Βασίλης Μηνακάκης Η πειρατεία αλλά και η διπλωματία της μάσκας, ο καυγάς αναφορικά με το πού ξεκίνησε η πανδημία –από την αγορά της Ουχάν ή την Αμερικανίδα ποδηλάτισσα που συμμετείχε στους στρατιωτικούς αγώνες στην Ουχάν– και το πόσο έγκαιρα ενημέρωσε η Κίνα, η σύγκρουση για τον παραιτηθέντα επικεφαλής της ευρωπαϊκής υπηρεσίας διαχείρισης της πανδημίας αλλά και για τον ΠΟΥ, η αντιπαράθεση για τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης, η διαμάχη του Μπράνσον με τα ευρωπαϊκά κράτη για το αν πρέπει να στηριχτούν μόνο οι εθνικοί αεροπορικοί πρωταθλητές ή και η δική του εταιρεία (Virgin), η σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ για τα δίκτυα επικοινωνιών 5G και ΗΠΑ-Γερμανίας γύρω από την εταιρεία που προσπαθεί να κατασκευάσει το εμβόλιο — αυτά και πολλά άλλα είναι μερικά από τα στοιχεία που πιστοποιούν την όξυνση των ενδοαστικών ανταγωνισμών εν μέσω πανδημίας. Μια όξυνση που δεν αφορά μόνο τα κράτη αλλά και τις εταιρείες και που, συνδυαζόμενη με το κλείσιμο των συνόρων και τις συζητήσεις περί αναδιάταξης της παραγωγής των πολυεθνικών, ιδίως αυτών που αφορούν βασικά είδη, ώστε οι χώρες να έχουν μια ορισμένη αυτάρκεια τουλάχιστον σε αυτά, έχει πυροδοτήσει μια συζήτηση περί επιστροφής στο έθνος-κράτος και «τέλους της παγκοσμιοποίησης». Μακράν απέχει από αυτό η πραγματικότητα. Αδυνατεί, δε, να αντιληφθεί τις τάσεις της όποιος στο θεμελιακό δίπολο ανταγωνισμός-ενότητα, που σφραγίζει το καπιταλιστικό Είναι από τη νεογνική του ηλικία, δεν βλέπει τη διαλεκτική του ενότητα και συνύπαρξη (που λειτουργεί πάντα), αλλά απολυτοποιεί τη μία ή την άλλη πλευρά, αυτήν που προβάλλει πιο έντονα. Γιατί οξύνεται ο ανταγωνισμός σε επίπεδο κρατών; Επειδή, λόγω συγχρονισμένης παγκοσμίως και δραματικής συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, οι πόροι τώρα και μετά την πανδημία θα είναι περιορισμένοι, οι ανοιχτές φλέβες της ευάλωτης καπιταλιστικής ανάπτυξης θα χαίνουν περισσότερο. Έτσι, κάθε χώρα ωθείται στο να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από το δικό της «ταμείο» και να διεκδικήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από το κοινό (ΕΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.λπ.). Με άλλα λόγια, όσο μικρότερη είναι η πίτα τόσο καταδεικνύεται το ψευδεπίγραφο της «κοινοτικής αλληλεγγύης» και κυριαρχεί το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Φαντάζεται ποτέ κανείς ότι θα πάψει ο ανταγωνισμός μεταξύ φαρμακευτικών, τηλεπικοινωνιακών και πετρελαϊκών εταιρειών; Θα είναι πάντα παρών, πιέζοντας τα κράτη να πάρουν θέση
Μπορεί, άραγε, αυτό να διαρκέσει και για πόσο; Δύσκολο να φανταστούμε ότι θα εξελιχθεί σε δεσπόζον μοντέλο ή ότι η αναζήτηση μιας ορισμένης αυτάρκειας θα οδηγήσει και στην αναζήτηση μιας –ουτοπικής, άλλωστε– απόλυτης αυτάρκειας, ακόμη και από τα μεγαλύτερα κράτη. Άλλωστε, αυτά τα κράτη, αν θέλουν να διατηρήσουν την ηγετική τους θέση (και το θέλουν), ώστε οι πολυεθνικές τους να έχουν πρόσθετες πηγές κερδοφορίας και να λειτουργούν οι έμμεσοι μηχανισμοί εκμετάλλευσης, θα προχωρήσουν σε κάποιες κινήσεις ήπιας