Γιώργος Παυλόπουλος
Μέχρι την Παρασκευή, φαινόταν πως οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα έληγαν με επικράτηση –έστω και οριακή σε επίπεδο εκλεκτόρων– του Τζο Μπάιντεν (κάτι που μένει φυσικά να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί επισήμως). Το σίγουρο, πάντως, είναι πως οι δημοσκόποι απέτυχαν και πάλι να διαβάσουν σωστά τη δυναμική και το κλίμα στις τάξεις της «βαθιάς» και «σιωπηρής» Αμερικής. Μάλιστα, εάν η προεκλογική περίοδος διαρκούσε λίγες ακόμη ημέρες, τότε ο Ντόναλντ Τραμπ θα είχε σοβαρές πιθανότητες να αναδειχτεί νικητής, καθώς η ψαλίδα με τον αντίπαλό του είχε αρχίσει ήδη να κλείνει. Άλλωστε, τα exit polls έδειξαν πως ανάμεσα σε εκείνους που αποφάσισαν τι θα ψηφίσουν μόλις τον τελευταίο μήνα ή, πολύ περισσότερο, την τελευταία εβδομάδα πριν την 3η Νοεμβρίου, το προβάδισμα του απερχόμενου προέδρου ήταν μεγάλο.
Δεν χωράει αμφιβολία, επίσης, ότι στην περίπτωση που δεν είχε εμφανιστεί ο νέος κορονοϊός και δεν είχε ξεσπάσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο πλήττει τις ΗΠΑ εξίσου βίαια με το πρώτο, τότε ο Τραμπ θα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για να διασφαλίσει μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο. Ειδικά καθώς ο Τζο Μπάιντεν έδειχνε να έχει ξεμείνει από δυνάμεις, προτάσεις και συνθήματα πριν καν εισέλθει στην τελική ευθεία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η νίκη Μπάιντεν υπήρξε καθαρή σε πανεθνικό επίπεδο, καθώς συγκέντρωσε σχεδόν 3,5 εκατ. ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ, αριθμός ο οποίος μεταφράζεται σε μια διαφορά της τάξης των 3,5 και πλέον ποσοστιαίων μονάδων. Το περίπλοκο και βαθιά αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ, όμως, οδήγησε σε ένα ακόμη ντέρμπι. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή είναι η έβδομη φορά στις τελευταίες οκτώ εκλογικές αναμετρήσεις που ένας Δημοκρατικός συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους — μόνο που σε δύο περιπτώσεις, το 2000 και το 2016, ήταν ο Ρεπουμπλικάνος που βρέθηκε στον Λευκό Οίκο.
Το ρεκόρ συμμετοχής εντείνει την πίεση στα δύο κόμματα, τα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν
Το ρεκόρ συμμετοχής (από το 1900 μέχρι σήμερα) που σημειώθηκε στις φετινές προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εντυπωσιακό, καθώς σε αυτές ψήφισαν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι, έναντι 135 εκατ. το 2016. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τους νέους ψηφοφόρους, όσους δηλαδή συμμετείχαν για πρώτη φορά σε εκλογική διαδικασία, μιας και οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους αυξήθηκαν κατά 13% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό πριν από τέσσερα χρόνια.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν, αν μην τι άλλο, την αναθέρμανση του πολιτικού ενδιαφέροντος των Αμερικανών, την πόλωση που έχουν προκαλέσει τα γεγονότα της περασμένης περιόδου και η κατάσταση που διαμορφώνεται στις ΗΠΑ. Μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε, επίσης, ότι είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που, σε σύγκριση με προηγούμενες αναμετρήσεις, πιστεύουν πως μπορούν να παρέμβουν στις εξελίξεις και το κεντρικό σκηνικό και με την ψήφο τους.
