Γιώργος Παυλόπουλος
Πώς και γιατί οδηγήθηκαν οι αγορές στο «κραχ»
Η κρίση υπερσυσσώρευσης πετρελαίου που προκλήθηκε τόσο από την πανδημία του Covid-19 όσο και από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό ανάμεσα τους ισχυρούς παίκτες του κλάδου (με πρωταρχικό τον ρόλο του δεύτερου παράγοντα), αλλάζει ραγδαία το σκηνικό και οδηγεί σε μια ασταθή και επικίνδυνη κατάσταση, με μεγάλη διάρκεια και άδηλο τέλος. Τα αριθμητικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου είναι αδιαμφισβήτητα. Από τη μία, τα προθεσμιακά συμβόλαια για το αμερικανικό αργό διαμορφώθηκαν πριν μερικές ημέρες και για δύο περίπου 24ωρα σε αρνητικές τιμές, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία.
Η αιτία βρίσκεται στη σημαντική μείωση της ζήτησης που προκαλεί η εν εξελίξει παγκόσμια οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την υπερπαραγωγή στο εσωτερικό των ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, που είχαν ως αποτέλεσμα να εξαντληθούν οι αποθηκευτικοί χώροι και να αναγκαστούν τα διυλιστήρια και τις μεγάλες εταιρείες να πληρώνουν για να βρουν καινούριους. Από την άλλη, ο «ευρωπαϊκός» δείκτης Brent μπορεί να μην πέρασε σε αρνητικό έδαφος, μιας και η διασπορά είναι σαφώς μεγαλύτερη, όμως κι αυτός υποχώρησε απότομα στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τουλάχιστον 20-25 ετών. Είναι, δε, σίγουρο ότι οι παραπάνω εξελίξεις δίνουν νέα διάσταση και απρόβλεπτη τροπή σε μια κρίση η οποία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη στη συγκεκριμένη αγορά, εξαιτίας δύο παραγόντων: Αφενός, της πανδημίας του Covid-19 και των οικονομικών της επιπτώσεων και, αφετέρου, του σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του πλανήτη και κυρίως τις τρεις μεγαλύτερες — Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και Σαουδική Αραβία. Παρά τη μικρή ανάκαμψη των τιμών στη διάρκεια της εβδομάδας, ελάχιστοι προβλέπουν ότι θα κινηθούν σύντομα σε διακριτά υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με αυτά που βρίσκονται σήμερα. Πιθανότατα, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια κρίση διαρκείας και όχι για μια προσωρινή αναταραχή — και γι’ αυτό, τα ερωτήματα που τίθενται οδηγούν αντικειμενικά το μαχαίρι στο κόκκαλο.
Ερώτημα πρώτο, λοιπόν: Είναι οι δύο προαναφερθέντες παράγοντες –ο νέος κορονοϊός και ο «πόλεμος» των ισχυρών– ανεξάρτητοι μεταξύ τους; Προφανώς και όχι, είναι η απάντηση, καθώς επαναλαμβάνεται αυτό ακριβώς που συμβαίνει στο σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας. Ουσιαστικά, το ξέσπασμα της πανδημίας αποτέλεσε την καλύτερη δυνατή αφορμή για να εκδηλωθεί σε όλη του την ένταση ο «τυφώνας» που δημιουργούν οι σωρευμένοι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς και την απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μεριδίου της.
