▸Αντρές Εστεφάν: Επίκουρος Καθηγητής στο Universidad Adolfo Ibáñez, Πολιτικός αναλυτής, μέλος συντακτικής επιτροπής περιοδικού Rosa
Την Κυριακή, εκατοµµύρια Χιλιανοί θα προσέλθουν σε δύο κάλπες, σε ένα δηµοψήφισµα που επιβλήθηκε ουσιαστικά από τις µεγαλειώδεις κινητοποιήσεις. Στη µία καλούνται να εγκρίνουν τη συγκρότηση Συντακτικής Συνέλευσης για ένα νέο σύνταγµα, µε όλα να δείχνουν πως το «Ναι» θα επικρατήσει άνετα. Στη δεύτερη, για να επιλέξουν µε ποιο τρόπο θα συγκροτηθεί. Οι προτάσεις είναι δύο: Είτε µε απευθείας νέα εκλογή όλων των µελών της από τον λαο, είτε µε συµµετοχή των ήδη εκλεγµένων βουλευτών σε ποσοστό 50%. Οι δυνάµεις της Αριστεράς υποστηρίζουν την πρώτη επιλογή.
Συνέντευξη στη Λίτσα Φρυδά
▸ Ποια είναι η κατάσταση στη Χιλή, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα βίαιων διαμαρτυριών και λίγο πριν το δημοψήφισμα;
Έπειτα από μήνες αδράνειας, λόγω πανδημίας, τις τελευταίες εβδομάδες οι διαδηλώσεις επέστρεψαν στην «Πλατεία Αξιοπρέπειας», κέντρο και εμβληματικός τόπος της κοινωνικής εξέγερσης. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τις καταστείλει βίαια και να ποινικοποιήσει το νέο κύμα, παρά τις διεθνείς αναφορές για συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τα εκατοντάδες περιστατικά τύφλωσης πολιτών από την αστυνομία, με τη χρήση «πλαστικών σφαιρών». Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη τους λανθασμένους χειρισμούς στο θέμα της πανδημίας, όπου υπάρχουν σοβαρές και βάσιμες υποψίες νόθευσης στα στοιχεία για τη μεταδοτικότητα του ιού, οι οποίες επίσης δεν έχουν διερευνηθεί όπως θα έπρεπε. Όλα αυτά οδήγησαν σε ένα «διαζύγιο» ανάμεσα σε πολίτες και κυβέρνηση. Από την άλλη, η επανεκκίνηση των διαμαρτυριών δημιούργησε ένα ρήγμα μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να συνταχθεί ένα νέο σύνταγμα. Το «φωτισμένο» τμήμα της μεσαίας τάξης που στήριξε με ενθουσιασμό το ξέσπασμα του Οκτώβρη, το τελευταίο διάστημα αποστασιοποιήθηκε, επιμένοντας στην ανάγκη να δοθούν στους πολίτες που δεν έχουν πεισθεί ακόμα, εγγυήσεις τάξης και ασφάλειας. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που στηρίζουν την επανάληψη των διαμαρτυριών στους δρόμους, αναγνωρίζοντας πως είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να κρατήσει ζωντανά τα αιτήματα του Οκτώβρη και να μην «απορροφηθούν» από τις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ.
▸Οι δυνάμεις της αντίδρασης και η κυβέρνηση τι στάση έχουν;
Η κυβέρνηση του Σεμπάστιαν Πινιέρα κατάφερε να εργαλειοποιήσει αυτήν τη ρήξη και να ξεδιπλώσει την δική της ατζέντα υποκινώντας συγκρούσεις, ή τουλάχιστον μην καταδικάζοντας επεισόδια που αναμφίβολα έχουν σκοπό να σπείρουν αβεβαιότητα και φόβο στο συντηρητικό εκλεκτορικό σώμα. Μια άλλη από τις στρατηγικές της ήταν η επανενεργοποίηση του φαινομένου της βίας στην περιοχή Araucanía, σκηνή μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης μεταξύ της πολιτικής κοινότητας των Mapuche και του Χιλιανού κράτους.
Η κυβέρνηση και οι δυνάμεις της Δεξιάς κατόρθωσαν να ξεπεράσουν μια οξυμένη διαδικασία αναταραχής και αντεγκλήσεων που προέκυψαν από τα λάθη στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και από την ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των φιλελεύθερων και των αυταρχικών φατριών της, που διασπάστηκαν λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της κοινωνικής έκρηξης, τη συνταγματική συζήτηση που ακολούθησε και την αντιπολίτευση στο Κογκρέσο. Οι δύσκολες στιγμές, ωστόσο, φαίνεται να έχουν μείνει πίσω, εν μέρει επειδή ο πρόεδρος Πινιέρα παρενέβη ενδυναμώνοντας τους αυταρχικούς. Σήμερα, μοιά-
ζουν να είναι το τμήμα του πολιτικού σκηνικού με τη μεγαλύτερη ομαλότητα. Αν και οι δεξιοί διανοούμενοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ φιλελεύθερων πραγματιστών και Καθολικών κοινοτιστών, οι φανερές διαφωνίες τους δεν διαταράσσουν την πολιτική δράση της κυβέρνησης.