Ταυτόχρονα, η συμμετοχή-ρεκόρ, η οποία οφείλεται σε υποστηρικτές και των δύο κομμάτων και υποψηφίων, φανερώνει κάτι ακόμη: Ότι οι ψηφοφόροι περιμένουν πολλά από τον εκλεκτό τους. Και εάν, όσον αφορά τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτό δεν είναι άλλο από το να συνεχίσει πιο επιθετικά στη γραμμή που έχει χαράξει κατά την πρώτη του τετραετία, με τον Τζο Μπάιντεν τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Κυρίως, επειδή όσοι τον επέλεξαν, έστω και με βαριά καρδιά ή απλώς και μόνο για να τιμωρήσουν τον Τραμπ, ελπίζουν πως θα τραβήξει γρήγορα μια κόκκινη γραμμή στην πολιτική κληρονομιά του προκατόχου του, θα ακυρώσει μια σειρά επίμαχες και έντονα αμφισβητούμενες αποφάσεις του προκατόχου του και θα επαναφέρει την «κανονικότητα» στη χώρα, γεφυρώνοντας τα ρήγματα που έχουν προκληθεί.
Μόνο που όλα αυτά είναι πάρα πολλά και πρακτικά αδύνατα για έναν πολιτικό όπως ο Μπάιντεν, αλλά και για ένα κόμμα όπως είναι οι Δημοκρατικοί σήμερα. Αποτελεί κοινό μυστικό, εξάλλου, ότι ο «κουρασμένος Τζο» αποτέλεσε μια επιλογή ανάγκης για το κατεστημένο και την παραδοσιακή βάση των Δημοκρατικών, σε μια προσπάθεια να καλυφθεί η «Βαβέλ» των προκριματικών με τους 21 διεκδικητές του χρίσματος, που οδηγούσε με μαθηματική και πολιτική ακρίβεια στην επανεκλογή Τραμπ. Γι’ αυτό και επιστρατεύτηκε το γνωστό και δοκιμασμένο σενάριο του «δημοκρατικού τόξου», στις ανάγκες του οποίου υποτάχτηκαν και οι θεωρούμενοι ως αριστεροί του κόμματος, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και η φέρελπις νεαρή πολιτικός Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.
Τα συνθήματα δε που επικράτησαν ήταν το «όλοι μαζί για να φύγει ο Τραμπ» και το «επιστροφή στην κανονικότητα». Πίσω από αυτά επιχειρήθηκε να κρυφτεί τόσο η απουσία οποιουδήποτε ριζοσπαστικού στοιχείου από το πρόγραμμα όσοι και η σύγκλιση με τις θέσεις των Ρεπουμπλικάνων και του Τραμπ σε μια σειρά κρίσιμα μέτωπα, όπως οικονομία, εξωτερική πολιτική, αλλά και φυλετικό — ενώ στο θέμα της υγείας, μάλλον η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στους δύο ήταν η διαρκής ύπαρξη μιας μάσκας στο πρόσωπο του ενός και η συχνότατη απουσία της από εκείνο του άλλου…
Είναι προφανές, ωστόσο, ότι με την τριπλή κρίση να μαίνεται στις ΗΠΑ και να σαρώνει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, δημιουργώντας παράλληλα έντονη ανασφάλεια και σε εκείνο που μοιάζει ακόμη να αντέχει (δεν αναφερόμαστε, φυσικά, στο μεγάλο κεφάλαιο και τους δισεκατομμυριούχους), μια τέτοια συμβατική και άτολμη απάντηση δεν μπορεί ούτε να εμπνεύσει ούτε, πολύ περισσότερο, να δημιουργήσει τη βάση για μια σταθερή τετραετία. Αυτός, εξάλλου, είναι ο λόγος που ο Μπάιντεν δεν κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τη διαφορά σε ψήφους που είχε επιτύχει η Κλίντον πριν τέσσερα χρόνια, καθώς και για το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατόρθωσαν να πάρουν τον έλεγχο της Γερουσίας, έστω και αν για να το επιτύχουν αρκούσε να «αρπάξουν» 3 μόλις έδρες από τους Ρεπουμπλικάνους.
