Αποστόλης Νικολόπουλος
▸ Νόμο του κράτους αποτελεί το αντιδραστικό νομοθέτημα για την ιδιωτική εκπαίδευση που είναι μια προκλητική εκδούλευση της κυβέρνησης στους ιδιοκτήτες. Σε θέσεις μάχης πρέπει να βρει ο Σεπτέμβρης το εκπαιδευτικό κίνημα, ώστε να ανακοπεί ο αντιδραστικός νομοθετικός «οίστρος» του υπουργείου.
Την Τρίτη ψηφίστηκε στη βουλή, με διαδικασίες φαστ-τρακ, το νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση και άμεσα, την Πέμπτη, δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ. Είναι ένα αντιδραστικό νομοθέτημα που επιδρά καταλυτικά στη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων, αποδυναμώνει την κρατική εποπτεία σε αυτά και σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, λειτουργώντας απροκάλυπτα σε όφελος των ιδιοκτητών.
Όσον αφορά την οργάνωση και λειτουργία, περιορίζονται δραματικά οι δυνατότητες ανάπεμψης του εσωτερικού κανονισμού και οι σχολάρχες θα μπορούν ουσιαστικά να τους συντάσσουν ασύδοτα, θεσμοθετείται η προσθήκη εκπαιδευτικών και άλλων δράσεων εκτός ημερών και ωρών λειτουργίας του σχολείου με αποκλειστική απόφαση του ιδιοκτήτη, πρακτικά παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να επιβάλλει υποδιευθυντές και διευρύνεται η αντιδημοκρατική-αντιεκπαιδευτική ρύθμιση για το δικαίωμα συμμετοχής του στους συλλόγους εκπαιδευτικών και στους μετόχους των επιχειρήσεων.
Σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, επιτρέπεται η απόλυση εκπαιδευτικού στο μέσον της χρονιάς, χωρίς τους περιορισμούς της προηγούμενης νομοθεσίας. Αρκεί η επίκληση για παράδειγμα μιας δήθεν παραβίασης του εσωτερικού κανονισμού, ώστε να απολυθεί κάποιος που διεκδικεί δικαιώματά του ή δεν υπακούει στις παρεμβάσεις του ιδιοκτήτη. Ο εκπαιδευτικός, εξάλλου, μπορεί να απολυθεί ως ανεπαρκής, αφού ο νέος νόμος προβλέπει την αξιολόγηση στα ιδιωτικά σχολεία και την «εφαρμογή πρόσθετων κριτηρίων αξιολόγησης», που θα θέτουν οι ιδιοκτήτες. Αποδυναμώνεται δραματικά ο δικαστικός έλεγχος καταχρηστικότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Προβλέπεται υποχρεωτική πρόσληψη των εκπαιδευτικών ως αορίστου χρόνου που, με αυτές τις προϋποθέσεις, σημαίνει άρση προστατευτικών δικλείδων γι’ αυτούς.
Σχετικά με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, εισάγεται η (δήθεν εθελοντική) μείωση των ωρών εργασίας με αντίστοιχη μείωση αποδοχών και έτσι διευκολύνεται η αλλαγή της σύμβασης εργασίας κατόπιν πιέσεων. Διευρύνονται οι δυνατότητες εκμετάλλευσης ή απλήρωτης εργασίας, μέσω των πρόσθετων δραστηριοτήτων, καθώς και σε θερινές χρήσεις των κτιριακών εγκαταστάσεων του εκπαιδευτηρίου. Επιπλέον, επαναφέρεται η δυνατότητα συστέγασης ιδιωτικών σχολείων με κέντρα ξένων γλωσσών και φροντιστήρια που είναι προφανές «δώρο» προς τους επιχειρηματίες.
