Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Η στάση του Τραμπ δεν οφείλεται στην… τρέλα του, αλλά –για μια ακόμη φορά– στις ανάγκες του αμερικανικού καπιταλισμού
Ο Ντόναλντ Τραμπ διεκδικεί μια αποκλειστικότητα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών: Είναι ο πρώτος πρόεδρος ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις σοβαρές και συστημικές κρίσεις –την υγειονομική, την οικονομική και τη φυλετική– οι οποίες όχι μόνο εκδηλώθηκαν, αλλά και κορυφώθηκαν σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο. Μπορεί δε να ισχυριστεί, δικαίως σε μεγάλο βαθμό, ότι ο ίδιος δεν φέρει την ευθύνη για καμία από αυτές, μιας και ούτε έφερε τον νέο κορονοϊό στη χώρα, ούτε προκάλεσε το κραχ στην οικονομία της, ούτε και μπορεί να θεωρηθεί αυτουργός της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ.
Προφανώς, δεν είναι εξίσου άμοιρος ευθυνών για την τροπή που έχουν πάρει οι παραπάνω κρίσεις — ή, έστω, η πρώτη από αυτές. Όλες οι μελέτες δείχνουν, άλλωστε, ότι οι (μέχρι χθες) περίπου 110.000 νεκροί από τον Covid-19 θα μπορούσαν να είναι αρκετά λιγότεροι, εάν είχε λάβει νωρίτερα τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας των ευπαθών ομάδων και είχε θωρακίσει εγκαίρως τα νοσοκομεία. Ισχύει, όμως, το ίδιο και για τις άλλες δύο; Θα μπορούσε, με άλλα λόγια, ο Τραμπ να έχει κάνει κάτι για να αποτρέψει το «πάγωμα» της παραγωγής και την έκρηξη της ανεργίας, εξαιτίας των 40 εκατ. Αμερικανών που έχασαν τις δουλειές τους το τελευταίο δίμηνο; Θα αρκούσε, άραγε, να προχωρήσει σε μια κατευναστική παρέμβαση αντί των αλλεπάλληλων εμπρηστικών δηλώσεων, για να μην ξεχυθούν στους δρόμους όλων σχεδόν των μεγάλων πόλεων εκατομμύρια άνθρωποι, απαιτώντας δικαιοσύνη και ζητώντας εκδίκηση;
Η απάντηση μπορεί να μην είναι εύκολη και αυτονόητη, επί της ουσίας όμως είναι μία: Ο Τραμπ είχε την ατυχία να βρεθεί στην πιο κρίσιμη θέση την πιο δύσκολη στιγμή. Όταν, δηλαδή, μια σειρά από «τυχαία» γεγονότα –τα οποία, όμως, ήταν ιστορικά αναπόφευκτα– συνέβησαν ταυτόχρονα, προκαλώντας μια σειρά αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες αλληλοεπέδρασαν η μία στην άλλη και είχαν ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστεί η ισχύς της έκρηξης.
Έτσι, οι τρομοκρατημένοι από την πανδημία Αμερικανοί, οι οποίοι φοβούνταν για τη ζωή τους και δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν ανοιχτά και πολύ περισσότερο να αντιδράσουν, καθώς και οι σοκαρισμένοι από την ανεργία εργαζόμενοι που βρέθηκαν σε αδυναμία να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες και τις δόσεις τους –που δεν μπορούν να καλυφθούν από το εφάπαξ επίδομα των 1.500 δολαρίων κατά μέσο όρο– βρήκαν ξαφνικά διέξοδο στο κίνημα που ακολούθησε το νέο αστυνομικό έγκλημα. Και ξέσπασαν, χωρίς να το πολυσκεφτούν.
Πρακτικά, μετέτρεψαν πολύ γρήγορα το σύνθημα «οι ζωές των μαύρων μετρούν» και σε δικό τους, βάζοντας στο κάδρο τις προσωπικές τους ανάγκες και διεκδικήσεις και διαπιστώνοντας αίφνης ότι ο εχθρός είναι κοινός. Κάπως έτσι, έδωσαν νόημα και ζωή στον τόσο απλό μα και τόσο δυνατό στίχο ενός θρυλικού –και συνονόματου με τον δολοφονημένο Αφροαμερικανό– μουσικού συγκροτήματος, των Πινκ Φλόιντ: «Μαζί στεκόμαστε όρθιοι, χώρια πέφτουμε».
Απέναντι σε αυτή τη θύελλα, ο Τραμπ δεν είχε πολλές επιλογές, ειδικά ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Με δεδομένο πως ο ίδιος και το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί ως υποστηρικτές των δίκαιων αιτημάτων των διαδηλωτών ή, πολύ περισσότερο, ως «συμφιλιωτές», επέλεξε συνειδητά την πόλωση — με το μοναδικό ωμό και, για πολλούς αδόκιμο, τρόπο που μας έχει συνηθίσει σε όλα τα επίπεδα. Ανακηρύχθηκε «πρόεδρος του νόμου και της τάξης», επιχειρώντας να αντιγράψει τη «συνταγή Νίξον» από το 1968. Απείλησε να βγάλει τον ομοσπονδιακό στρατό στο δρόμο για να αποκαταστήσει το αίσθημα της ασφάλειας και να προστατεύσει τις περιουσίες των «νοικοκυραίων». φυσικά, πόζαρε και με τη Βίβλο στο χέρι, απευθυνόμενος στο DNA ενός πολύ μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και του κατεστημένου.