διπλωματίας ή σε κάποιες παροχές με το σταγονόμετρο. Αλλιώς, κινδυνεύουν να δουν εγχειρήματα τύπου ΕΕ, που τους επιτρέπουν να έχουν μια αύξουσα κερδοφορία, να καταρρέουν και να δυναμιτίζονται από εθνικιστικά κινήματα ή να υπονομεύονται από την επίθεση «φιλίας» και «αλληλεγγύης» της Κίνας ή της Ρωσίας. Ύστερα, όσοι ανακαλύπτουν τώρα την ένταση των ανταγωνισμών δείχνουν να αγνοούν ότι μαινόταν ήδη, μαίνεται και θα μαίνεται ο ανταγωνισμός των πολυεθνικών, των καπιταλιστών, εντός κάθε χώρας αλλά και διεθνώς. Οι ανταγωνισμός αυτών των «παικτών» –από τους οποίους αρκετοί έχουν δύναμη ανώτερη πολλών κρατών– στην παγκόσμια σκακιέρα δεν περίμενε την πανδημία για να εκδηλωθεί, ούτε θα γνωρίσει ύφεση, αν υποχωρήσουν η πανδημία ή οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των εθνών-κρατών. Φαντάζεται ποτέ κανείς ότι θα πάψει ο ανταγωνισμός μεταξύ φαρμακευτικών, τηλεπικοινωνιακών, πετρελαϊκών εταιρειών; Θα είναι πάντα παρών, πιέζοντας τα κράτη να πάρουν θέση, εντός της ίδιας της χώρας αλλά και διεθνώς. Αυτοί οι πλανητικοί οικονομικοί «παίκτες» ισχυροποίησαν, μάλιστα, τη θέση τους εν μέσω πανδημίας. Σύμφωνα με το Bloomberg, στο κορυφαίο 1% των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο (εκείνες με τζίρο άνω των 52 δισ. δολ.), η σταθμισμένη μέση μείωση της τιμής των μετοχών τους ήταν έως τα τέλη Απριλίου μόλις 9%, ενώ για εταιρείες με έσοδα 200-550 εκατ. δολ. η υποχώρηση πλησιάζει το 40%. Πού στηρίχθηκε αυτή η ισχυροποίηση; Όχι μόνο στην αδυναμία των μικρών επιχειρήσεων, αλλά κυρίως σε μερικά πλεονεκτήματα των πολυεθνικών-πολυκλαδικών κολοσσών: Ότι διαθέτουν μεγαλύτερη ρευστότητα, είναι περισσότερο δικτυωμένοι γεωγραφικά, έχουν διαφοροποιημένη έκθεση σε διάφορες αγορές και έχουν τη δυνατότητα να καθετοποιήσουν την παραγωγή τους. Οι κολοσσοί δεν θα γκρεμίσουν ό,τι έχουν χτίσει… Πόσο πιθανό είναι, άραγε, να απεμπολήσουν οι πολυεθνικοί-πολυκλαδικοί κολοσσοί τα πλεονεκτήματα στα οποία στηρίζεται η αντοχή, η κερδοφορία και η ηγετική τους θέση στην παγκόσμια αγορά; Από ελάχιστα έως καθόλου. Φυσικά, θα υπάρξουν αναπροσαρμογές, ίσως και ανασυγκρότηση των παραγωγικών διαδικασιών και της γεωγραφικής διάταξης των διάφορων τομέων της παραγωγής, στο πλαίσιο όχι μιας «αποπαγκοσμιοποίησης» αλλά μια διαφορετικής μορφής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, μιας «παγκοσμιοποίησης» με άλλες ισορροπίες. Με αυτήν την έννοια, είναι μάλλον υπερβολή να φαντάζεται κανείς ότι όσες πολυεθνικές συναρμολογούσαν προϊόντα τους στην Κίνα θα αποχωρήσουν από εκεί. Θα γίνει και αυτό από ορισμένες — άλλωστε έχει γίνει ήδη, μιας και η μικρή αύξηση του εργατικού κόστους στην Κίνα οδήγησε πολλές εδώ και καιρό στο Βιετνάμ και την Ινδονησία. Όμως πολλές ίσως το σκεφτούν διπλά και τριπλά: Πού αλλού θα βρουν, άλλωστε, αυτόν τον συνδυασμό χαμηλού εργατικού κόστους – υψηλής τεχνολογικής βάσης (σχετικής και απόλυτης υπεραξίας) και απόλυτης εργασιακής πειθαρχίας; Πού αλλού θα μπορέσουν να παράγουν, μέσα από αυτόν τον συνδυασμό, φτηνά προϊόντα για την πιο φτωχοποιημένη, μετά την πανδημία, κοινωνική πλειοψηφία;