(Ashley Smith, 24 Μαρτίου 2020, συνέντευξη με τον Michael Roberts) Μετάφραση: Βάλια Λιόντου Επιμέλεια: Αλίκη Λασπίδου Το καπιταλιστικό σύστημα βάλλεται από δύο αλληλεπιδρώσες κρίσεις: την πανδημία του ιού COVID-19 και την παγκόσμια ύφεση. Ενώ τεράστιοι είναι οι αριθμοί των ανθρώπων που ασθενούν από τον ιό, τα απροετοίμαστα συστήματα υγείας υπερφορτώνονται και οι επιχειρήσεις απολύουν γιγάντιους αριθμούς εργαζομένων. O Ashley Smith από το Spectre παίρνει συνέντευξη από τον μαρξιστή οικονομολόγο Michael Roberts σχετικά με τις ρίζες αυτού του ολέθρου του καπιταλιστικού συστήματος και τις πιθανές συνέπειές του στην πολιτική, στις συνειδήσεις και στον αγώνα τα επόμενα χρόνια. Ο Michael Roberts είναι συγγραφέας του βιβλίου “The Long Depression; Marxism and the Global Crisis of Capitalism (Haymarket 2016)” και αρθογραφεί συστηματικά στο μπλογκ του ‘The Next Recession‘. Ο κορονοιός φαίνεται να δίνει το έναυσμα σε μια παγκόσμια ύφεση αν όχι οικονομική κατάρρευση. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την παγκόσμια οικονομία; Πιστεύω ότι ο όρος ‘έναυσμα‘ είναι ένας σωστός χαρακτηρισμός για την πανδημία του κορονοιού. καλύτερος από τον χαρακτηρισμό της ως αιτία της γοργά επερχόμενης συρρίκνωσης στην παραγωγή, τις επενδύσεις, την απασχόληση και τα έσοδα της παγκόσμιας οικονομίας. Είμαι σίγουρος ότι, μόλις αυτή η καταστροφή τελειώσει, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι αλλά και οι αρχές θα ισχυριστούν ότι ήταν μια εξωγενής κρίση που δεν έχει σχέση με τα εγγενή ελαττώματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της δομής της κοινωνίας. Αυτό ήταν και το βασικό επιχείρημα μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009. Και για άλλη μια φορά θα επιχειρηθεί η υπεκφυγή από μια εξήγηση του λόγου που ο καπιταλισμός περνά συχνές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις στην παραγωγή και στις επενδύσεις κεφαλαίου. Αυτές οι κρίσεις συμβαίνουν κάθε 8 με 10 χρόνια, κατά προσέγγιση, από τότε που ο καπιταλισμός αναδείχθηκε σε κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων παγκοσμίως. Η τελευταία ήταν μία από τις βαθύτερες, γι’ αυτό και λέγεται “Η Μεγάλη Ύφεση”, καθώς σχεδόν όλες οι καπιταλιστικές οικονομίες συρρικνώθηκαν για έως και 18 μήνες. Η μετέπειτα “ανάκαμψη” είναι η πιο μεγάλη σε διάρκεια τα τελευταία 100 χρόνια, από το καλοκαίρι του 2009 μέχρι και σήμερα. Αλλά αποτελεί επίσης και την ασθενέστερη ανάκαμψη, με ανάπτυξη σε ΑΕΠ, επενδύσεις κεφαλαίου, μισθούς και παραγωγικότητα πολύ κάτω από τη μέση τάση των τελευταίων 50 χρόνων. Για αυτό τον λόγο αποκάλεσα αυτή την περίοδο “Μακρά Ύφεση” στο ομώνυμο βιβλίο μου. Η ανάπτυξη μετά το 2009 διήρκεσε παραπάνω από 10 χρόνια εξαιτίας κάποιων ειδικών παραγόντων. Ο πρώτος είναι η τεράστια ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος με πίστωση και η απότομη μείωση επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να δανείζονται με χαμηλό κόστος ώστε να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, ακόμα κι αν η κερδοφορία σε παραγωγικούς τομείς παρέμενε κοντά σε ιστορικό χαμηλό και έδειχνε πολύ μικρή άνοδο μετά το 2009. Δεύτερον, επειδή η κερδοφορία παρέμενε χαμηλή, οι