Η αλήθεια, μάλιστα, είναι πως η συγκεκριμένη στάση εξυπηρετεί απόλυτα και το αστικό σύστημα εξουσίας, το οποίο, σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη και κομβική στιγμή, υποχρεώθηκε να εμφανιστεί με όλες του τις εκδοχές και τα πρόσωπα, με έναν και μοναδικό μοναδικό σκοπό — να διασφαλίσει την επιβίωση και την κυριαρχία του: Και με τον «διχαστικό» Τραμπ που είναι ικανός να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Και με τους «διαλλακτικούς» Δημοκρατικούς που περιέχουν τόσο τον «μετριοπαθή» Μπάιντεν όσο και τον «οργισμένο» Σάντερς. Και με τους αστυνομικούς και εθνοφύλακες που χτυπούν αλύπητα και συλλαμβάνουν μαζικά. Και με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι γονατίζουν μπροστά στους διαδηλωτές, συμβολίζοντας τη συγγνώμη και ζητώντας συμφιλίωση. Και με το πρόσωπο των αφεντικών της Μάικροσοφτ και της Τέσλα και με του ομολόγους τους του Τουίτερ.
Η απειλή είναι μεγάλη και ορατή, ώστε το αστικό σύστημα εξουσίας των ΗΠΑ αναγκάζεται να εμφανιστεί με όλα του τα πρόσωπα — το καλό, το κακό και το άσχημο
Υπό αυτό το πρίσμα, το αποτέλεσμα των φετινών εκλογών περνά αντικειμενικά σε δεύτερη μοίρα, καθώς ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια τάση θα επικρατήσει το επόμενο διάστημα — στην κοινωνία και συνακόλουθα στο πολιτικό σύστημα. Αναμφίβολα, πάντως, οι πιθανότητες να ηττηθεί ο Τραμπ είναι σαφώς μεγαλύτερες, έστω κι αν απέναντί του έχει τον «κύριο τίποτα» (ή κάποιο «μπαλαντέρ» που θα εμφανιστεί στο παρά πέντε). Κι αυτό, από μόνο του, δεν είναι αμελητέο, καθώς αναδεικνύει τη δύναμη ενός εξεγερμένου λαού — ακόμη και στην πρώτη μητρόπολη του καπιταλισμού.
Οι αδυναμίες των ΗΠΑ, όπλο στα χέρια της Κίνας
Αν υπάρχουν κάποιοι εκτός ΗΠΑ οι οποίοι τρίβουν τα χέρια τους με τις εξελίξεις και τις εικόνες των τελευταίων ημερών, αυτοί είναι σίγουρα οι ηγεμόνες και πραιτωριανοί του Πεκίνου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε υπερβολικό. Διότι τη στιγμή που Ουάσινγκτον και Τραμπ είχαν «κλειδώσει» στο στόχαστρό τους την Κίνα με αφορμή τις εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ και ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν τους «πυραύλους» τους εναντίον ενός καθεστώτος που (ανάμεσα σε όλα τα άλλα) χαρακτηρίζουν βίαιο, καταπιεστικό και αντιδημοκρατικό, το οποίο δεν σέβεται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, η δολοφονία του Φλόιντ και, κυρίως, τα όσα ακολούθησαν αντέστρεψαν τους ρόλους.
Αν μη τι άλλο, θα είναι πολύ πιο δύσκολο πλέον να δώσει κανείς σημασία στις κατηγορίες των Αμερικανών και των συμμάχων τους και να στηρίξει ενδεχόμενη πρόταση για κυρώσεις. Κάτι τέτοιο θα μοιάζει με την περίπτωση του Νετανιάχου που κατηγορεί τον Ερντογάν για εγκλήματα και γενοκτονία κατά των Κούρδων, όταν ο ίδιος και το κράτος του κάνουν τα ίδια με τους Παλαιστίνιους.
Υπάρχει, όμως, ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το καθεστώς και το κεφάλαιο της Κίνας δικαιούται να επιχαίρει – ίσως, μάλιστα, πιο σημαντικός από τον παραπάνω: Την ανάδειξη των μεγάλων ανισορροπιών και αδυναμιών που έχει στο εσωτερικό του ο αμερικανικός καπιταλισμός, σε βαθμό που ορισμένοι να κάνουν λόγο για την «αχίλλειο φτέρνα» του. Σε μια περίοδο που γίνεται πολύς λόγος για την επιταχυνόμενη αμφισβήτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ από τη νέα υπερδύναμη, αυτή η πλευρά μπορεί προφανώς να παίξει καθοριστικό ρόλο και να επιταχύνει εξελίξεις.