Γιώργος Παυλόπουλος Η ταχύτερη έξοδος από την πανδημία, οι προβλέψεις για την οικονομία και το πολιτικό σύστημα δίνουν στο Πεκίνο σημαντικά πλεονεκτήματα απέναντι σε ΗΠΑ και ΕΕ που συνειδητοποιούν ότι, όταν γίνει το συνολικό «ταμείο», η Κίνα θα είναι σαφώς πιο ενισχυμένη και απαιτητική. «Η Μεγάλη Ύφεση ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2007 και τελείωσε τον Ιούνιο του 2009, γεγονός το οποίο την καθιστά τη μεγαλύτερη σε διάρκεια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρα από τη διάρκειά της, υπήρξε εξαιρετικά σοβαρή, από πολλές πλευρές», έγραφε το 2013 στέλεχος της διοίκησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία από το καλοκαίρι του 2007 δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία […]. Πρόκειται για την τέλεια καταιγίδα», σημείωνε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2009, διαπιστώνοντας, παράλληλα, ότι η κρίση εκείνη ήταν «η βαθύτερη, η πλέον συγχρονισμένη και η πιο παγκόσμια από τη Μεγάλη Κατάπτωση της δεκαετίας του ’30». Κάπου δέκα χρόνια αργότερα, εν μέσω της νέας κρίσης, η οποία πυροδοτήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού, οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις που γίνονται κάνουν λόγο για ακόμη σοβαρότερη κατάσταση, με πιο βαθιές και εκτεταμένες επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα. Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του έτους επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, καθώς η συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ έφτασε στο 4,8%, ενώ για την ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 3,8%. Παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά είναι χαμηλότερα από το 6,8% της Κίνας το ίδιο διάστημα, οι πάντες συμφωνούν ότι η εικόνα στο τέλος του έτους θα είναι σαφώς πιο αρνητική για ΗΠΑ και ΕΕ. Κι αυτό, διότι, ενώ στην πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη η οικονομική δραστηριότητα επιστρέφει σταδιακά σε μια κάποια κανονικότητα (αν και όχι πλήρη, μιας και οι εξαγωγές της θα εξακολουθήσουν να υποφέρουν), στις δύο παραδοσιακές «μητροπόλεις» του παγκόσμιου καπιταλισμού οι αναταράξεις θα διαρκέσουν για αρκετές ακόμη εβδομάδες, με αποτέλεσμα τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο να είναι πιθανότατα χειρότερα. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως όταν γίνει το συνολικό «ταμείο» –λογικά στο τέλος του 2021, προκειμένου να συνυπολογιστεί και η αναμενόμενη αλλά όχι βέβαιη εκρηκτική ανάκαμψη του νέου έτους– το αποτέλεσμα πρέπει να θεωρείται από τώρα δεδομένο: Η Κίνα, η οποία σύμφωνα με το ΔΝΤ θα κλείσει οριακά θετικά τη φετινή χρονιά (όταν ΗΠΑ και ΕΕ θα είναι στο «βαθύ κόκκινο») και την επόμενη θα «τρέξει» με διψήφιο σχεδόν ποσοστό, θα έχει καταφέρει να αναβαθμίσει περαιτέρω την θέση της στον διεθνή οικονομικό καταμερισμό. Έτσι, σε συνδυασμό με το σαφές πλεονέκτημα που της διασφαλίζει το πολιτικό της σύστημα και τις πολύ μικρότερες αναταράξεις σε σύγκριση με εκείνες που θα εκδηλωθούν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, θα καταστεί συνολικά πολύ πιο ισχυρή. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα ανοίξει την όρεξη στο κινεζικό κεφάλαιο και το καθεστώς του Πεκίνου για να διεκδικήσουν περισσότερα, επιταχύνοντας τις ανακατατάξεις που έχουν ούτως ή άλλως δρομολογηθεί.
Πιο επιθετική στάση από ΗΠΑ και Τραμπ, σοβαρό το δίλημμα που αντιμετωπίζει συνολικά η ΕΕ
Πώς θα αντιδράσουν, άραγε, απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη Αμερικανοί και Ευρωπαίοι; Όσον αφορά στους πρώτους, τα πράγματα φαίνεται να είναι σχετικά καθαρά. Η προσπάθεια, άλλωστε, του Τραμπ να τα φορτώσει όλα στην Κίνα –από την ευθύνη για την πανδημία μέχρι την επέμβαση στα εσωτερικά των ΗΠΑ με σκοπό να μην επανεκλεγεί τον Νοέμβριο– δεν αποτυπώνει μόνο την προσωπική του πολιτική αγωνία μπροστά στο ενδεχόμενο να χαρίσει τη νίκη στον «κουτσό» Δημοκρατικό αντίπαλό του Μπάιντεν, αλλά και το γενικότερο άγχος που διέπει το αμερικανικό κεφάλαιο, καθώς βλέπει να χάνει έδαφος — εξού και η στράτευση στο πλευρό του προέδρου του αφεντικού της Tesla, Έλον Μασκ, ο οποίος χαρακτήρισε έγκλημα το πάγωμα της οικονομίας. Με την ΕΕ, όμως, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Οι ισχυροί δεσμοί του ευρωπαϊκού με το αμερικανικό κεφάλαιο, καθώς και των εκατέρωθεν αστικών τάξεων οδηγούν μία μερίδα των Ευρωπαίων πιο κοντά στις θέσεις των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να υποστηρίζουν την επιθετική πολιτική απέναντι στο Πεκίνο. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις προσβλέπουν στην κινεζική αγορά για στηρίξουν την κερδοφορία τους, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος βρίσκεται στην αυγή μιας νέας εποχής, στην οποία τίποτα δεν είναι δεδομένο, αναγκάζουν ένα άλλο τμήμα να είναι πιο επιφυλακτικό και να υποστηρίζει μια στρατηγική στροφή προς την Κίνα. Η έκβαση αυτής της διαπάλης δεν θα είναι εύκολη ούτε είναι δεδομένη.