Γιάννης Ελαφρός
Ο ταξικός χαρακτήρας και το επίδικο του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων, για τη διεκδίκηση μέσω ΑΟΖ μεγαλύτερου κομματιού από τη λεία των ενεργειακών πόρων, οδηγεί σε ένα συνδυασμό έκφρασης στρατιωτικής ισχύος με διπλωματική (και πολιτικο-οικονομική) πίεση και διαπραγμάτευση. Ένα δίπολο όχι μόνο αντιδραστικό αλλά και εκρηκτικό.
Κρίσιμες οι επόμενες τρεις εβδομάδες
Σε τεντωμένο σχοινί βρίσκεται η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας και της Ελλάδας να βρίσκονται αντιμέτωπες σε μια ευρεία όσο και τρομακτική κλίμακα, αλλά και με δυνάμεις από μια σειρά άλλα κράτη να συρρέουν στην περιοχή, δημιουργώντας στρατιωτικό μποτιλιάρισμα. Ήδη εκτός από τους «παραδοσιακούς» νταβατζήδες των ΗΠΑ και το στόλο του ΝΑΤΟ, ισχυρές δυνάμεις στέλνει στην περιοχή η Γαλλία (και το αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκολ), παρουσία έχει η Ιταλία, ενώ στη Σούδα βρίσκεται και αεροπορική μοίρα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αντιδραστικό καθεστώς και βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ. Μέσω τουρκικής NAVTEX(!) ανακοινώθηκαν ασκήσεις πυρών από τη Ρωσία, που παραμένει πάντα παρούσα στην Α. Μεσόγειο και με ναύσταθμο στη Συρία, για να υπάρξει διαμαρτυρία της Κύπρου.
Οι επόμενες τρεις βδομάδες, μέχρι την ευρωπαϊκή σύνοδο στις 24-25/9, είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, καθώς τότε θα εξεταστεί από την ΕΕ η ενεργοποίηση ή όχι κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Μέχρι τότε όλοι οι «παίκτες» επιχειρούν να πάρουν όσα περισσότερα μπορούν, χρησιμοποιώντας και τη στρατιωτική ισχύ και τη διαπραγματευτική δύναμη, με «όπλα» πολιτικά και οικονομικά.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει εκδώσει αλλεπάλληλες NAVTEX για έρευνες του σκάφους Ορούτς Ρέις σε περιοχές που οι ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούν μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, επιχειρώντας έμπρακτη αμφισβήτηση της επιδίωξης του ελληνικού κράτους να συναντηθεί η μελλοντική ελληνική με την κυπριακή ΑΟΖ. Η ελληνική κυβέρνηση απαντά με αντι-NAVTEX. Με τους πολεμικούς στόλους και την πολεμική αεροπορία των δύο χωρών απέναντι, ο κίνδυνος ανάφλεξης είναι πολύ μεγάλος.
Διάλογος και διαπραγματεύσεις: Η συνέχεια των πολεμικών απειλών με άλλα μέσα
Την ώρα που η ανατολική Μεσόγειος έχει μετατραπεί σε ναρκοπέδιο με την ευρεία ανάπτυξη πολεμικών πλοίων, οι πολεμικές απειλές από Άγκυρα και Αθήνα εναλλάσσονται ή και συνυπάρχουν στις ίδιες δηλώσεις με εκκλήσεις για διάλογο και διαπραγματεύσεις. Κι αυτό την ώρα που και στις δύο χώρες υλοποιείται μια τρομακτικών διαστάσεων πολεμική κατεργασία και προετοιμασία της κοινής γνώμης, με ισχυρές δόσεις εθνικισμού και παραπληροφόρησης. Ο ίδιος ο Ερντογάν, που χαρακτηρίζεται από μεγαλόστομες πολεμικές απειλές, κάλεσε προχθές σε διάλογο και διπλωματική διέξοδο. Κραυγές πολέμου και ψίθυροι παρασκηνιακού διαλόγου, ενώ ειδικά το τελευταίο διάστημα περισσεύουν τα διεθνή καλέσματα για διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας: Οι ΗΠΑ με μεσολάβηση Τραμπ και δηλώσεις Πομπέο, η Γερμανία με την Μέρκελ και τη διαμεσολαβητική της πρωτοβουλία που έμεινε στην μέση, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ. Τόσοι «ειρηνοποιοί» πάνω από την καυτή ανατολική Μεσόγειο μόνο ανησυχία προκαλούν…
Πολύ περισσότερο που η ελληνοτουρκική στρατιωτική αντιπαράθεση έχει ήδη ξεπεράσει σε διάρκεια κάθε άλλη μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, και φτάνει τον ένα μήνα μετά την έξοδο του «Ορούτς Ρέις» και της πολεμικής του συνοδείας από τον τουρκικό ναύσταθμο. Από τότε οι ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα βρίσκονται σε παρατεταμένη επιφυλακή.
