Κυριάκος Νασόπουλος
▸ Ο κορυφαίος όλων, ο γητευτής της μπάλας, ο γνήσιος επαναστάτης των γηπέδων, που αγαπήθηκε όσο κανείς από τους λάτρεις του ποδοσφαίρου, δεν είναι πια εδώ.
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έφυγε από την ζωή την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου, σε ηλικία 60 ετών, προδομένος από την καρδιά του. Ο θρύλος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου είχε υποβληθεί πρόσφατα σε επέμβαση στον εγκέφαλο, μένοντας στο νοσοκομείο για οκτώ ημέρες.
Επέλεξε να φύγει την ίδια μέρα με τον μεγάλο επαναστάτη και φίλο του Φιντέλ Κάστρο καθώς και τον Ιρλανδό αντισυμβατικό θρύλο Τζορτζ Μπεστ. Ο «Pibe de Oro», το «Χρυσό Παιδί», θα ζει όμως για πάντα στις καρδιές και τις συνειδήσεις των ρομαντικών και αμετανόητα πιστών της στρογγυλής θεάς.
Ο Ντιεγκίτο γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Βίλα Φιορίτο, σε μια παραγκούπολη έξω από το Μπουένος Άιρες. Γιος βιομηχανικού εργάτη δεν ξέχασε ποτέ τις ταξικές του ρίζες, βρέθηκε πάντα δημόσια στο πλευρό του λαού και των κατατρεγμένων αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό και λατρεύτηκε σαν θεός στις φαβέλες της Αργεντινής και όλης της Λατινικής Αμερικής αλλά και σε όλες τις φτωχογειτονιές του πλανήτη.
Σε ηλικία μόλις 8 ετών θα τον εντοπίσει ένας ανιχνευτής ταλέντων και δύο χρόνια μετά θα βρεθεί να παίζει στην εφηβική ομάδα της Αρχεντίνος Τζούνιορ. Μέχρι τα 14 του θα παίξει στις ακαδημίες με την ομάδα Cebollitas, που σημαίνει «Κρεμμυδάκια». Μέσα σε τρία χρόνια, οι Cebollitas καταφέρνουν να μείνουν στην ιστορία ως η πιο διάσημη και πετυχημένη παιδική ομάδα της Αργεντινής. Στην συνέχεια θα κάνει το πρώτο του πέρασμα από την λατρεμένη του Μπόκα Τζούνιορ και το 1982 θα πάρει μεταγραφή για την Μπαρτσελόνα.
Το 1984 θα βρεθεί στην Ιταλία και την Νάπολι. Θα λατρευτεί και εκεί σαν θεός από τον υποτιμημένο Ιταλικό Νότο, προσφέροντάς του μια ιδεατή ρεβάνς από τον πλούσιο Βορρά. Με τους Παρτενοπέι θα κατακτήσει δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο Ιταλίας, ένα κύπελλο UEFA και ένα ιταλικό σούπερκαπ. Το 1992 μετακομίζει στην Ισπανία και την Σεβίλλη, ενώ ένα χρόνο μετά θα επιστρέψει στην Αργεντινή για την Νιούελς Ολντ Μπόις. Θα κλείσει την καριέρα του το 1997 στην ομάδα που ονειρευόταν, την Μπόκα Τζούνιορς.
Με την άλλη μεγάλη του αγάπη, την εθνική Αργεντινής, ο Ντιεγκίτο θα πάρει μέρος σε τέσσερα Μουντιάλ (1982, 1986, 1990, 1994), σημειώνοντας γκολ σε όλα. Το 1986, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικό θα γράψει ιστορία οδηγώντας την πατρίδα του στην κατάκτηση του τροπαίου. Θα μείνει στην ιστορία για το «χέρι του θεού», γκολ που σημείωσε στα προημιτελικά με την Αγγλία, αλλά και για εκείνο που σημείωσε αφού πρώτα πέρασε σχεδόν όλη την αγγλική ομάδα, παίρνοντας την μπάλα λίγο πίσω από το κέντρο του γηπέδου.
Σε όλη του την πορεία ο Μαραντόνα, το μεγαλύτερο «δεκάρι» στην ιστορία του ποδοσφαίρου, παρέμεινε λαϊκά γνήσιος, παλεύοντας συνεχώς με τα πάθη και τις αντιφάσεις του, αλλά επιλέγοντας πάντα να βρίσκεται στο πλευρό των αδικημένων. Δεν μάγεψε τα πλήθη μόνο με τα μοναδικά αγγίγματα της μπάλας μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Σε όποια χώρα και ομάδα βρέθηκε κατάφερε να εμπνεύσει τους οπαδούς, τους συμπαίκτες, μια ολόκληρη πόλη, ακόμα και ένα ολόκληρο λαό, εκείνον της πατρίδας του. Οι φτωχοί λαϊκοί άνθρωποι τον λάτρεψαν γιατί τον ένιωθαν έναν δικό τους άνθρωπο. Ο Ντιεγκίτο ποτέ δεν διεκδίκησε τον τίτλο του «καλού παιδιού» γι’ αυτό και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα του «σύγχρονου ποδοσφαίρου» τον έπαιζε μπάλα μόνο όταν τον είχε ανάγκη. Άλλωστε, καταφερόταν συχνά εναντίον της FIFA και της UEFA.
Ο Ντιέγκο με το τατουάζ του Τσε στο μπράτσο, αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος, και για τη συνεπή μαχητική του στάση, πάντα στο πλευρό των επαναστάσεων στην Κεντρική και Λατινική Αμερική και εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Υπήρξε προσωπικός φίλος του Φιντέλ Κάστρο και επισκέφτηκε πολλές φορές την Κούβα. Μάλιστα, εμπιστεύτηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας στην μάχη που έδωσε ενάντια στον εθισμό του στην κοκαΐνη και το αλκοόλ. Γι’ αυτό και ο Μαραντόνα τόνιζε πολλές φορές δημόσια ότι ο Φιντέλ και η σοσιαλιστική Κούβα του έσωσαν τη ζωή. Τα επόμενα χρόνια μέχρι και τις τελευταίες του μέρες ο Ντιέγκο Μαραντόνα στήριξε με όλες του τις δυνάμεις και άλλες αντιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, όπως της Βενεζουέλας του Ούγκο Τσάβες και της Βολιβίας του Έβο Μοράλες. «Σιχαίνομαι οτιδήποτε προέρχεται από τις ΗΠΑ. Το σιχαίνομαι με όλες μου τις δυνάμεις {…} Πιστεύω στον Τσάβες. Είμαι οπαδός του. Ότι κάνει ο Φιντέλ Κάστρο, ό,τι κάνει ο Τσάβες, για μένα είναι το καλύτερο», είχε δηλώσει ο Ντιεγκίτο.
«Είμαι ο Μαραντόνα, που βάζει γκολ και κάνει λάθη. Οι ώμοι μου είναι τόσο δυνατοί που μπορώ να παλέψω με τον καθένα. Είμαι μαύρο ή άσπρο. Ποτέ δεν θα είμαι γκρι στη ζωή μου».
Το ξέρουμε Ντιέγκο… Εσύ μας έκανες να αγαπήσουμε το ποδόσφαιρο, εσύ μας έπεισες να συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι αποτελεί μοναδικό κοινωνικό φαινόμενο και δεν περιορίζεται στις τέσσερις γραμμές.
Γι’ αυτό και σε λατρέψαμε, καλό ταξίδι.