«Οι προσλήψεις για τις οποίες επαίρεται ο Β. Κοντοζαμάνης αφορούν σε δωδεκάμηνες συμβάσεις για τους γιατρούς και σε εικοσιτετράμηνες για τους υγειονομικούς συναδέλφους. Οι υποσχέσεις περί μονιμοποίησης αποδείχτηκαν χυδαία ψέματα. Στο ΕΣΥ υπάρχουν 25.000 κενές θέσεις υγειονομικών και 5.000 κενές θέσεις γιατρών», δηλώνει στο Πριν η Δέσποινα Τοσονίδου, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Ασκληπιείου Βούλας και μέλος ΕΓ ΟΕΝΓΕ και ΔΣ ΕΙΝΑΠ.
Συνέντευξη στον Κυριάκο Νασόπουλο
▶ Σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα δημόσια νοσοκομεία έξι μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας στην Ελλάδα και ενόψει του χειμώνα που αναμένεται νέο κύμα;
Βρισκόμαστε στην ίδια, αν όχι σε χειρότερη κατάσταση από αυτή που ήμασταν τον Φεβρουάριο, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα στη χώρα. Το ΕΣΥ παραμένει δραματικά υποστελεχωμένο, χωρίς μηχανήματα και υλικά. Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς τη σωρευτική κούραση των συναδέλφων, την απογοήτευση, τη συνειδητοποίηση της καθημερινής ανθρωποκτόνας πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, καταλαβαίνουμε ότι τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική κατάσταση των εργαζόμενων στο ΕΣΥ δεν είναι αυτή που απαιτείται. Δεν έχουμε γιατρούς. Δεν έχουμε νοσηλευτές. Δεν έχουμε αντιδραστήρια σε επάρκεια. Δεν έχουμε τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως τους μοριακούς αναλυτές που απαιτούνται για τα τεστ. Ο διοικητής του ΕΚΕΑ, ενός από τα τρία μόλις δημόσια κέντρα στην Αθήνα για την εξέταση των δειγμάτων, δηλώνει ότι δεν θα συνεχίσει να εξετάζει τα τεστ των υγειονομικών, λόγω της «αλόγιστης χρήσης». Και εδώ, οι περικοπές βγάζουν μάτι. Οι μάσκες συνεχίζουν να δίνονται με το δελτίο. Πάμε στον πόλεμο χωρίς όπλα.
▶ Σε πρόσφατη ενημέρωση, ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης επέμεινε στο κυβερνητικό αφήγημα περί ενίσχυσης του ΕΣΥ με 6.000 προσλήψεις από τον Μάρτιο. Είναι αυτή η πραγματικότητα;
Οι προσλήψεις για τις οποίες επαίρεται ο Β. Κοντοζαμάνης αφορούν σε δωδεκάμηνες συμβάσεις για τους γιατρούς και σε εικοσιτετράμηνες για τους υγειονομικούς συναδέλφους. Οι υποσχέσεις περί μονιμοποίησης αποδείχτηκαν χυδαία ψέματα. Στο ΕΣΥ υπάρχουν 25.000 κενές θέσεις υγειονομικών και 5.000 κενές θέσεις γιατρών. Πρόκειται για τα οργανικά κενά, τα λειτουργικά κενά που έχουν προκύψει με τις νέες κοινωνικές ανάγκες αλλά και την ιατροτεχνολογική πρόοδο είναι προφανώς πολύ περισσότερα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε κυβερνητική δήλωση περί «ενίσχυσης» του ΕΣΥ αποτελεί πραγματική εξαπάτηση του λαού μας. Τα παραδείγματα συναδέλφων που δηλώνουν ότι αδυνατούν να καλύψουν τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες, λόγω της έλλειψης του προσωπικού, πολλαπλασιάζονται καθημερινά. Στο ΓΝ Καλαμάτας η γενική συνέλευση των εργαζομένων καταγγέλλει τις τραγικές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και δηλώνει ότι με αυτές τις συνθήκες δεν γίνεται να νοσηλεύσουν ασθενείς Covid-19. Αντίστοιχες εικόνες έρχονται από το Ρέθυμνο, τη Ζάκυνθο αλλά και από τα νοσοκομεία Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Μόλις πριν λίγες ημέρες, ο διοικητής του ΓΝΘ «Σωτηρία», του νοσοκομείου που ηγείται της μάχης ενάντια στον Covid-19, κάλεσε τους γιατρούς να κάνουν υπεράριθμες εφημερίες τον Σεπτέμβριο, επειδή το ιατρικό προσωπικό δεν επαρκεί. Στο ΓΚ Νίκαιας, η προϊσταμένη του Αναισθησιολογικού δηλώνει ότι αν δεν επιστρέψει στο τμήμα το νοσηλευτικό προσωπικό που μετακινήθηκε αλλού για να καλύψει τις νέες ανάγκες, το πρόγραμμα των χειρουργείων είναι στον αέρα. Στο Ασκληπιείο Βούλας ψάχνουμε ακόμη το ασθενοφόρο που θα μεταφέρει τους πάσχοντες από Covid-19 μεταξύ των κτιρίων. Αυτή είναι η καθημερινότητα στο ΕΣΥ και όχι τα παραμύθια του Κοντοζαμάνη.