▸ Ποιο είναι το διακύβευμα στο δημοψήφισμα;
«Τέμνονται» πολλά διακυβεύματα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει το κεντρικό ερώτημα εάν η χιλιανή κοινωνία θα μπει πραγματικά στη διαδικασία διαβούλευσης για τη σύνταξη ενός συντάγματος που να διαλύει τις σκιές της δικτατορίας του Πινοσέτ και να αναγνωρίζει τις κοινωνικές απαιτήσεις και ανάγκες που έχουν συσσωρευτεί από τις εξεγέρσεις του 2006, του 2011 και του 2018. Πέρα από αυτήν τη μακροχρόνια σύγκρουση, υπάρχουν πολλές εντάσεις αναφορικά με το πολιτικό στίγμα των λαϊκών κινητοποιήσεων στην τρέχουσα διαδικασία. Η ριζοσπαστικοποίηση των κινητοποιήσεων πυροδότησε κάποιους φόβους, ειδικά στη μεσαία τάξη. Όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας οικονομίας σοβαρά επιδεινωμένης από μια μακρά και κακή διαχείριση της καραντίνας, η οποία επιβλήθηκε στον λαό με μηδενική ή πενιχρή κρατική υποστήριξη, επηρεάζοντας κυρίως τα κατώτερα στρώματα. Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε ότι τους τελευταίους επτά μήνες βρισκόμαστε σε κατάσταση συνταγματικής «εξαίρεσης», χωρίς να υπολογίζουμε τις βδομάδες μετά την εξέγερση του Οκτώβρη. Πρόκειται να λάβουμε μέρος στο πιο σημαντικό δημοψήφισμα από το τέλος της δικτατορίας και σήμερα οι ελευθερίες μας είναι περιορισμένες, όπως και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
▸Σε ποιο βαθμό συνέβαλαν τα κινήματα στην απόφαση της Χιλιανής κυβέρνησης να διεξάγει το δημοψήφισμα;
Το δημοψήφισμα και η ενδεχόμενη συντακτική διαδικασία δεν είναι νοητά αν δεν λάβουμε υπόψη τον κύκλο των διαμαρτυριών που ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 2019 και παρέμειναν ενεργές, με εξάρσεις και υφέσεις, μέχρι το ξεκίνημα της πανδημίας. Ήταν ξεκάθαρο σε όλους ότι η κοινωνική εξέγερση ξεπέρασε τους θεσμούς, τα πολιτικά κόμματα και την ικανότητα της κυβέρνησης να ελιχθεί. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο εμφανές πως η συμφωνία που υπογράφηκε τον περασμένο Νοέμβρη από τις θεσμικές πολιτικές δυνάμεις για να ελέγξουν την εξέγερση και να προτείνουν δημοψήφισμα, υιοθετήθηκε κάτω από σοβαρές απειλές στρατιωτικής επέμβασης. Πολλοί παράγοντες που συμμετείχαν σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις έχουν κάνει δηλώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, κανείς όμως δεν το έχει παραδεχθεί επισήμως. Αν κάποιος κοιτάξει την πολιτική ιστορία της χώρας, αυτό δεν είναι υπερβολικό. Για να επιστρέψουμε όμως στην ερώτηση, δεν θα μιλάγαμε σήμερα για δημοψήφισμα ή ενδεχόμενη συντακτική διαδικασία χωρίς την πίεση των πολιτών που βγήκαν στους δρόμους μετά την εξέγερση της 18ης Οκτώβρη 2019. Τώρα, αν δούμε την κατάσταση πέρα από τη συγκυρία, σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις μπορούμε να αναγνώσουμε τα αιτήματα και τις δράσεις πολλών ομάδων και κινημάτων (μαθητών, εκπαιδευτικών, φεμινιστριών, ιθαγενών, περιβαλλοντικών ακτιβιστών, συνταξιούχων) που διαδήλωναν ενάντια στο Χιλιανό πολιτικό σύστημα τουλάχιστον από το 2006 ή ακόμα και από το τέλος της δικτατορίας. Πρόκειται για μια μακρά συσσώρευση δυνάμεων οι οποίες έκαναν ταυτόχρονα την πιο ριζοσπαστική κινητοποίησή τους στις 18 Οκτώβρη 2019, αλλά είχαν δημιουργηθεί μέσα από μακροχρόνιες και πολύμορφες συγκρούσεις που δημιουργούσαν ρωγμές επί δεκαετίες στην νεοφιλελεύθερη Χιλιανή συναίνεση.