επιχειρήσεις δεν αύξησαν ιδιαίτερα τις επενδύσεις τους σε νέες τεχνολογίες, αντιθέτως διατήρησαν και διεύρυναν την εργατική τους δύναμη μέσω της φτηνής απασχόλησης, της “gig economy”, των συμβάσεων μηδενικών ωρών, της προσωρινής και μερικής απασχόλησης αλλά και της μετανάστευσης… Αυτό κράτησε χαμηλά το κόστος των μισθών, ωστόσο σήμαινε ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας ήταν οικτρή. Τρίτον, ο δανεισμός με χαμηλά ή μηδενικά επιτόκια οδήγησε στην αύξηση των τιμών των μετοχών. Μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν κέρδη, όπως η Amazon ή η Apple, δημιούργησαν απόθεμα μετρητών και εξέδωσαν χρέη ώστε να αγοράσουν τα μερίδια τους στο χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα να υπάρξει άνοδος στην αγορά μετοχών και ομολόγων. Δεν είχε υπάρξει ξανά τόσο μεγάλο χάσμα μεταξύ του ‘πλαστού‘ κόσμου των πιστωτικών αγορών και των παραγωγικών τομέων της ‘πραγματικής οικονομίας‘. Το πλασματικό κεφάλαιο, όπως αποκαλούσε ο Μαρξ το πρώτο, εκτοξεύθηκε εις βάρος του δεύτερου. Αλλά όλα τα καλά τελειώνουν κάποια στιγμή. Και ήδη αρκετά πριν την αρχή της πανδημίας, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία επιβραδυνόταν γοργά. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είχε πέσει κάτω από το 2% ετησίως στις περισσότερες ισχυρές οικονομίες. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας και της Ευρωζώνης ήταν κάτω από 1%. Αλλά και πολλές καθοριστικές, αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως του Μεξικό, της Αργεντινής και της Νοτίου Αφρικής ήταν ήδη σε ύφεση. Τα εταιρικά κέρδη, παγκοσμίως, παρέμεναν στην καλύτερη περίπτωση σταθερά. Οι παραγωγικές επενδύσεις συρρικνώνονταν. Το παγκόσμιο εμπόριο κατέρρεε επηρεασμένο, κυρίως, από τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ωστόσο αυτός ο πόλεμος δεν ήταν ατύχημα, αλλά αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης των Αμερικανών ότι η Κίνα άρχισε να διεκδικεί μεγάλο κομμάτι της πίτας στον τομέα των τεχνολογιών, στον οποίο η Αμερική ήταν μέχρι τώρα κυρίαρχη. H επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας και των επενδύσεων στην Αμερική σήμαινε ότι η αμερικανική ηγεμονία ήταν υπό απειλή. Επομένως, η παγκόσμια οικονομία οδηγούνταν σε πτώση το 2020 έτσι κι αλλιώς. Η πανδημία ήταν το έναυσμα που επιτάχυνε και βάθυνε αυτή την πτώση. Ο ιός μπορεί να θεωρηθεί ως το κρίσιμο σημείο αυτού του σεναρίου, θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο στη θέση του. Υπό αυτή την έννοια, η πανδημία δεν είναι ένα εξωγενές σοκ αλλά αντιθέτως είναι αναπόσπαστη από την κρίση. Πολλοί έχουν προσπαθήσει να φορτώσουν στον ιό την κρίση και όχι στο ίδιο το σύστημα, υποσχόμενοι ότι μετά το τέλος της πανδημίας θα υπάρξει ανάκαμψη. Τι απαντάτε σε αυτό; Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο COVID-19 είναι σαν ένα “μαύρος κύκνος” ή ένας “άγνωστος άγνωστος”, για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη φράση του Donald Rumsfeld κατά την αρχή της απόβασης στο Ιράκ. Οι Ευρωπαίοι, πριν φτάσουν στην Αυστραλία, πίστευαν ότι όλοι οι κύκνοι είναι μαύροι. Ωστόσο, υπήρχαν και μαύροι, απλά τους ήταν άγνωστοι, δεν το διανοούνταν καν. Αλλά ο