Πάμε λοιπόν για πολεμικό επεισόδιο/σύγκρουση ή για διαπραγμάτευση; Στην κυρίαρχη σκέψη, αλλά και στην προσέγγιση δυνάμεων της Αριστεράς, συχνά αυτές οι δύο πλευρές διαχωρίζονται πλήρως, ενώ αποτελούν διαφορετικές όψεις της αστικής στρατηγικής και της κρατικής πολιτικής, που κάλλιστα συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Είναι φανερό, για παράδειγμα, πως την ίδια ώρα που οι ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις σε θάλασσα και αέρα προβαίνουν σε ιδιαίτερα επικίνδυνες «πρόβες μάχης» (σύγκρουση φρεγατών «Λήμνος» και «Κεμάλ», αερομαχίες, παγίδευση υποβρυχίων κλπ.) εξελίσσονται προκαταρτικές επαφές ή και «πρόβες διαπραγματεύσεων», όπως αποκαλύφθηκε στο Βερολίνο ή πρόσφατα στο ΝΑΤΟ, όπου ο γενικός γραμματέας Γενς Στόλτενμπεργκ ανακοίνωσε καταρχήν τεχνική συμφωνία των δύο πλευρών σε ένα μηχανισμό αποφυγής κρίσεων. Για να έρθει διάψευση από την ελληνική κυβέρνηση: «Δεν συζητούμε τίποτα αν δεν αποχωρήσει το Όρουτς Ρέις και ο τουρκικός στόλος από την ελληνική υφαλοκρηπίδα».
Είναι ο ίδιος ο ταξικός χαρακτήρας και το επίδικο του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με τη μοιρασιά-οριοθέτηση των ΑΟΖ και τη διεκδίκηση μεγαλύτερου κομματιού από την λεία των ενεργειακών πόρων και δρόμων, που επιτρέπει αυτό το συνδυασμό πολεμικής απειλής και επίδειξη-υλοποίηση στρατιωτικής ισχύος με τη διπλωματική (και πολιτικο-οικονομική) πίεση και διαπραγμάτευση, πάλι στη βάση συγκρότησης πολιτικο-οικονομικής ισχύος. Είναι χαρακτηριστική η επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων για τη συγκρότηση αξόνων, καθόλα επικίνδυνων και επιθετικών, με Ισραήλ και Αίγυπτο (υπό κηδεμονία ΗΠΑ), εσχάτως και με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Αποτελεί μεγάλο λάθος για την Αριστερά να προκύπτει ως συμπέρασμα από την ύπαρξη του διπόλου πολεμική επιβολή-διαπραγμάτευση, πως πολεμικά συμβάντα ή και γενικότερη εμπλοκή αποκλείονται και πως τελικά όλα οδηγούν ομαλά στη διαπραγμάτευση και στη «συνεκμετάλλευση». Η υποτίμηση της πολεμικής απειλής δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη του υπεραναγκαίου σήμερα αντιπολεμικού κινήματος. Στην πράξη εκφράζει υποτίμηση της οξύτητας των αστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της τάσης του καπιταλισμού να βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο σε περιόδους κρίσης. Υποκρύπτεται μια ανιστόρητη προσέγγιση πως «όλα είναι στημένα» (σε μια μεταμοντέρνα θεωρία «υπεριμπεριαλισμού») για να έρθουν Ελλάδα και Τουρκία σε συμφωνία.
Όσο κι αν η τάση του κεφαλαίου είναι τελικά να γίνουν μπίζνες, το πώς και με ποιον έχει ιδιαίτερη σημασία. Γι’ αυτό βλέπουμε οι όποιες διαπραγματευτικές προσπάθειες να συνοδεύονται και από κινήσεις των πλευρών για την κατοχύρωση θέσεων. Έτσι ναυάγησε η προηγούμενη γερμανική προσπάθεια, όταν –όπως γράφει ο γερμανικός Τύπος- λίγο πριν την κοινή ανακοίνωση για την επανέναρξη διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας, η Αθήνα ανακοίνωσε τη συμφωνία για ΑΟΖ με την Αίγυπτο (με την καθόλου αθώα αμερικανική ενθάρρυνση, όπως διαρρέεται από φιλοαμερικανικές πηγές) και η προσέγγιση τινάχθηκε στον αέρα.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με καθαρά στρατιωτικές ενέργειες. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Die Welt, σύμφωνα με το οποίο ο Ερντογάν ζήτησε από τους στρατιωτικούς να βυθίσουν ένα ελληνικό σκάφος ή να ρίξουν ένα αεροπλάνο (χωρίς ανθρώπινες απώλειες!), αλλά εκείνοι δεν προχώρησαν. Τέτοια δημοσιεύματα βέβαια έχουν συγκεκριμένο σκοπό, δεν είναι «αθώα», μπορεί να στοχεύουν όχι κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά κάτι που δεν πρέπει να γίνει στο μέλλον.
