Δανάη Μαραγκουδάκη | Captainlinux | Δημήτρης Συνάπαλος
▸ Κυβερνήσεις και εταιρείες συνεργάζονται για να «πατήσουν» και αυτό το κάστρο των ατομικών και δημοκρατικών ελευθεριών
Μια συμμαχία γιγάντων αποφασίστηκε πριν μερικές μέρες ανάμεσα σε Apple και Google, με τις δύο εταιρείες να ενώνουν τις δυνάμεις τους προκειμένου –όπως λένε– να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις παγκοσμίως να περιορίσουν τον κορονοϊό. Οι μέχρι χτες άσπονδοι εχθροί συνεργάζονται για να αναπτύξουν μέσα στο επόμενο διάστημα μια εφαρμογή, η οποία θα χρησιμοποιεί τη λειτουργία bluetooth για να καταγράφει τις διαδρομές του χρήστη και να τον ειδοποιεί στην περίπτωση που έρχεται ή έχει έρθει σε επαφή με κάποιον που διαπιστωμένα νοσεί από κορονοϊό. Παρά τις διαφορετικές φιλοσοφίες των εταιρειών (ο CEO της Apple συχνά αναφέρει πως η Google θεωρεί τους πελάτες της προϊόντα), η σύμπραξη αυτή θα οδηγήσει στην πρώτη οργανική σύνδεση ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες και μάλιστα σε πεδίο που αφορά τη δημόσια υγεία και, πιο συγκεκριμένα, την παρακολούθησή της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η περίπτωση της πανδημίας του Covid-19 αναδεικνύει πως η καταγραφή των μετακινήσεων των πολιτών σε επίπεδο πληθυσμού αποτελεί σοβαρή απειλή, καθώς διαφαίνεται ένα τεράστιο νομικό κενό, τόσο στις κρατικές όσο και στις διακρατικές νομοθεσίες, σχετικά με την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα — ανεξάρτητα από τον φορέα, κρατικό ή ιδιωτικό, που διατηρεί ή διαχειρίζεται τα δεδομένα. Διότι μπορεί σε πολλές περιπτώσεις οι νομοθεσίες να ορίζουν δικαιώματα στον εκάστοτε χρήστη, όπως αυτό της «λήθης» (δηλαδή τη διαγραφή των δεδομένων που διατηρούνται για αυτόν από μία εφαρμογή), ωστόσο καμία δεν του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να ελέγξει, αν αυτά τα δικαιώματα τηρούνται.
Στο ίδιο κλίμα, πολλές είναι οι χώρες και αντίστοιχα οι εφαρμογές για την υγεία που επαναφέρουν στο προσκήνιο το γνώριμο δίπολο ιδιωτικότητας/ελευθερίας και ασφάλειας. Τουλάχιστον 30 κυβερνήσεις και κοινοβούλια έχουν ήδη υιοθετήσει έκτακτα μέτρα που αφορούν κυρίως τη συγκέντρωση πληροφοριών για τους πολίτες οι οποίοι είναι σε καραντίνα. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, όσοι «σπάνε» την καραντίνα υποχρεούνται να κατεβάσουν μια εφαρμογή που καταγράφει την τοποθεσία τους, ενώ στο Χονγκ Κονγκ, όσοι περνούν από το αεροδρόμιο φοράνε ένα ηλεκτρονικό βραχιόλι που είναι συνδεδεμένο με το GPS του κινητού τους, προκειμένου να εξακριβώνεται σε πραγματικό χρόνο, αν παραμένουν στο σπίτι.
