Δανάη Μαραγκουδάκη
Τεράστιες είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης, η οποία υπέκυψε στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και την Confindustria και κράτησε ανοιχτές πολλές βιομηχανικές μονάδες στον ιταλικό Βορρά, χωρίς να εξυπηρετούν ζωτικές ανάγκες, οδηγώντας εκβιαστικά τους εργαζόμενους στην καρμανιόλα και επιταχύνοντας τη διάδοση του κορονοϊού.
Στις 5 Μαρτίου ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε ανακοίνωσε το κλείσιμο των σχολείων στη χώρα. Τέσσερις μέρες μετά, ξεκίνησε η απαγόρευση κυκλοφορίας, επιτρέποντας την έξοδο από το σπίτι μόνο για έκτακτους λόγους (προμήθεια τροφίμων, επίσκεψη σε φαρμακεία και γιατρούς), καθώς και για όσους ακόμα πήγαιναν στη δουλειά. Από τότε, έχουν περάσει πάνω από δυο εβδομάδες και η Ιταλία συνολικά μετρά πάνω από 7.000 νεκρούς και σχεδόν 80.000 κρούσματα —που σημαίνει ότι τα μέτρα ουσιαστικά δεν λειτούργησαν όπως είχε σχεδιάσει ή ήλπιζε η κυβέρνηση, ενώ πολλά πήγαν στραβά.
Σίγουρα, ένα από αυτά είναι το γεγονός ότι, υποκύπτοντας στις πιέσεις των βιομηχάνων, του πανίσχυρου κεφαλαίου του ιταλικού Βορρά, ο Κόντε και οι υπουργοί του άφησαν ανοιχτές πολλές επιχειρήσεις, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν γεωμετρικά τα κρούσματα. Κι αυτό είναι κάτι που έρχεται με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο, προκαλώντας κύμα οργής.
Είναι γεγονός πως η κοινωνική αποστασιοποίηση έχει αλλάξει δραστικά την καθημερινότητα (και) των Ιταλών, ενώ, παράλληλα, έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίοι είτε μένουν άνεργοι είτε «κρατιούνται» με πενιχρά επιδόματα. Το κάλεσμα για παραμονή στο σπίτι, σε μια συλλογική προσπάθεια αντιμετώπισης του κορονοϊού, συνοδεύεται από ψυχολογικό βάρος αντιστρόφως ανάλογο του τραπεζικού λογαριασμού τους…
Σε αυτό το κλίμα, που τροφοδοτείται συνεχώς από τα μέσα ενημέρωσης και καλεί τους Ιταλούς να στηρίξουν την προσπάθεια για εθνική ομοψυχία, αρκετές επιχειρήσεις –ακόμη και σε περιοχές με μεγάλη διασπορά του ιού– συνεχίζουν την παραγωγή. Έτσι, αναγκάζουν τους εργαζομένους να μετακινούνται, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κολλήσουν και να μεταδόσουν τον ιό, παραβιάζοντας κάθε πρότυπο ασφάλειας που υπαγορεύεται από τα διατάγματα της ίδιας της ιταλικής κυβέρνησης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η δημοτική σύμβουλος του Μιλάνο, Κριστίνα Ταγιάνι, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 40% των Λομβαρδών μετακινούνται από το σπίτι για λόγους εργασίας και όχι για να πετάξουν τα σκουπίδια. Κι αυτό, παρά το γεγονός πως η Λομβαρδία είναι η πλέον πληγείσα περιοχή της Ιταλίας, με πάνω από τους μισούς νεκρούς.
Με λίγα λόγια, οι Ιταλοί μπορούν να παγώνουν τις ζωές τους αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις του βιομηχανικού Βορρά δεν μπορούν να «παγώνουν» τα δικά τους κέρδη. Ο Τζόρτζιο Μπενβενούτο, πρώην βουλευτής του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και ιστορικό στέλεχος του συνδικάτου Uil, τονίζει: «Οι συστάσεις της κυβέρνησης προς τους πολίτες για τα πεζοδρόμια, το δρόμο, τα σούπερ μάρκετ, η απόσταση που πρέπει να τηρείται, δεν εφαρμόζεται στο εργοστάσιο. Πώς γίνεται να ζητάς να τηρείται η απόσταση στους δρόμους, ενώ μέσα στα εργοστάσια δεν τηρείται κανένα προληπτικό μέτρο;».
Μεγάλη επιτυχία είχε η απεργία της Τετάρτης, παρά το ξεπούλημα από τα συστημικά συνδικάτα
Η αλήθεια είναι ότι με την οργή και τους θανάτους να αυξάνονται η κυβέρνηση Κόντε αποφάσισε στις 22 Μαρτίου να σταματήσει η παραγωγική δραστηριότητα μη απαραίτητων κλάδων. Στην πραγματικότητα, όμως, μετά από πιέσεις της Confindustria (ο σύνδεσμος των Ιταλών βιομηχάνων), οι «απαραίτητοι» για τη λειτουργία της χώρας κλάδοι έφτασαν τους 80, ενώ το διάταγμα τέθηκε –με καθυστέρηση– σε ισχύ στις 25 Μαρτίου. Βλέποντας την κυβέρνηση να διαλέγει την πλευρά των επιχειρήσεων και των συμφερόντων τους, τα ιταλικά συνδικάτα αποφάσισαν να απαντήσουν με το μοναδικό τους όπλο, την απεργία. Τα αιτήματα των UBS, Cgil, Cisl και Uil ήταν να μειωθούν οι κλάδοι που λειτουργούν, να καταργηθούν οι εξαιρέσεις, να σταματήσει η παραγωγή όπλων. Από την πλευρά της, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση κάλεσε σε διάλογο τις ηγεσίες των συνδικάτων (Cgil, Cisl και Uil), ζητώντας την αναστολή της απεργίας. Οι ηγεσίες τους συμφώνησαν και συναντήθηκαν την ίδια μέρα με το κυβερνητικό επιτελείο, πιέζοντας για αλλαγές στο διάταγμα της 22ης Μάρτη.
Ωστόσο, τα συνδικάτα βάσης UBS και Cobas επέμειναν στην απεργία, με θεαματικά αποτελέσματα. Η συμμετοχή των εργαζομένων σε βιομηχανίες και τα μικρά καταστήματα έφτασε έως και το 70%. Μάλιστα, τα συνδικάτα βάσης προκήρυξαν και την «απεργία του 1 λεπτού» στους λεγόμενους απαραίτητους κλάδους. Έτσι, γιατροί, νοσηλευτές, πυροσβέστες, βοηθητικό προσωπικό στα νοσοκομεία της χώρας σταμάτησαν για ένα λεπτό να δουλεύουν, στηρίζοντας την απεργία και ζητώντας να μπει η υγεία των ανθρώπων πάνω από όλα.