Αν ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Ερντογάν στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος είναι δεδομένος και έχει συχνά υλοποιηθεί (Μεσόγειος, Συρία, Ιράκ, Λιβύη κλπ.) δεν πρέπει να υποτιμάται η ευρύτατη κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων το προηγούμενο διάστημα και μάλιστα από τον Έβρο μέχρι τον νότο, στέλνοντας μήνυμα «ολοκληρωτικής» απάντησης στην Τουρκία. Είναι γνωστό πως έχουν αποσταλεί ήδη χιλιάδες φύλλα πορείας για επιστράτευση σε εφέδρους οπλίτες και αξιωματικούς σε όλη την Ελλάδα. Μόνο στο Βόλο, σύμφωνα με δημοσίευμα της Θεσσαλίας, έχουν σταλεί τουλάχιστον 400 φύλλα πορείας! Το ίδιο έχει συμβεί και με γιατρούς. Αξιοπρόσεκτη είναι και η προβολή από την κυβέρνηση και τα καθεστωτικά ΜΜΕ ορισμένων κινήσεων των ελληνικών δυνάμεων, πέρα από την «επακούμβηση» της φρεγάτας «Λήμνος» στην τουρκική, με πιο χαρακτηριστική την επιτυχημένη αποστολή F-16 στην Κύπρο.
Η συνολική κατάσταση γίνεται πολύ πιο επικίνδυνη λόγω της παρέμβασης των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών, που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα, βάζοντας συχνά τρικλοποδιές στις κινήσεις των άλλων. Μάλιστα το πεδίο της διαπραγμάτευσης των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών με την Τουρκία επεκτείνεται στη Συρία και την Λιβύη, στις σχέσεις της Άγκυρας με Ρωσία και ΕΕ.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να κατοχυρώσουν ξανά το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, να πουλούν όπλα και να αποκτούν στρατιωτικές και οικονομικές βάσεις και στις δύο χώρες. Τις θέλουν προγεφύρωμα κατά της Ρωσίας και γι’ αυτό πιέζουν την κυβέρνηση Ερντογάν να σταματήσει τη λυκοφιλία με τον Πούτιν. Η Γερμανία θέλει να προωθήσει τα οικονομικά της συμφέροντα και τον ηγετικό της ρόλο, καθώς και να συνεχίσουν Ελλάδα και Τουρκία να λειτουργούν ως τμήματα του απάνθρωπου αντιπροσφυγικού τείχους της ΕΕ. Η Γαλλία, που εμφανίζεται στην Ελλάδα ως φιλελληνική και φιλειρηνική δύναμη, προωθεί επίσης τα συμφέροντά της (πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά), από τη Λιβύη (μην ξεχνάμε πως ο Σαρκοζί πρωτοστάτησε στην ανατροπή Καντάφι), στο Λίβανο, αλλά και τη Συρία, με κεντρικό ζητούμενο την υλοποίηση των συμβολαίων εξόρυξης της TOTAL (με Κύπρο και Ελλάδα) και βεβαίως τις πωλήσεις όπλων. Ο ρόλος της είναι σαφώς επιθετικός.
Οι λαοί πληρώνουν την πολεμική ετοιμότητα
▸ Στο απυρόβλητο τα αντιλαϊκά μέτρα, τα βάρη σε φαντάρους και πρόσφυγες
Μπορεί να μην έχει ξεσπάσει μέχρι στιγμής στρατιωτικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Α. Μεσόγειο, αλλά υπάρχουν ήδη πολλά θύματα από την πολεμική προετοιμασία και τα «πυρά» που έχουν εξαπολύσει οι κυβερνήσεις και οι αστικές τάξεις στο εσωτερικό των χωρών. Η προώθηση της «εθνικής ενότητας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα» αποτελεί μια σημαντική επιτυχία του συστήματος, που προσπαθεί να εμφανίσει τις τυχοδιωκτικές επιδιώξεις του κεφαλαίου ως «εθνικά δικαιώματα». Η ιδεολογική πλύση εγκεφάλου διαμορφώνει ένα υπάκουο πληθυσμό, έτοιμο να αποδεχθεί στρατιωτική αντιπαράθεση με τους «κάφρους» Τούρκους.