Από την άλλη, είναι αξιοσημείωτη η αντοχή του Τραμπ, ο οποίος όχι μόνο συγκράτησε τη βάση του, αλλά σε αρκετές πολιτείες κατάφερε να φέρει στις κάλπες πάνω από 6 εκατ. επιπλέον οπαδούς του σε σύγκριση με το 2016. Ανάμεσά τους και σε Αφροαμερικανούς και ισπανόφωνους Λατίνους, που απέδειξαν πως δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως κοινωνικές ομάδες με ενιαία ταξική συνείδηση, παρά τις προκλητικές διακρίσεις σε βάρος τους. Η αντοχή αυτή οφείλεται δε σε ένα απλό γεγονός, το οποίο πολλοί επέμεναν να παρακάμπτουν ή να αγνοούν: Ότι ο Τραμπ δεν αποτελεί ένα… ατύχημα ή μια παρένθεση στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, αλλά εκφράζει αντικειμενικές τάσεις, τόσο στην κοινωνία όσο και στην αστική τάξη τους. Γι’ αυτό και πολλές από τις θέσεις του έχουν υιοθετηθεί από τους αντιπάλους του, έστω και σιωπηρά — κάτι που, άλλωστε, συμβαίνει και στην Ευρώπη με τους «φίλους» του Τραμπ και τους «αντιπάλους» τους.
Η συγκεκριμένη εικόνα δημιουργεί, βεβαίως, ένα πρόβλημα: Ολοένα περισσότεροι Αμερικανοί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να περιμένουν διέξοδο από τις κρίσεις και λύσεις στα προβλήματά τους από το πολιτικό κατεστημένο των δύο κομμάτων. Όσο δε κι αν φαντάζει παράδοξο, η διαδικασία αυτή επιταχύνεται με τις τελευταίες εκλογές, καθώς το κύμα πολιτικοποίησης θα αποκαλύψει πιο εύκολα τα τεράστια ελλείμματα του συστήματος, όποιος και αν είναι ο επόμενος πρόεδρος. Ειδικά εάν είναι ο Μπάιντεν, ο οποίος θεωρητικά «χρεώνεται» την ευθύνη για να φέρει αλλαγές.
Η πόλωση, λοιπόν, στις ΗΠΑ θα ενταθεί περαιτέρω. Ήδη, οι κατηγορίες Τραμπ περί νοθείας και οι αναμενόμενες δικαστικές μάχες υπονομεύουν περαιτέρω το πολιτικό εποικοδόμημα και πριονίζουν τα θεμέλιά του, ειδικά καθώς υπάρχουν εκατομμύρια Αμερικανοί έτοιμοι –και πάνοπλοι– να υπερασπίσουν τα «δίκαια» του δικού τους υποψηφίου με κάθε τρόπο και κόστος. Ακόμη πιο μεγάλη είναι, όμως, η απόσταση ανάμεσα στις αγωνίες και τις ανάγκες ενός μεγάλου, ενδεχομένως και πλειοψηφικού, τμήματος της κοινωνίας με το πολιτικό κατεστημένο και συνολικά το σύστημα εξουσίας.
Αυτή η εσωτερική αποσταθεροποίηση αναμφίβολα θα ενισχύσει και την τάση «απομονωτισμού» της υπερδύναμης στο διεθνές σκηνικό, η οποία είχε ούτως ή άλλως εμφανιστεί την περίοδο Ομπάμα και ενισχύθηκε στην τετραετία Τραμπ. Η παραπάνω εξέλιξη δε, είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει τις ανακατατάξεις, την κατάρρευση της παλιάς τάξης πραγμάτων και τη σταδιακή ανάδυση μιας νέας, μέσα από τον κόσμο των τεράτων.