Υπερασπιζόμενο το νομοσχέδιο, το υπουργείο πρόταξε κυνικά την ανάγκη «μείωσης του κρατικού παρεμβατισμού», «ευελιξίας» και «αυτονομίας» και εμφάνισε ως συνταγματική επιταγή και κοινωνικό καθήκον την ποιοτική ιδιωτική εκπαίδευση και τη μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου. Καθώς το νομοσχέδιο περιείχε εξόφθαλμα ταξικές ρυθμίσεις με πιθανό πολιτικό κόστος, τελικά ψηφίστηκε μόνο από τη ΝΔ και την Ελληνική Λύση. Βέβαια, η τομεάρχης παιδείας του ΚΙΝΑΛ εξύμνησε το ρόλο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και ο ΣΥΡΙΖΑ απέδωσε το νομοσχέδιο αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των σχολαρχών και τις διασυνδέσεις τους με τη ΝΔ, σαν να μην ισχυροποιήθηκε το καθεστώς γαλέρας και εκβιασμών στην ιδιωτική εκπαίδευση κατά τη διακυβέρνησή του.
Πλέον οι ιδιοκτήτες θα μπορούν να συντάσσουν ασύδοτα τον εσωτερικό κανονισμό του σχολείου
Ο νόμος είναι, πράγματι, μία προκλητική εκδούλευση στους ιδιοκτήτες που πανηγύριζαν, μέσω δελτίου τύπου του Συνδέσμου τους, αποτελεί όμως και έκφραση της γενικότερης επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας που καλείται να «πληρώσει το μάρμαρο» της κρίσης. Εναρμονίζεται με τη στρατηγική του κεφαλαίου και των διεθνών οργανισμών του που τις αρχές της δέχονται όλα τα αστικά κόμματα. Αυτό εκδηλώνεται και στις «λοιπές διατάξεις» (π.χ. η τηλεκπαίδευση εντάσσεται στις αρμοδιότητες των διευθύνσεων του υπουργείου). Ο νόμος ακολουθεί μια σειρά διαρθρωτικών παρεμβάσεων που «πάτησαν» και στα πεπραγμένα παλαιότερων κυβερνήσεων: Την κατάργηση του ασύλου και το νόμο για τα ΑΕΙ (ίδρυση ΕΘΑΑΕ, σύνδεση χρηματοδότησης-«ποιότητας», ξενόγλωσσα τμήματα), την εισαγωγή της τηλεκπαίδευσης, την απόφαση για κάμερες στις σχολικές τάξεις, τις αντιεκπαιδευτικές αλλαγές στα ωρολόγια προγράμματα. Βασικά, είναι συνέχεια του νόμου του Ιουνίου (δεξιότητες, αύξηση προτύπων, εσωτερική-εξωτερική αξιολόγηση κλπ.), όπως τόνισε και η υπουργός Νίκη Κεραμέως. Άλλωστε, τον Σεπτέμβρη θα υπάρξει νομοσχέδιο-απαρχή αλλαγών στην τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση, ενώ στα ΑΕΙ προωθείται η ανάπτυξη των «πέντε αξόνων» (προγραμματικές συμφωνίες, στρατηγικές αλλαγές επιστημονικών πεδίων κλπ.) και προετοιμάζεται νομοσχέδιο ρύθμισης της λειτουργίας τους σε επιχειρηματική κατεύθυνση.
Υπάρχουν οι δυνατότητες ανάσχεσης του νομοθετικού «οίστρου», όχι όμως με υποταγή στην κωλυσιεργία του αστικοποιημένου συνδικαλισμού και στις επικλήσεις του προς την κυβέρνηση για «διάλογο». Η λύση μπορεί να δοθεί από ένα κίνημα που θα συνενώνει τις μαχόμενες δυνάμεις της εκπαίδευσης, θα έχει σχέδιο και μαχητικότητα και θα στοχεύει αποφασιστικά σε ανάσχεση της επίθεσης. Μακριά από ρεφορμιστικές λογικές απλών κινήσεων διαμαρτυρίας ή καθυπόταξης σε εκδοχές της αστικής πολιτικής και σε σύνδεση με την πάλη για τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα, που οξύνονται.