Δεν είναι μόνο η επιδιωκόμενη συστράτευση, αλλά και η υποβάθμιση της ταξικής πάλης. Τα δραματοποιημένα «ρεπορτάζ» των καναλιών για τον Ερντογάν λειτουργούν ως βολές προπαγανδιστικού πυροβολικού, πίσω από τις οποίες ξεδιπλώνεται η κυβερνητική επίθεση σε εργασία, παιδεία, υγεία. Ταυτόχρονα, επιχειρείται να εμπεδωθεί ως αναγκαία η σύμπλευση με τις ΗΠΑ, η συμμετοχή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, η στρατηγική συμμαχία με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ και τη Γαλλία.
Δυσβάστακτο είναι αναμφίβολα το κόστος από την τεράστια πολεμική κινητοποίηση ενός μήνα και πλέον, ενώ ασφυκτική έχει γίνει η κατάσταση για τους φαντάρους, που παραμένουν εγκλωβισμένοι στις μονάδες για μήνες χωρίς άδειες και υπό καθεστώς επιφυλακής. Χαρακτηριστική είναι η καταγγελία που ήρθε στο Δίκτυο Σπάρτακος, πως οι υπηρετούντες στην ΕΛΔΥΚ (Κύπρος) έχουν έξι μήνες να πάρουν άδεια!
Την ίδια ώρα κλιμακώνεται ο ακήρυχτος πόλεμος κατά των προσφύγων, που στοχοποιούνται μαζικά ως «εχθρός». Οι επικίνδυνες επαναπροωθήσεις στη θάλασσα έχουν γίνει ρουτίνα, ενώ τη Δευτέρα το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο για το νέο φράκτη στον Έβρο, με συνολικό μήκος 27 χλμ. και κόστος 62,9 εκατ. ευρώ!
Πρόκληση το νέο πρόγραμμα εξοπλισμών
Σίγουρα κερδισμένοι από την όξυνση του ανταγωνισμού Ελλάδας-Τουρκίας είναι οι έμποροι και οι μεσάζοντες όπλων. Μέσα στο ευνοϊκό για τους εξοπλισμούς κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τη συστημική προπαγάνδα προωθείται νέο μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών, ύψους 10 δισ. ευρώ, σε μια περίοδο που η οικονομία καταρρέει και οι λαϊκές οικογένειες αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας και της ανεργίας. Αποτελεί πρόκληση! Ας σημειωθεί πως οι δαπάνες αυτές έρχονται να προστεθούν σε όσα είχε αποφασίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. αναβάθμιση αμερικανικών F-16) και υλοποιεί η ΝΔ.
Προνομιακό μαγαζί αναδεικνύεται η Γαλλία, που πουλώντας και μια «αμυντική συμφωνία» με την Ελλάδα, ετοιμάζεται να μοσχοπουλήσει αεροσκάφη Rafalle, όπλα για τα Μιράζ, πυραύλους. Ανοίγει η συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό-εξοπλισμό των φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ, ακόμα και την προμήθεια νέων (εκ των οποίων μία μπορεί να είναι γαλλική τύπου Belhara), ενώ στο τραπέζι βρίσκεται και η αγορά ελικοπτέρων.
Στο παιχνίδι των εξοπλισμών μπαίνουν η Γερμανία και το Ισραήλ και βεβαίως οι ΗΠΑ, χωρίς να λείπουν και οι διαρκείς τρικλοποδιές μεταξύ των ανταγωνιστών. Είναι γνωστό πως τα εξοπλιστικά προγράμματα συνδέονται, εκτός των άλλων, με μεγάλη διαφθορά και σχεδόν θεσμοθετημένες μίζες. Δύο υπουργοί του ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν στη φυλακή (Τσοχατζόπουλος και Παπαντωνίου)· και οι δύο περιπτώσεις σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς.
Η Ελλάδα βεβαίως μόνο υποεξοπλισμένη δεν είναι. Όχι μόνο διαθέτει για στρατιωτικές δαπάνες το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ (μετά τις ΗΠΑ), αλλά και έχει πολύ μεγάλη δύναμη πυρός συγκρινόμενη ακόμα και με μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο δρόμος του εξοπλιστικού ανταγωνισμού με την Τουρκία είναι αδιέξοδος.