Νέναντ Γκλίσιτς*
▸Η μεγάλη αποχή πιθανώς θα πλήξει τη νομιμότητα της μελλοντικής κυβέρνησης και θα οξύνει τις σχέσεις μεταξύ του SPP και των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης που έκαναν μποϊκοτάζ, όμως η αντιπαράθεσή τους θα περιστραφεί σε θεσμικά ζητήματα.
Οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Ιουνίου στη Σερβία αποκάλυψαν, για άλλη μια φορά, μεγάλες αντιφάσεις στη σερβική κοινωνία, οι οποίες βαθαίνουν περαιτέρω. Οι ευρύτερες μάζες των εργαζομένων, πολιτικά αποδιοργανωμένες, εκτεθειμένες στην εθνικιστική προπαγάνδα, τον πόλεμο και τη φτώχεια κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, κατάφεραν να δουν την πραγματική φύση του καπιταλιστικού συστήματος και της σύγχρονης άρχουσας ελίτ και αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τη διαδικασία, μέσα από την οποία –ούτως ή άλλως– δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι. Η πλειοψηφία των Σέρβων, άλλωστε, δεν έχει εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο, στις εκλογές ή στον κοινοβουλευτικό πολιτικό αγώνα.
Μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η προσέλευση δεν ανακοινώθηκε για ώρες. Οι πρώτες πληροφορίες ανέφεραν ότι περίπου το 48% των ψηφοφόρων προσήλθε στις κάλπες, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής μετά το 46% στις προεδρικές εκλογές του 2012. Την επόμενη ημέρα, χάρη στις ψήφους της σερβικής μειονότητας από το Κοσυφοπέδιο, η επίσημη προσέλευση αυξήθηκε στο 50,32%. Βεβαίως, οι νοθείες με τα δεδομένα των εκεί ψηφοφόρων είναι πολύ συχνές μετά το 2000, ενώ οι Αλβανοί εξαιρούνται από τις λίστες των ψηφοφόρων. Η εθνικιστική θέση του σερβικού κράτους στο ζήτημα του Κοσυφοπεδίου αξιοποιείται πολιτικά και, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η παγιωμένη τα τελευταία χρόνια συμφωνία όλων των πλευρών χρησιμοποιείται για εκλογική χειραγώγηση. Οι εκλογές γίνονται μόνο σε ορισμένα σημεία του Κοσσυφοπεδίου και οι κυβερνητικοί χειρισμοί (κατάλογοι, συμμετοχή και «αποτελέσματα») έχουν την πλήρη κάλυψη της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας.
Όσον αφορά τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτές τις εκλογές, η συντριπτική πλειονότητα περιελάμβανε σοβινιστικές οργανώσεις με ισχυρή επιρροή από εθνικιστικές, θρησκόληπτες, ακόμη και φασιστικές ιδέες. Οι περισσότερες από τις εκλογικές λίστες ήταν ιδεολογικά και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και οργανωτικά συνδεδεμένες με το κυβερνών κόμμα. Τα λεγόμενα φιλοευρωπαϊκά ή «δημοκρατικά» κόμματα δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για κοινή κάθοδο, ενώ όσα από αυτά συμμετείχαν γνώρισαν την ήττα με συντριπτικά ποσοστά. Η αιτία για την αποτυχία βρίσκεται στις καταστροφικές πολιτικές τους, όταν συμμετείχαν σε προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες προκάλεσαν μαζική φτωχοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις και απώλεια θέσεων εργασίας — το συνηθισμένο «μοντέλο» της ΕΕ για την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, το κυβερνών Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SPP) του προέδρου Αλεξάντερ Βούτσιτς φάνηκε να κερδίζει πάνω από το 60% των ψήφων. Μόνο δύο ακόμη κόμματα συγκέντρωσαν πάνω από το 3%, το οποίο ορίστηκε ως το όριο εισόδου στη Βουλή. Ένα από αυτά είναι το –μόνο κατ’ όνομα– Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας (SPS), το οποίο ήδη συμμετέχει στην κυβέρνηση του SPP, ενώ το άλλο είναι ένα νεοσύστατο κόμμα με επικεφαλής τον πρώην παίκτη υδατοσφαίρισης και δήμαρχο του Νέου Βελιγραδίου, Αλεξάντερ Σάπιτς. Οι υπόλοιπες βουλευτικές έδρες καλύφθηκαν από εκπροσώπους των μειονοτήτων, των οποίων η εκλογή ακολουθεί ειδική διαδικασία, με κόμματα που συνήθως εξαγοράζουν ψήφους και συνεργάζονται με το κυβερνητικό.
Αναγκαίο το γκρέμισμα της εθνικιστικής ηγεμονίας που έφερε η μετάβαση στη «φιλελεύθερη δημοκρατία»
Ένα μέρος της αστικής τάξης που επέλεξε να μποϊκοτάρει τις εκλογές, πιθανότατα θα προσπαθήσει να καπηλευθεί την άρνηση της πλειοψηφίας να συμμετάσχει σε αυτές και έτσι να αρνηθεί τη νομιμότητα της ίδιας της διαδικασίας. Τα επιχειρήματά τους, όμως, καταλήγουν μόνο στην ανεπαρκή προβολή των θέσεων τους από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, ενώ την ίδια στιγμή ελέγχουν πολλά ιδιωτικά. Πάντως, η χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων πιθανότατα θα αποσταθεροποιήσει τη νομιμότητα της μελλοντικής κυβέρνησης. Ωστόσο, στην προσεχή περίοδο, καμία σοβαρή πρόκληση δεν φαίνεται να απειλεί τη σταθερότητα της κυβέρνησης από μέσα. Επομένως, οι πιο σοβαρές πολιτικές μάχες θα διεξαχθούν εκτός των επίσημων θεσμών. Οι σχέσεις μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων που μποϊκοτάρισαν τις εκλογές θα οξυνθούν, αλλά η δημόσια συζήτηση θα περιστρέφεται γύρω από τα τυπικά και διαδικαστικά ζητήματα.
Προκειμένου η πλειονότητα του λαού να στραφεί από την απλή απόρριψη του συστήματος στην ενεργό συμμετοχή στον αγώνα για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του, είναι απαραίτητο να εργαστούμε σκληρά, προκειμένου να γκρεμίσουμε την εθνικιστική και αστική ηγεμονία που δημιουργήθηκε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη μετάβαση στη «φιλελεύθερη δημοκρατία». Για να επιτύχουμε, πρέπει να είμαστε συνεπείς στο διεθνισμό μας και συνδεδεμένοι με τις μάχες της διεθνούς εργατικής τάξης, ειδικά στα Βαλκάνια. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πολεμήσουμε τον ιμπεριαλισμό και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών μας.