▶ Επίσης ισχυρίστηκε ότι έχουμε φτάσει πλέον τον ευρωπαϊκό όρο με 1.200 κλίνες ΜΕΘ. Έχετε και εσείς αυτήν την εικόνα;
Και εδώ η κυβέρνηση λέει ψέματα. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι άνθρωποι λένε άλλα τη μια φορά και άλλα την άλλη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έχουμε στην ΟΕΝΓΕ, είμαστε συνολικά στις 710-730 κλίνες ΜΕΘ. Συνεχίζουμε να διεκδικούμε διπλασιασμό τους, με τις αντίστοιχες προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και επίταξη των ιδιωτικών κλινών ΜΕΘ. Χωρίς αποζημίωση εννοείται.
Βρισκόμαστε στην ίδια, αν όχι σε χειρότερη κατάσταση από αυτή που ήμασταν τον Φεβρουάριο, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα στη χώρα
▶ Χρήματα λοιπόν για Υγεία, Παιδεία και άλλα κοινωνικά αγαθά με τον σταγονόμετρο, αλλά στο «τραπέζι» βρίσκονται νέα εξοπλιστικά προγράμματα δισ. ευρώ, λόγω και της επικίνδυνης όξυνσης των ανταγωνισμών στην γειτονιά μας. Τελικά λεφτά υπάρχουν ή όχι;
Είναι προφανές ότι, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, υπάρχει τεράστιο περιθώριο κέρδους για τα αφεντικά που ισοδυναμεί με ποτάμια αίματος για τους εργαζόμενους. Η ευημερία των «από πάνω» σημαίνει λύπη, φτώχεια και δυστυχία για όλους εμάς. Λεφτά υπάρχουν. Θα συνεχίσουν να δίνονται εκεί που θέλει η άρχουσα τάξη της χώρας, οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ; Με δεδομένο τον σημερινό ταξικό συσχετισμό, δύσκολα μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος. Όμως, το πολιτικό σύστημα δοκιμάζεται. Οι ανοχές των ανθρώπων της τάξης μας λιγοστεύουν. Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς γίνεται ολοένα και πιο ορατός, σε μια εποχή που ο ανορθολογισμός κερδίζει καθημερινά έδαφος στα μυαλά των ανθρώπων. Οφείλουμε να συγκροτήσουμε το μάχιμο πολιτικό εργαλείο που απαιτείται, πριν να είναι πολύ αργά. Αυτό απαιτεί εξαντλητική συζήτηση, πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, με όρους ισοτιμίας και όχι ηγεμονισμού. Σημαίνει επίσης αναγνώριση της ανεπάρκειας της υπάρχουσας αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε κάθε μορφή της.
▶ Με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να έχει σημάνει «γενικό σιωπητήριο», τι μπορεί να γίνει, ώστε να μην πληρώσει ξανά την κρίση ο λαός;
Έχουμε να πούμε και να κάνουμε πολλά το φθινόπωρο και τον χειμώνα που έρχονται. Οφείλουμε να ενισχύσουμε τη διάθεση των συναδέλφων μας για αυτοοργάνωση, μας δίδαξε πολλά η περασμένη άνοιξη. Να αναδείξουμε την αξία της συλλογικής διαχείρισης της δυσκολίας που αντιμετωπίζουμε. Να μιλήσουμε για να καταγγείλουμε, να μιλήσουμε για να εξηγήσουμε τα δραματικά αδιέξοδα αυτής της πολιτικής, να μιλήσουμε για να πείσουμε ότι η απελπισία, η αγωνία και ο φόβος δεν είναι μονόδρομος. Η ελπίδα βρίσκεται, όπως πάντα, στη συλλογική συζήτηση και δράση. Η ιστορική πλέον κινητοποίηση στις 7 Απριλίου στις πύλες των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας έγινε επειδή οι γιατροί της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είπαμε ότι μπορούμε να εμπνεύσουμε και να εμπνευστούμε, από όλους τους συναδέλφους και τους συναγωνιστές που στάθηκαν όρθιοι. Ακολούθησε η 1η Μάη, διαδηλώσαμε παρά τις φαινομενικά άγονες, άχαρες συνθήκες. Οφείλουμε να συνεχίσουμε έτσι. Έχουμε μεγάλες μάχες να δώσουμε. Στα σχολεία, ενάντια στις απολύσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών, για την ασφαλή εκπαίδευση των παιδιών μας, στα νοσοκομεία για τη διασφάλιση της υγείας και της ζωής των ασθενών μας, στον ιδιωτικό τομέα όπου η κυβέρνηση δίνει το σύνθημα της εργοδοτικής βίας και αυθαιρεσίας. Κάθε αγώνας που δίνουμε, μικρός ή μεγάλος, είναι πολύτιμος αυτή την περίοδο. Εμπνέει τους απογοητευμένους, δυναμώνει τη διάθεση για συνέχιση της μάχης, πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες. Κυρίως, πολλαπλασιάζει τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες. Σήμερα, με όλες τις δυσκολίες και τις ανεπάρκειες, το ζητούμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής παραμένει ανοιχτό.