Αλέξανδρος Λιανός
▸Αφιέρωμα: Η Δύση της Χρυσής Αυγής
Στο σημερινό τοπίο ο αντιφασιστικός και ο αντικυβερνητικός –από τη σκοπιά της αναμέτρησης με την πολιτική του κεφαλαίου– αγώνας έρχονται αντικειμενικά πιο κοντά
Στην τελική ευθεία μπαίνει η υπόθεση της δίκης της Χρυσής Αυγής με την έκδοση της τελικής απόφασης. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν τελειώνει ούτε αρχίζει σε δικαστικές αίθουσες, είναι όμως δεδομένο ότι η απόφαση της 7ης Οκτώβρη θα είναι καταλυτική για τις συνθήκες από εδώ και πέρα. Τίθεται όμως το ερώτημα, το πρόβλημα της φασιστικής απειλής περιορίζεται αποκλειστικά στη Χρυσή Αυγή; Χωρίς αμφιβολία, ο ρόλος της τα προηγούμενα χρόνια ήταν καθοριστικός και γι΄αυτό το τσάκισμα των οργανωμένων ταγμάτων εφόδου και της ναζιστικής ρητορικής είναι εξαιρετικά σημαντικό κεκτημένο. Ωστόσο η συζήτηση του αντιφασιστικού κινήματος και της Aριστεράς δεν μπορεί να μείνει σε αυτό. Όχι γιατί στα έδρανα που καθόταν ο Μιχαλολιάκος τώρα κάθεται ο Βελόπουλος, αλλά πολύ περισσότερο γιατί το πλαίσιο στο οποίο αναπαράγεται η ακροδεξιά και το νεοφασιστικό ρεύμα στην Ελλάδα (αλλά και διεθνώς) ενισχύεται, σε ένα περιβάλλον συνολικής «δεξιάς» μετατόπισης όλου του πολιτικού συστήματος.
Ακόμα και μια φευγαλέα ματιά στην επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων πείθει για τα παραπάνω. Ας θυμηθούμε τα συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», την αντιπροσφυγική υστερία, την έξαρση του εθνικισμού, το αναπτυσσόμενο ανορθολογικό σκοταδιστικό ρεύμα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σε όλα τα παραπάνω πεδία προσπαθούν να βρουν χώρο οι παραδοσιακές ή νεοσύστατες φασιστικές οργανώσεις (π.χ. το κόμμα του Κασιδιάρη), με την καθεμία να επιδιώκει να πρωτοστατήσει σε μια ιδιότυπη ακροδεξιά αντιπολίτευση. Τι αντιπολίτευση όμως μπορεί να γίνει, όταν όλα τα παραπάνω αποτελούν κομβικά σημεία της κυβερνητικής πολιτικής;
Μπορεί τα απλοϊκά σχήματα να αδυνατούν να εξηγήσουν την κατάσταση, ωστόσο δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι η ενσωμάτωση κρίσιμων πλευρών της ακροδεξιάς ατζέντας στην κυρίαρχη συστημική πολιτική είναι μια πραγματικότητα και μάλιστα διεθνούς εμβέλειας. Σαν συστημική τάση δεν αναφέρεται μόνο στους συνήθεις υπόπτους αλλά στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της κυρίαρχης πολιτικής σε όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Η παραπάνω κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, αφού από τη μια η ακροδεξιά πολιτική γενικεύεται και γίνεται κυρίαρχη, ενώ από την άλλη σε ένα τέτοιο έδαφος αναπτύσσονται διαρκώς όλο και πιο ακραίες και απειλητικές φωνές.
Πώς μπορεί όμως το αντιφασιστικό κίνημα να ανακόψει αυτήν την πορεία; Όταν ακροδεξιές ή και φασίζουσες αντιλήψεις από εργαλείο ανάσχεσης και τρομοκράτησης του λαϊκού κινήματος –ή έστω από παράπλευρη δήθεν αντισυστημική πρόταση διεξόδου– γίνονται κυρίαρχη πολιτική διαχείρισης, τότε η μάχη είναι διπλή. Σε αυτό το τοπίο ο αντιφασιστικός και ο αντικυβερνητικός (από τη σκοπιά της αναμέτρησης με την πολιτική του κεφαλαίου) αγώνας έρχονται αντικειμενικά πιο κοντά.
Αν δεν ηττηθεί συνολικά το πολιτικό πλαίσιο που όσα παιδιά δεν πνίγει στο Αιγαίο τα στοιβάζει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αν δεν ηττηθεί ο εθνικιστικός παροξυσμός για την αναβάθμιση του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αν δεν ηττηθεί το καθεστώς της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής, αν δεν ηττηθεί η πολιτική που παράγει φτώχεια και απελπισία για τους πολλούς, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα η φασιστική απειλή. Με τέτοια ματιά οφείλει να δει τις εξελίξεις το μαχόμενο εργατικό-λαϊκό κίνημα και η αριστερά στις νέες συνθήκες. Είναι δεδομένο πως σε μια τέτοια πορεία δεν χωρούν μισόλογα και χρεοκοπημένες συμμαχίες με τη δημοκρατική πτέρυγα του αστικού συστήματος ή, πολύ περισσότερο, ενσωμάτωση πτυχών της αστικής αφήγησης και στρατηγικής, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.
Η απόφαση της 7ης Οκτώβρη θα ορίσει το πλαίσιο για την παραπάνω συζήτηση από εδώ και πέρα και για αυτό αποτελεί σταθμό για το κίνημα και όλο τον δημοκρατικό κόσμο. Το σίγουρο είναι ότι μια νέα αντιδραστική εκστρατεία είναι προ των πυλών, ιδιαίτερα μπροστά σε μια νέα οξυμένη καπιταλιστική κρίση που δεν αφήνει για το κεφάλαιο και πολλές εναλλακτικές.