COVID-19 δεν είναι ένας “μαύρος κύκνος”. Πέρα από το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία οδηγούνταν ήδη σε πτώση, όπως ισχυρίστηκα, υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Ο COVID-19 προέκυψε εξαιτίας του καπιταλισμού. Η τάση για εντατική αγροτική καλλιέργεια παγκοσμίως χωρίς καμία ανησυχία για το περιβάλλον και τη φύση, οδήγησε τους ανθρώπους στο να έρθουν πιο κοντά στα άγρια ζώα που ήταν πιο απομακρυσμένα. Πολλά από αυτά τα ζώα έφεραν ιούς και παθογόνους μικρο-οργανισμούς στους οποίους είχαν ανοσία για χιλιάδες χρόνια. Τώρα η εντατική αγροτική καλλιέργεια και θανάτωση άγριας ζωής έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία παθογόνοι μικρο-οργανισμοί “πηδούν” από τα ζώα στους ανθρώπους που δεν έχουν ανοσία. Βέβαια, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι μόλις περάσει η πανδημία, η κατάσταση θα επιστρέψει σε μια κανονικότητα. Αλλά θα υπάρχουν περισσότεροι παθογόνοι οργανισμοί και ο COVID-19 μπορεί να επιστρέψει. Η κοινή γρίπη που επανέρχεται κάθε χρόνο, σκοτώνει πολλούς ανθρώπους πριν την ώρα τους. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τους νέους ιούς. Θα υπάρξει γρήγορα ανόρθωση της οικονομίας ώστε να επιστρέψουμε στα “γνωστά”; Εννοείται πως οι επί κεφαλής των παγκόσμιων οίκων και οι κυβερνήσεις αρέσκονται στο να κάνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Ισχυρίζονται ότι η χρηματιστηριακή κρίση του 2020 θα είναι σαν αυτή του 1987. Τότε, εν μέσω ενός συνδυασμού ανόδου των τιμών του πετρελαίου και των επιτοκίων, οι επενδυτές είχαν πανικοβληθεί γιατί περίμεναν βουτιά κι έτσι άρχισαν να πουλάνε. Αλλά πολύ σύντομα, οι επενδυτές επέστρεψαν επειδή έγινε ξεκάθαρο ότι η “πραγματική οικονομία” ήταν σε καλή κατάσταση. Όντως, η κερδοφορία του κεφαλαίου είχε γρήγορη άνοδο και συνέχισε έτσι μέχρι το τέλος του ’90. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι εκ φύσεως ασταθείς επειδή είναι κερδοσκοπικές, αλλά το ότι οι χρηματιστηριακές κρίσεις έχουν προβλέψει 12 από τις 9 τελευταίες υφέσεις είναι κάτι σαν παλιό ανέκδοτο. Δεν οδηγούν πάντα σε οικονομική ύφεση. Αυτό εξαρτάται από την παρούσα κατάσταση της “υγείας” της καπιταλιστικής οικονομίας, κυρίως της κερδοφορίας, των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. To 2020 δεν είναι σαν το 1987. Η κερδοφορία είναι χαμηλή και πέφτει. Ομοίως οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα παραμένουν χαμηλά. Οπότε, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η παγκόσμια οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί κατά 5-10% του ΑΕΠ τους επόμενους έξι μήνες ή και παραπάνω. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα υπάρξει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στις ΗΠΑ το 2020 και πολλές άλλες χώρες θα μπουν σε ύφεση ανάλογη αυτής της Μεγάλης Ύφεσης. Οι αρχές ελπίζουν σε μια ανάκαμψη σύντομη και απότομη. Αλλά δεδομένου του χαμηλού επιπέδου της κερδοφορίας, των επενδύσεων και του εμπορίου, είναι πιο πιθανό η ανάκαμψη να χρειαστεί έναν χρόνο ή και παραπάνω. Η ανεργία θα αυξηθεί παγκοσμίως καθώς οι εταιρίες βουλιάζουν από την απώλεια των εσόδων τους ή κηρύττουν πτώχευση λόγω χρεών