Δέσποινα Κουτσούμπα
Το μήνυμα του δημοψηφίσματος, το 61,3% του «Όχι», έπρεπε επειγόντως να φιμωθεί, να παρερμηνευτεί, να λοιδορηθεί και τελικά να ξεχαστεί.
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνο το βράδυ που μας σημάδεψε. Από όλες τις στιγμές των χρόνων 2010-2015 και της κινητοποίησης του κόσμου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «αντιμνημονιακό κίνημα», το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν μια στιγμή τομής. Μπορεί να συνιστά τομή το αποτέλεσμα μιας κάλπης; Ναι, όταν αυτό είναι τόσο αντίθετο στην Εκάλη από το Περιστέρι, στις ψήφους των εργοδοτών από τις ψήφους των εργαζομένων, των πλούσιων από τους φτωχούς. Ναι, ήταν ένα ταξικό αποτέλεσμα, που είχε σμιλευτεί μέσα σε πέντε χρόνια σκληρών αγώνων, μεγάλων απεργιών, συνελεύσεων και συγκρούσεων στις πλατείες, στησίματος της αλληλεγγύης των από κάτω. Ήταν ένα ταξικό αποτέλεσμα που ήρθε να βροντοφωνάξει ότι η πλειοψηφία είμαστε εμείς οι «από κάτω», κι αν αψηφήσουμε την τρομοκρατία, το φόβο, την εκμετάλλευση, μπορούμε να κερδίσουμε. Κι αυτός είναι βασικός λόγος που το μήνυμα του δημοψηφίσματος, το 61,3% του «Όχι», έπρεπε επειγόντως να φιμωθεί, να παρερμηνευτεί, να λοιδορηθεί και τελικά να ξεχαστεί.
Δε θέλει να θυμάται το δημοψήφισμα η αστική τάξη της χώρας, που μετά από πολλά χρόνια ένιωσε να απειλείται από τους «ξεβράκωτους»
Δεν θέλει να θυμάται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που προκάλεσε το δημοψήφισμα. Γιατί η ηγεσία του πίστευε εξαρχής ότι ήταν ένα «κόλπο grosso», ένας τρόπος να «διαπραγματευτούν» καλύτερα το μνημόνιο, που είχαν ξεκινήσει να ετοιμάζουν από τη συμφωνία της 20 Φλεβάρη 2015. Σε αντίθεση με τα εξαγγελλόμενα, δεν ήθελαν να διαπραγματευτούν με την τρόικα, αλλά με τον ίδιο τον κόσμο που τους είχε ψηφίσει. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε στον φόβο που θα δημιουργούσε η αντίδραση των «ισχυρών» της ΕΕ. Ο εργαζόμενος λαός τους διέψευσε. Από το βράδυ του δημοψηφίσματος η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάχθηκε και έδειξε ποιους ήθελε για συμμάχους, καλώντας το συμβούλιο των (παντελώς ηττημένων) πολιτικών αρχηγών για να ξεπεράσουν με «εθνική ομοψυχία» τον κραδασμό του δημοψηφίσματος.
Δε θέλει να θυμάται το 61,3% η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ και το Ποτάμι που πολέμησαν λυσσαλέα για να νικήσει ο φόβος -και έχασαν κατά κράτος. Το βράδυ του δημοψηφίσματος ο τότε αρχηγός της ΝΔ Β. Μεϊμαράκης προειδοποίησε ότι «οι δυνάμεις της αστικής τάξης θα απαντήσουν». Ήταν η αναμενόμενη αντίδραση όλου του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στην ψήφο του «κυρίαρχου λαού», που κατά τα άλλα ισχυρίζονται ότι «τιμούν» και «σέβονται». Γιατί όταν το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο και διακυβεύεται αληθινά το συμφέρον της αστικής τάξης, οι «καθώς πρέπει» πολιτικές διαμεσολαβήσεις πάνε περίπατο και τη θέση τους παίρνει η ωμότητα του αστικού πολιτικού συστήματος και των συμφερόντων που καλείται να υπηρετήσει, που δεν έχουν καμία σχέση με… δημοκρατικές ανησυχίες.
Δε θέλει να θυμάται το δημοψήφισμα η αστική τάξη της χώρας, που μετά από πολλά χρόνια ένιωσε να απειλείται από τους «ξεβράκωτους». Δε θέλουν να θυμούνται το δημοψήφισμα οι ολιγάρχες των μίντια, που πίστευαν ότι με στημένες εκπομπές και δημοσκοπήσεις (που μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν υπεροχή στο «Ναι») θα μπορούσαν να καναλιζάρουν τη βούληση της πλειοψηφίας -κι όμως είχαν ήδη χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας και δεν το ξαναβρήκαν ποτέ.
Δεν θέλει να θυμάται το δημοψήφισμα ούτε η πολιτική τάξη της ΕΕ, γιατί ήταν ένα από τα πιο ηχηρά χαστούκια που είχε δεχτεί μέσα στην καπιταλιστική κρίση που μαινόταν από το 2008. Παρά την τρομοκρατία και τις απειλές για την φτώχεια στην οποία θα καταδίκαζε τη χώρα η σύγκρουση με την ΕΕ (λες και δεν είχε καταδικάσει το λαό στη φτώχεια η πρόσδεση στο άρμα της ΕΕ), παρά τις προειδοποιήσεις ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος εξόδου από το ευρώ, το 61,3% του «Όχι», αν διαδιδόταν όπως διαδόθηκε η φλόγα των πλατειών λίγα χρόνια πριν, θα οδηγούσε την ΕΕ σε μια πρωτοφανή πολιτική κρίση. Έπρεπε με κάθε τρόπο να ηττηθεί και να ξεχαστεί.