Η κοινωνική «ακτινογραφία» της ψήφου των Αμερικανών
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το πιθανότερο σενάριο ήταν μια σειρά πολιτείες-κλειδιά (Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Αριζόνα, ενδεχομένως και Βόρεια Καρολίνα και Τζόρτζια) να έχουν αλλάξει χέρια σε σύγκριση με τις εκλογές του 2016. Εφόσον οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, είναι αυτές και οι εκλέκτορές τους που θα δώσουν τη νίκη στον Τζο Μπάιντεν. Σε όλες, πάντως, το προβάδισμα του υποψηφίου των Δημοκρατικών σε ψήφους ήταν οριακό, αποδεικνύοντας το τελικό αποτέλεσμα κρίθηκε κυριολεκτικά στο νήμα και θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.
Αξίζει να σταθούμε λίγο στο παράδειγμα της Αριζόνα, όπου η αναμέτρηση κρίθηκε σε λίγες δεκάδες χιλιάδες ψήφους, για να υπογραμμίσουμε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν δύο επιλογές του Τραμπ. Η πρώτη αφορά τις αλλεπάλληλες προσβολές απέναντι σε ένα «θρύλο» των Ρεπουμπλικάνων στη συγκεκριμένη πολιτεία, ο οποίος διεκδίκησε την προεδρία το 2008 απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα: Πρόκειται για τον Τζον Μακέιν, ο οποίος πέθανε το 2018, με τη σύζυγό του νε «εκδικείται» τον Τραμπ αρχικά μη καλώντας τον στην κηδεία του και, στη συνέχεια, υιοθετώντας ανοιχτά την υποψηφιότητα του Μπάιντεν τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η δεύτερη καθοριστική επιλογή έχει να κάνει με την κατασκευή του τείχους του αίσχους στα σύνορα με το Μεξικό, για την αποτροπή της εισόδου στις ΗΠΑ «παράνομων» μεταναστών. Ήταν μια ενέργεια η οποία μπορεί να συσπείρωσε τον πιο σκληρό και αντιδραστικό «πυρήνα» του κόμματος και της κοινωνίας, ταυτόχρονα όμως προκάλεσε αντιδράσεις τόσο σε τμήμα των επιχειρήσεων, που εξαρτώνται άμεσα από το «εισαγόμενο» και φτηνό εργατικό δυναμικό όσο και στους πολυπληθείς ισπανόφωνους και λατινοαμερικάνους της πολιτείας.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα exit polls, στην τελευταία κατηγορία ο Μπάιντεν έλαβε διπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με τον Τραμπ. Υπέστη έτσι, τη δεύτερη μεγαλύτερη συντριβή του μετά το μόλις 12% που φέρεται να έλαβε ανάμεσα στους Αφροαμερικανούς — και ανάλογης έκτασης με εκείνη την οποία γνώρισε από τους Ασιάτες, καθώς από αυτούς τον προτίμησε μόνο το 31%. Η συνολική εικόνα δείχνει, λοιπόν, ότι ο Τραμπ υστέρησε σημαντικά στις τάξεις και των τριών παραπάνω μειονοτήτων (αν και τα πήγε καλύτερα σε σύγκριση με το 2016, κερδίζοντας 3-4 ποσοστιαίες μονάδες). Το μεγάλο του όπλο παρέμειναν δε οι λευκοί, οι οποίοι αποτελούν το 65% του εκλογικού σώματος και του έδωσαν καθαρό προβάδισμα με 57%, έναντι 42% του αντιπάλου του.
Ενδιαφέρουσα, τέλος, είναι και η εικόνα από την κατανομή της. Ο Μπάιντεν, για παράδειγμα, εμφανίζεται να επικράτησε με μεγάλη διαφορά στις γυναίκες (56%), στους νέους κάτω των 29 ετών (62%), τους απόφοιτους κολεγίου (55%), στους ανύπαντρους (57%) και τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα κάτω των 100.000 δολαρίων (57%), ενώ ο Τραμπ στις υπόλοιπες κατηγορίες.