που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν. Αυτό θα προκαλέσει το φαινόμενο του αρνητικού πολλαπλασιαστή στις οικονομίες και δεν θα μπορεί να διορθωθεί γρήγορα. Η κρίση θα χτυπήσει όλες τις διαστάσεις του συστήματος. Την τελευταία φορά τα κράτη ανά τον κόσμο χρησιμοποίησαν έναν συνδυασμό από μέτρα διάσωσης, πακέτα κινήτρων και λιτότητα για να ωθήσουν την οικονομία σε μια μακρά και ανεμική ανάκαμψη. Πώς αυτό δημιούργησε συσσώρευση προβλημάτων που κάνουν αυτήν την κρίση ακόμα πιο δύσκολη; H Μεγάλη Ύφεση είχε προαναγγελθεί από ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ. Το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα επειδή ήταν πολύ τεταμένο και απερίσκεπτο στην αναζήτηση “χρηματοπιστωτικών όπλων μαζικής καταστροφής” για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Warren Buffet. Η πιστωτική επέκταση μετά την ασιατική κρίση του 1998 και το dot.com κραχ του 2001 μετατράπηκαν σε τεράστια πιστωτική κατάρρευση που οδήγησε σε χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας και επενδύσεων στην παγκόσμια οικονομία. Μετά το 2009, η πιστωτική επέκταση επανήλθε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να προοδεύσει ο καπιταλισμός. Τα επιτόκια κόπηκαν στο μηδέν και παρακάτω, τα πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης οδήγησαν τα εταιρικά χρέη σε νέα ύψη ως το 2020. Αυτά τα χρέη θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν λόγω των χαμηλών επιτοκίων, αλλά εμποδίζουν μια επέκταση παραγωγικών επενδύσεων. Η ύφεση του 2020 έρχεται τη στιγμή που τα χρέη υπερβαίνουν την αύξηση εσόδων και καθιστούν ολοένα και πιο δύσκολη την επέκταση επενδύσεων και παραγωγής. Αντιμέτωπα με μια νέα κρίση, ίσως ακόμα μεγαλύτερη από τη Μεγάλη Ύφεση, τι επιλογές έχουν τα καπιταλιστικά κράτη; Θα δουλέψει ένας νέος γύρος πακέτων διάσωσης και κινήτρων; Οι επιλογές που υιοθετούν οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι παγκόσμιοι οίκοι είναι ίδιες με αυτές κατά τη Μεγάλη Ύφεση. Τεράστιες “ενέσεις” πίστωσης ύψους τρισεκατομμυρίων. Αλλά αυτές είναι πιστώσεις, με άλλα λόγια μεγαλύτερο χρέος (με μικρό επιτόκιο) στις τράπεζες που με τη σειρά τους δανείζουν εταιρίες και θεσμούς με προβλήματα. Το χρέος συσσωρεύεται πάνω στο ήδη υπάρχον. Η άλλη επιλογή είναι η δημοσιονομική τόνωση. Αυτή είναι η λύση της Κεϋνσιανής σχολής. Αν οι κυβερνήσεις ξοδέψουν χρήματα σε επενδύσεις ή σε εταιρίες ή ακόμα αν τα δώσουν απευθείας στα νοικοκυριά (τα λεγόμενα “helicopter money”, που ονομάστηκαν έτσι από την ιδέα του δεξιού οικονομολόγου Milton Friedman), τότε θα αυξηθεί η καταναλωτική και επενδυτική ζήτηση και η καπιταλιστική οικονομία θα στηθεί στα πόδια της πάλι πολύ πιο γρήγορα. Ενίσχυσε την καπιταλιστική οικονομία και όταν τα πράγματα αρχίσουν να κινούνται, ο πολλαπλασιαστής δαπανών θα κάνει τη δουλειά και ο καπιταλισμός θα συνεχίσει τον δρόμο του. Ωστόσο, είμαι πολύ διστακτικός απέναντι στην ιδέα ότι η δημοσιονομική τόνωση θα πετύχει εκεί που η χρηματοπιστωτική απέτυχε. Πρώτον, δεν υπάρχει ιστορική αναφορά (ό,τι κι αν ισχυρίζονται οι Κεϋνσιανοί) κατά την οποία τα κυβερνητικά ελλείμματα και οι δανεισμοί με σκοπό τη δαπάνη σε υπηρεσίες και προγράμματα ήταν ποτέ αποτελεσματικά