Η κρίση στις τιμές δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε «θερμά επεισόδια» και νέες πολεμικές περιπέτειες
Ερώτημα δεύτερο: Έχει μέλλον το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη και άρα, έχει νόημα η παραπάνω σύγκρουση; Παρά τα όσα γράφονται και λέγονται περί «πράσινης ανάπτυξης» και ανανεώσιμων πηγών, η αλήθεια είναι ότι η μηχανή της καπιταλιστικής οικονομίας θα εξακολουθήσει να κινείται σε μεγάλο βαθμό από τους υδρογονάνθρακες, τουλάχιστον για την επόμενη 20ετία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας (ΙΕΑ), το μερίδιο πετρελαίου και φυσικού αερίου στην κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών το 2040 θα εξακολουθήσει να υπερβαίνει το 50-55%. Σταδιακά, πάντως, η παραγωγή εκτιμάται πως θα αρχίσει να μειώνεται από την επόμενη δεκαετία, για να φτάσει μετά από 20 χρόνια στα 65 εκατ. βαρέλια ημερησίως, έναντι περίπου 100 που ήταν πριν το σημερινό «κραχ» — κι αυτό σημαίνει ότι κάποιοι έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται, μιας είναι γνωστό ότι… των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Ερώτημα τρίτο: Ποιος ευθύνεται για την όξυνση του ανταγωνισμού; Όσο κι αν φαντάζει παράδοξο, βασικός υπεύθυνος δεν είναι ούτε η Σαουδική Αραβία, ως ηγέτιδα δύναμη του πετρελαϊκού καρτέλ του ΟΠΕΚ, ούτε όμως και η Ρωσία, με την οποία μέχρι πρόσφατα συναγωνίζονταν για την πρωτιά στην παραγωγή. Είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες μέσα σε μία δεκαετία εκτίναξαν τη δική τους παραγωγή από τα 5 στα 12 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με την εκμετάλλευση –χωρίς φυσικά να τους ενδιαφέρει η περιβαλλοντική καταστροφή– των σχιστολιθικών κοιτασμάτων στο υπέδαφος της χώρας τους. Με αποτέλεσμα, όχι μόνο να καταστούν αυτάρκεις στην εσωτερική τους αγορά –να μια εξήγηση για την αποστασιοποίησή τους από τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή– αλλά να γίνουν και εξαγωγική δύναμη, αποκτώντας ένα ακόμη «όπλο» για γεωπολιτικές και οικονομικές πιέσεις και εκβιασμούς.
Ερώτημα τέταρτο: Ποιος είναι ο μεγάλος χαμένος από την άνευ προηγουμένου «βουτιά» των τιμών; Εδώ η απάντηση είναι αρκετά περίπλοκη. Σίγουρα, πάντως, στη θέση αυτή δεν βρίσκονται οι Αμερικανοί, καθώς το «ειδικό βάρος» του πετρελαίου είναι γι’ αυτούς σαφώς μικρότερο σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους. Για του λόγου το αληθές, τα καθαρά έσοδα από το πετρέλαιο (αφού πρώτα έχει αφαιρεθεί το –υψηλό– κόστος παραγωγής) αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο του 0,5% του ΑΕΠ τους, όταν για τη Ρωσία αυτό φτάνει στο 6,5% και για τη Σαουδική Αραβία το 25%. Για όσους, δε, σπεύσουν να ισχυριστούν ότι οι μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε όλο τον πλανήτη και άρα το πρόβλημα δεν περιορίζεται εντός συνόρων, υπάρχει επίσης πειστική εξήγηση: Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από κάποια (όχι πάρα πολλά) χρόνια, το «ειδικό βάρος» του κλάδου αυτού στο σύνολο της οικονομίας των ΗΠΑ έχει υποχωρήσει σημαντικά. Το αποδεικνύει ξεκάθαρα, άλλωστε, μια ματιά στη λίστα με τις πιο ακριβές εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, στην οποία η πρώτη πετρελαϊκή είναι η ExxonMobil στην 28η θέση και ακολουθεί η Chevron στην 37η – και μάλιστα, με κεφαλαιοποιήσεις υποπολλαπλάσιες σε σύγκριση με τις πέντε πρώτες, που είναι κατά σειρά οι Microsoft, Apple, Amazon (και οι τρεις άνω του ενός τρισ.), Alphabet-Google και Facebook.
Ερώτημα πέμπτο: Υπάρχουν κάποιοι που κερδίζουν από τις τελευταίες εξελίξεις στον ανταγωνισμό των τριών ισχυρών αλλά και των μικρότερων «παικτών»; Αυτό θα κριθεί, εν πολλοίς, στο ποιος έχει μεγαλύτερες αντοχές και αποθέματα για να βγει όρθιος μετά την κατάρρευση των πετρελαϊκών εσόδων. Φαίνεται ότι ανάμεσα σε Σ. Αραβία και Ρωσία η δεύτερη διαθέτει σχετικό πλεονέκτημα, ενώ σε δεινή θέση βρίσκονται Ιράν, Ιράκ, Βενεζουέλα και Λιβύη. Επειδή, όμως, ουδείς είναι διατεθειμένος να καταθέσει τα όπλα σε αυτήν τη σύγκρουση διαρκείας, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ραγδαίες εξελίξεις και σε (γεω)πολιτικό επίπεδο — και η απόφαση των ΗΠΑ να ανεβάσουν τους τόνους απέναντι στο Ιράν αυτή την περίοδο λέει πολλά…