Δε θέλει να θυμάται το δημοψήφισμα, όμως, ούτε το ΚΚΕ. Ο θλιβερός απών από τη μάχη που δόθηκε, το κόμμα που αναφέρεται στην εργατική τάξη αναζητά δικαίωση για τη στάση του άκυρου/αποχής στην προδοσία του δημοψηφίσματος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Κάνει ότι ξεχνά ότι το βασικό του σύνθημα, η «ανυπακοή», είχε γίνει πράξη από την εργατική τάξη, τους ανέργους, τη νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα εκείνη τη μέρα. Κι όμως, μόλις το ΚΚΕ βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να εκφράσει αυτό το ορμητικό ποτάμι της ανυπακοής, οχυρώθηκε πίσω από το «δεν θα πετύχετε τίποτα», ενώ εννοούσε ότι δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη να συμβεί κάτι διαφορετικό.
Για μας εκείνο το βράδυ ήταν κάτι διαφορετικό. Γιατί είχαμε ζήσει μαζί με τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους την αγωνία των πρώτων ημερών. Περάσαμε μαζί τους τις ώρες έξω από τα ΑΤΜ. Το σφίξιμο των δοντιών στην ερώτηση αν μπορούμε να τα καταφέρουμε, αν θα χουμε φαγητό, αν θα χουμε φάρμακα. Γιατί είχαμε βρεθεί στα ίδια μετερίζια στις διαδηλώσεις του 2010, είχαμε ξανακάνει τις συζητήσεις για το ευρώ και τη διαγραφή του χρέους στις πλατείες του 2011, είχαμε ανάψει μαζί φωτιές τον Φλεβάρη του 2012. Είχαμε ξενυχτήσει μαζί με τις καθαρίστριες έξω από το Υπουργείο Οικονομικών και μέσα στην κατειλημμένη ΕΡΤ. Αναγνωρίσαμε το χαμόγελο όταν μοιράζαμε για το «τριπλό όχι», σφίξαμε μαζί τη γροθιά, κι αναγνωρίσαμε την αλλαγή των τελευταίων ημερών όταν σηκώθηκαν πια οι μαγκούρες ενάντια στις απειλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Νιώσαμε το ποτάμι του «Όχι» πολύ πριν αποτυπωθεί στην κάλπη και για πρώτη φορά βλέπαμε ότι είχε πίσω του την αποφασιστικότητα της επίγνωσης ότι δεν ζητάμε να γυρίσουμε στη ζωή μας πριν το 2010, ζητάμε να χτίσουμε κάτι διαφορετικό.
Αναγνωρίσαμε το χαμόγελο όταν μοιράζαμε για το «τριπλό όχι», σφίξαμε μαζί τη γροθιά, είδαμε την αλλαγή των τελευταίων ημερών όταν σηκώθηκαν πια οι μαγκούρες ενάντια στις απειλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε
Εκείνο το αποτέλεσμα ήταν για τη δική μας αριστερά μια δικαίωση πολλών χρόνων. Κι όμως, ήταν μαζί κι ένα τραύμα. Γιατί από την επομένη του δημοψηφίσματος, από τη στιγμή που, μετά το πρώτο σοκ, όλες οι δυνάμεις του συστήματος ενώθηκαν για να το εξαφανίσουν, είδαμε ότι οι δυνάμεις μας δεν ήταν επαρκείς. Ότι οι αυταπάτες, οι παλινωδίες, οι υστερήσεις του κινήματος, μαζί με τις δικές μας αδυναμίες να έχουμε οικοδομήσει πραγματικούς κοινωνικούς δεσμούς με αυτό το πλατύ κομμάτι του λαού, η δική μας λειψή προετοιμασία στο πώς θα γίνουν όλα αυτά, τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ φαινόταν ότι μπορούσαν να είναι εφικτά, είχαν ως αποτέλεσμα λίγες εβδομάδες μετά η οργή για την ψήφιση του νέου μνημονίου, κόντρα στη βούληση του 61,3%, να μη μετασχηματιστεί σε μάχιμη δύναμη ανατροπής.
Έχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε από κείνη την τομή. Είμαστε οι μόνοι που θέλουμε να τη θυμόμαστε, κι όμως ακόμη δεν την έχουμε αξιολογήσει επαρκώς. Αν θέλουμε να είμαστε η αριστερά αυτού του 61,3%, η αντικαπιταλιστική αριστερά των «από τα κάτω», θα πρέπει να ξαναδούμε τη στάση μας πριν και μετά το δημοψήφισμα. Κι αν δεν άλλαξε τον ρου της ιστορίας, μπορούσε όμως να αλλάξει εμάς. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά…
(Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στον Σωτήρη, που έλειπε το βράδυ του δημοψηφίσματος και μας λείπει ακόμη)