▸Ποια είναι η θέση των διάφορων οργανώσεων, φεμινιστικών συλλογικοτήτων, ιθαγενών;
Το φεμινιστικό κίνημα πέτυχε ίση αντιπροσώπευση στη μελλοντική Συνταγματική Συνέλευση (50% γυναίκες, 50% άνδρες). Αυτό ήταν αποτέλεσμα των μαζικών κινητοποιήσεων του Μάη του 2018 και των συζητήσεων που προκάλεσε αυτό το κίνημα, και απέδειξε την σπουδαιότητα της φεμινιστικής εξέγερσης. Παράλληλα, οι φεμινιστικές οργανώσεις δίδαξαν ολόκληρη την κοινωνία πως δεν πρόκειται απλά για ποσοστά αλλά για δομικές αλλαγές και πως το περιεχόμενο του μελλοντικού συντάγματος και οι νόμοι που θα το εφαρμόσουν είναι και τα δύο κρίσιμα στη μάχη ενάντια στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων ανάμεσα στα δύο φύλα. Όσο για τις ιθαγενείς κοινότητες, περιμένουν ακόμη μια μεταρρύθμιση για να αξιώσουν μερικές θέσεις στη Συνταγματική Συνέλευση. Η μαζική παρουσία της σημαίας των Μαπούτσε σε κάθε διαδήλωση από τον Οκτώβρη του 2019 και μετά υποδηλώνει πως το ζήτημα της πολυεθνικότητας θα πρέπει να αναδειχθεί στη συζήτηση για το δημοψήφισμα. Το ερώτημα είναι αν οι ιθαγενείς πληθυσμοί θα αποτελούν μέρος της διαδικασίας — και αν ναι, με ποιον τρόπο.
Ο λαός της Χιλής δύσκολα θα αποδεχθεί η εξέγερση να µην οδηγήσει σε µεγάλες και βαθιές τοµές κι αυτό αποτελεί πρόκληση για το Ευρύ Μέτωπο και την Αριστερά
▸ Ειδικά σε επίπεδο Αριστεράς;
Μεταξύ των αριστερών και των κεντροαριστερών πολιτικών κομμάτων, το πρόβλημα είναι αν θα πετύχουν μια συμμαχία για την εκλογή των υποψηφίων τους στην περίπτωση που επικρατήσει το «Ναι». Τα κεντροαριστερά κόμματα (αρχικά ενωμένα στο σχήμα Συνεννόηση και μετέπειτα στη Νέα Πλειοψηφία) ήταν στην εξουσία για μεγάλο διάστημα την τελευταία τριακονταετία και για πολλούς αποτελούν μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Το Ευρύ Μέτωπο, ένας συνασπισμός που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια από νέα κόμματα, οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα να αμφισβητηθεί και να ξεπεραστεί η ηγεμονία των κεντροαριστερών κομμάτων, που συνήθως ταυτίζονται με τους υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης κληρονομιάς της δικτατορίας. Δεδομένης της ταχείας ένταξής του στην επίσημη πολιτική σκηνή, με εκπροσώπους στο Κογκρέσο και δήμαρχους σε διάφορους δήμους σε όλη τη χώρα, οι ηγέτες του Ευρέος Μετώπου δεν έχουν επιλύσει την εξίσωση που προκύπτει από το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα να είναι με το ένα πόδι στους δρόμους και με το άλλο στα θεσμικά όργανα. Οι κινητοποιημένοι πολίτες, ενωμένοι κάτω από τα αιτήματα για αλλαγές και με υψηλά επίπεδα δυσπιστίας, με δυσκολία θα ανεχθούν η κοινωνική εξέγερση να μην οδηγήσει πουθενά. Για κάποιους επίσης, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚ Χιλής, η συμφωνία που οδήγησε στο δημοψήφισμα ήταν μια προδοσία και μια προσπάθεια των συντηρητικών ελίτ να εξουδετερώσουν την κρίση, εκτονώνοντας και αντιμετωπίζοντας την εξέγερση με θεσμικό τρόπο. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικού προγράμματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαιτείται ένα κυβερνητικό πρόγραμμα αλλά ο καθορισμός συγκεκριμένων ζητημάτων που θα συζητήσουν οι εκπρόσωποι του κινητοποιημένου λαού στη Συνταγματική Συνέλευση.
▸Θεωρείτε ότι η πανδημία θα επηρεάσει τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα; Ποια είναι η εκτίμησή σας για τα αποτελέσματα;
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η επιλογή «Ναι» θα κερδίσει με άνεση, σύμφωνα με κάποιες με 74%, σύμφωνα με άλλες με 84%. Το πρόβλημα είναι η αποχή, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές έχει μειωθεί δραματικά μετά την καθιέρωση της εθελοντικής ψηφοφορίας το 2012. Στις δημοτικές εκλογές του 2016, το 65% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους απείχε από την ψηφοφορία. Στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2017, όταν εξελέγη ο Πινιέρα, ψήφισε μόνο το 49% του εκλογικού σώματος. Η νίκη με υψηλό ποσοστό είναι σημαντική, αλλά θα είναι ακόμη πιο σημαντική αν επιτευχθεί με μεγάλη συμμετοχή. Ένα υψηλό ποσοστό αποχής θα αποτελούσε κίνδυνο για τη νομιμότητα της διαδικασίας. Δεδομένης της σημασίας αυτού του δημοψηφίσματος, αναμένεται ότι η αποχή θα είναι χαμηλότερη από τις προηγούμενες φορές, αλλά υπάρχει και ο άλλος παράγοντας που αναφέρετε, η πανδημία, η οποία περιπλέκει την κατάσταση.