Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Το τελευταίο διάστημα τα αστυνομικά χτυπήματα σε συγκεντρώσεις δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε ένα κυβερνητικό σχέδιο αξιοποίησης και εφαρμογής του πρόσφατα ψηφισθέντα αντιδραστικού νόμου για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Ας δούμε τα γεγονότα με τη σειρά. Μετά τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης στους διωκόμενους αγωνιστές και απεργούς πείνας στην Τουρκία που διοργανώθηκε στις 25/9, οι διαδηλωτές επιχείρησαν να ακολουθήσουν πορεία προς την τουρκική πρεσβεία. Η Ελληνική Αστυνομία είχε την απαίτηση να πάει η πορεία από το πεζοδρόμιο χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε μία λωρίδα του οδοστρώματος της λεωφ. Β. Σοφίας. Η διαδήλωση χτυπήθηκε άγρια και η ΕΛΑΣ συνέλαβε εφτά διαδηλωτές (πέντε πρόσφυγες από την Τουρκία και δύο Ελληνίδες).
▸ Με τα κλομπ των ΜΑΤ η κυβέρνηση θέλει να μετατρέψει τις πορείες σε υπάκουες σχολικές εκδρομές
Στη συγκέντρωση που κήρυξε ανεπιθύμητο τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στην πλ. Ελευθερίας στις 28/9, η αστυνομία ήθελε να περιορίσει τους εκατοντάδες διαδηλωτές της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία στη μία λωρίδα της Β. Σοφίας. Όταν οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να συμμορφωθούν η αστυνομία χτύπησε με χημικά και κλομπ. Το πιο πρόσφατο δείγμα γραφής ήταν η κυβερνητική αντιμετώπιση των πρώην «ηρώων» εργαζόμενων στα δημόσια νοσοκομεία που συμμετείχαν στην τρίωρη στάση εργασίας της ΠΟΕΔΗΝ διεκδικώντας παράταση των συμβάσεων και μονιμοποίηση του έκτακτου προσωπικού. Οι απεργοί που είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς έξω από το υπουργείο Υγείας, επιδιώκοντας συνάντηση με την ηγεσία του υπουργείου, δέχτηκαν επανειλημμένες επιθέσεις από τα ΜΑΤ ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης.
Αυτά τα εντελώς απρόκλητα μεθοδευμένα χτυπήματα εντάσσονται προφανώς στον κατασταλτικό οίστρο της κυβέρνησης που εκδηλώνεται παντού, στις μαθητικές καταλήψεις ή με τις προσαγωγές συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ έξω από την επιχείρηση «Βαϊράμογλου» στον Κολωνό. Ωστόσο η επιδίωξη του περιορισμού με κάθε μέσο των συγκεντρώσεων στον ελάχιστο δυνατό χώρο που κρίνει η αστυνομία με τις άνωθεν εντολές της, η προσπάθεια επιβολής των «μεσολαβητών» της και το χτύπημα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αποκαλύπτουν την κυβερνητική μεθόδευση «κανονικοποίησης» των συγκεντρώσεων καθώς και της καταστολής τους, σύμφωνα με τον τελευταίο νόμο.
Η κυβέρνηση σκοπεύει να καταστήσει τις συγκεντρώσεις, από εκδηλώσεις λαϊκής αγανάκτησης, διεκδίκησης και ανυπακοής, σε «φρόνιμες» και νοικοκυρεμένες διαμαρτυρίες που θα ακολουθούν τις οδηγίες των αρχών, κάτι σαν σχολικές εκδρομές μαθητών του Δημοτικού. Όσες κινητοποιήσεις δεν συμμορφώνονται σ’ αυτόν τον περιορισμό γίνονται εξαρχής στόχος αστυνομικής καταστολής. Την περίοδο που διανύουμε η κατάσταση της εργαζόμενης πλειονότητας και της νεολαίας, η υγειονομική κρίση, η ανεργία και η φτώχεια, η επίθεση στη δημόσια παιδεία και υγεία προκαλεί συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια. Τα κυβερνητικά μέτρα δεν έχουν πια την ανοχή που είχαν την άνοιξη. Οι εργατικοί αγώνες ναυτεργατών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών, οι μαθητικές καταλήψεις, οι αντιφασιστικές διαδηλώσεις και το κίνημα ενάντια στον κρατικό ρατσισμό ενάντια στους πρόσφυγες είναι οι πρώτες τροχιοδεικτικές βολές πριν καλά καλά μπει το φθινόπωρο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τρομοκρατήσει από τη μια και να «εξημερώσει» από την άλλη την ανήσυχη νεολαία και τους εργαζόμενους που στενάζουν κάτω από το βάρος της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής τους. Θα αξιοποιήσει τους σημερινούς δυσμενείς για την εργατική τάξη πολιτικούς συσχετισμούς για να μονιμοποιήσει μια κατάσταση ημιπαρανομίας των κινητοποιήσεων που απειλούν την κανονικότητα της αγοράς και του κεφαλαίου.
Η απάντηση του κινήματος και της αριστεράς δεν μπορεί να είναι η συμμόρφωση και ο αυτοπεριορισμός. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι το σπάσιμο των στεγανών που προσπαθεί να χτίσει η κυβέρνηση ανάμεσα στους αγωνιζόμενους και τη «σιωπηλή πλειοψηφία», η προβολή περιεχομένου και στόχων που να «μιλάνε» σε όσους στέκονται παράμερα, η δημιουργία ρηγμάτων στην εθνική ομοψυχία και η αποτροπή του κοινωνικού αυτοματισμού. Η κοινωνική κρίση και η ίδια η αστική πολιτική στρώνουν το έδαφος για μια τέτοια ανάταση του λαϊκού κινήματος που θα σπάσει εκ των πραγμάτων τα όρια που θέτει η εφαρμογή του νόμου για τις διαδηλώσεις.