Ακόμα και ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ ή GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πρωτοποριακός, ωστόσο δεν σχεδιάστηκε με σκοπό να προστατέψει την ιδιωτικότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Αντίθετα, έχει ως σκοπό να ελέγξει τη μεταφορά των δεδομένων τους προς εταιρίες και κράτη του εξωτερικού (Αμερική, Ασία), προστατεύοντας τα συμφέροντα της ΕΕ και των κρατών-μελών στα πλαίσια του κυβερνοπολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, κοινό χαρακτηριστικό στην επικοινωνιακή πολιτική κυβερνήσεων και εταιρειών είναι οι διαβεβαιώσεις πως οι εν λόγω εφαρμογές δεν αποτελούν παρά απαντήσεις σε μια έκτακτη κατάσταση –παρ’ όλο που, όπως διαφαίνεται, τα κράτη μπορούν ελεύθερα να παρακολουθούν τους πολίτες τους ακόμα και σε καθεστώς κανονικότητας– και πως, αφότου περάσει η πανδημία, θα κλείσει και ο κύκλος των «παρακολουθήσεων». Από την άλλη, όμως, η ιστορία έχει δείξει ότι μια σειρά «έκτακτοι νόμοι», όπως ο αμερικάνικος Patriot Act του 2001 και οι χιλιάδες κάμερες στο Λονδίνο, είναι ακόμα στην ίδια θέση πολλά χρόνια μετά…
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε περίπτωση που ένα καθεστώς έκτακτης κατάστασης παραταθεί; Είναι λογικό η κυβερνητική εξουσία να διαχειρίζεται τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες και τα εργαλεία που τις συνοδεύουν κατά το δοκούν ή απαιτούνται ξεκάθαρα μέτρα και σταθμά που να θέτουν περιορισμούς; Και ποιος, εν τέλει, εγγυάται την τήρηση της νομοθεσίας;
Η επίκληση του προσωρινού μέτρου λόγω έκτακτης ανάγκης είναι απλώς η πρόφαση…
Αξίζει να θυμηθούμε πως κατά τη διάρκεια των σχετικά πρόσφατων αραβικών εξεγέρσεων, τα καθεστώτα περιόριζαν, λογόκριναν ή διέκοπταν τελείως την πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα με σκοπό να περιορίσουν την ικανότητα αυτο-οργάνωσης των εξεγερμένων. Δεν απαιτείται, επίσης, κάποιου είδους λογικό άλμα για να θεωρηθεί γενικώς χρήσιμος ο έλεγχος και η καταγραφή κινήσεων ατόμων που κρίνονται επικίνδυνα, ενώ στην ελληνική πραγματικότητα έχουν ήδη υπάρξει καταγγελίες για παράνομη παρακολούθηση συνδικαλιστών και αγωνιστών από την αστυνομία με χρήση συσκευών γεωεντοπισμού που είχαν τοποθετηθεί κρυφά στα οχήματά τους.
Ένα ακόμη εύλογο ερώτημα τίθεται σχετικά με την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού να αξιοποιήσει την ανυπαρξία ουσιαστικής προστασίας των δεδομένων που αφορούν τον καθένα μας στα πλαίσια της κοινωνικής πειθάρχησης και καταστολής. Μόλις τον Ιούνιο του 2018, για του λόγου το αληθές, το Εφετείο Αθηνών έκρινε αθώα την Ηριάννα, μη αποδεχόμενο την εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας για καταδίκη της βάσει ενός αμφισβητήσιμου δείγματος DNA. Αναρωτιόμαστε, όμως, πώς θα είχαν αξιοποιήσει οι «ανθρωποφύλακες» στίγματα της κινητής τηλεφωνίας που θα τοποθετούσαν τη μεταπτυχιακή φοιτήτρια κοντά στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου, όπου και ανακαλύφθηκε οπλισμός της αποκαλούμενης «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς»…
Οπότε το βασικό πρόβλημα παραμένει. Ο χρήστης δεν μπορεί με κανένα νόμιμο τρόπο να επιβεβαιώσει ποια δεδομένα του επεξεργάζεται μία εφαρμογή ή ποια διατηρεί μία εταιρεία και κατά πόσο έχει διαγράψει τα υπόλοιπα, ενώ οι αντιξοότητες διευρύνονται, αν ο «διαχειριστής» είναι κάποιος κρατικός φορέας. Ο μόνος τρόπος, τελικά, να υπάρχει διαφάνεια για τα δεδομένα του χρήστη είναι η εφαρμογή που χρησιμοποιεί να βασίζεται σε ανοιχτά πρότυπα, δηλαδή να είναι ανοιχτού κώδικα. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογών που παρακολουθούν την κίνηση των πολιτών, τα ανοιχτά πρότυπα αποτελούν τη μοναδική επιλογή, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των δεδομένων τους.
Το συμπέρασμα είναι πως και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ουσιαστικό ζήτημα αφορά στην κυρίως φυσιογνωμία του φορέα της εξουσίας και σε επιμέρους χαρακτηριστικά του όπως η διαφάνεια, η δημοκρατική συγκρότηση και η ορθολογική διαχείριση πόρων. Καθώς τα ανά τον κόσμο αφηγήματα περί του δήθεν καλοπροαίρετου δεσποτισμού του αστικού κοινοβουλευτισμού ή της αυτορρύθμισης των αγορών αποσυντίθενται, ο κόσμος της εργασίας καλείται ξανά να θέσει το ερώτημα της εξουσίας — και για μια ακόμη φορά πρέπει να το απαντήσει για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.