, σπεύδοντας ουσιαστικά να «απονείμουν» την προεδρία στον Τζο Μπάιντεν, με το ευρύ προβάδισμα που του έδιναν σε όλες σχεδόν τις πολιτείες-κλειδιά. Το… πατατράκ που έπαθαν όλοι αυτοί, μάλιστα, είναι μάλλον χειρότερο από το αντίστοιχο του 2016, καθώς φέτος ισχυρίζονταν πως είχαν προσαρμόσει τις έρευνές τους στα πραγματικά δεδομένα και είχαν διαγνώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα υπόγεια ρεύματα.
Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, εξέπληξε πολλούς με την επίδοσή του (ανεξαρτήτως εάν επανεκλεγεί ή όχι), για να επιβεβαιώσει και πάλι ότι δεν αποτελεί ένα… ατύχημα ή μια ιδιοτροπία της ιστορίας. Εκπροσωπεί και εκφράζει ένα συγκεκριμένο και εξαιρετικά ισχυρό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, όπου οι θαυμαστές και μιμητές του κάθε άλλο παρά λίγοι και αμελητέοι είναι. Πρόκειται για ένα ρεύμα αντιδραστικό και επιθετικό, που φάνηκε πως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την υπόσχεση της επιστροφής σε «μία από τα ίδια», ούτε με τις λογικές των «δημοκρατικών μετώπων», τα οποία χωνεύουν ό,τι πιο ριζοσπαστικό αναδεικνύεται και εκφράζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Σε κάθε περίπτωση, ένα και πλέον 24ωρο αφότου ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία, το σκηνικό παραπέμπει στο απόλυτο πολιτικό θρίλερ. Άλλωστε, όποιος και εάν ανακηρυχθεί τελικώς και επισήμως νικητής – κάτι που μπορεί να απαιτήσει αρκετές μέρες, μιας και το αποτέλεσμα παραμένει αμφίρροπο και αμφισβητούμενο – θα έχει επικρατήσει οριακά, τουλάχιστον όσον αφορά στον αριθμό των εκλεκτόρων, οι οποίοι έχουν και τον τελευταίο λόγο με βάση το εκλογικό σύστημα. Ο Μπάιντεν, βεβαίως, θα συγκεντρώσει τρία και πλέον εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον αντίπαλό του σε πανεθνική κλίμακα, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι ούτε η αναγκαία ούτε η ικανή συνθήκη για να του διασφαλίσει την προεδρία.
Το σίγουρο και πιο σημαντικό από όλα, πάντως, είτε στον Λευκό Οίκο παραμείνει ο Τραμπ είτε μετακομίσει εκεί ο Μπάιντεν, είναι πως η μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού μπαίνει ακόμη πιο βαθιά στο τούνελ της πολιτικής κρίσης, με την έξοδο να εξακολουθεί να μην είναι ορατή. Η εκ των προτέρων αμφισβήτηση του αποτελέσματος, η αναμενόμενη δικαστική μάχη, οι υποψίες παρατυπιών στη διαδικασία και τα σενάρια που προβλέπουν μια βίαιη αντιπαράθεση στους δρόμους των μεγαλουπόλεων ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με συμμετοχή και άλλων οργανωμένων κοινωνικών ομάδων, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Η κρίση αυτή δεν είναι, φυσικά, τυχαία. Είναι συνέπεια του ισχυρού κλονισμού και των τριγμών που γνωρίζει εδώ και καιρό το οικοδόμημα των ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα: Την οικονομία, όπου το «αμερικανικό όνειρο» απομακρύνεται διαρκώς από τους περισσότερους. Την υγεία, όπου εκατομμύρια παραμένουν έκθετοι και απροστάτευτοι απέναντι στην πανδημία. Τις φυλετικές διακρίσεις, που μοιάζουν να οξύνονται διαρκώς, ενισχύοντας την εικόνα ενός Τρίτου Κόσμου μέσα στη χώρα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όπως είναι προφανές, και με τον διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία και βίαια, αναδεικνύοντας κράτη και συνασπισμούς κρατών που αμφισβητούν ευθέως την πρωτοκαθεδρία τους. Έτσι, αντικειμενικά, μαζί με την Αμερική πολλαπλασιάζονται και εντείνονται τα κρισιακά φαινόμενα συνολικά στο στρατόπεδο της «Δύσης», σε ολόκληρο τον πλανήτη και στο ίδιο το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και τα συστήματα διακυβέρνησης που το πλαισιώνουν.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμη, αυτή η εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ μπορεί να θεωρηθεί δικαίως ως σημείο καμπής. Και η εποχή μας, εποχή ιστορικών αλλαγών, διλημμάτων και ευκαιριών.