στο να αναστήσουν την καπιταλιστική οικονομία. Σίγουρα δεν έχει βοηθήσει στη σταθεροποίηση των οικονομιών. Αν είχε, τότε δεν θα υπήρχαν τακτικές και επαναλαμβανόμενες υφέσεις, ακόμα και στην εποχή της άνθισης τον Κεϋνσιανών πολιτικών κατά της δεκαετία του 1970. Σε μια καπιταλιστική οικονομία, οι περισσότερες επενδύσεις γίνονται εξ ορισμού από καπιταλιστικές εταιρίες. Οι καπιταλιστικές επενδύσεις αποτελούν το 15-20%, περίπου, του ΑΕΠ. Θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να πάρουν πάνω τους τη μερίδα του λέοντος των παραγωγικών επενδύσεων και αυτό έχει συμβεί μόνο σε περιόδους πολέμου, όπως επισήμανε και ο Keynes για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά αν αυτό συνέβαινε θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια τη βάση του καπιταλισμού. Έτσι, όπως είχε πει και ο Κεϋνσιανός Μαρξιστής Michel Kalecki, αυτό δεν θα ήταν πολιτικά αποδεκτό. Οποιαδήποτε κρατικοποίηση τομέων που καταρρέουν όπως είναι οι αεροπορικές εταιρίες, οι μεταφορές και οι αυτοκινητοβιομηχανίες, ως κομμάτι μιας εισφοράς κεφαλαίων μπορεί να είναι μόνο προσωρινή, με τις κυβερνήσεις να πουλάνε, στον ιδιωτικό τομέα, αργότερα, όπως και έγινε μετά τη Μεγάλη Ύφεση.
Τα νομισματικά όπλα έχουν εξαντληθεί. Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν άλλα πυρομαχικά και η δημοσιονομική τόνωση είναι ανεπαρκής. Οπότε η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση δεν μπορεί να αποφευχθεί από αυτές τις πολιτικές που είναι σχεδιασμένες να συντηρούν την καπιταλιστική οικονομία και όχι να την αντικαθιστούν.
Ποιο θα είναι το αντίκτυπο της κρίσης στους εργαζόμενους και στους καταπιεζόμενους του παγκόσμιου συστήματος; Τι αποτέλεσμα θα έχει στο επίπεδο της ταξικής και κοινωνικής πάλης; Μια κατάρρευση χτυπάει τον κόσμο της εργασίας πάντα περισσότερο. Και χτυπάει τον κόσμο της εργασίας στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες ακόμα περισσότερο. Πολλές χώρες στον Νότο ήδη υπέφεραν από οικονομική ύφεση. Μια νέα παγκόσμια κατάρρευση θα ενισχύσει αυτή την κατάσταση. Η ανεργία θα αυξηθεί παγκοσμίως, ο οικονομικός πόλεμος θα ενταθεί, και οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να βρουν δικαιολογίες. Ωστόσο, τέτοιες κρίσεις δεν αποτελούν καλές συνθήκες για την ενίσχυση της ταξικής πάλης. Όποτε οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, γίνεται δύσκολος ο αγώνας για αλλαγή. Του χρόνου τέτοιο καιρό, ο Τραμπ μπορεί να είναι ακόμα στον Λευκό Οίκο, ο Τζόνσον στο τιμόνι της Μεγάλης Βρετανίας, ο Μακρόν στα Ηλύσια και ο Πούτιν στο Κρεμλίνο. Αλλά με την ανάκαμψη θα έρθει και η διαμαρτυρία και η απαίτηση για αλλαγή. Τι πρέπει να διεκδικούν και να κάνουν οι σοσιαλιστές εν όψει πανδημίας, παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και κλιματικής αλλαγής; Στην κρίση που προκύπτει άμεσα από την πανδημία οι σοσιαλιστές πρέπει να απαιτούν να μην πληρώσει ο κόσμος της δουλειάς, όπως συμβαίνει πάντα. Τα πακέτα νομισματικής και δημοσιονομικής τόνωσης θα πρέπει να στοχεύουν στη διάσωση θέσεων εργασίας, στη διατήρηση των μισθών σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να μπορεί κάποιος να ζήσει, στη μείωση ενοικίων και χρεών για τα νοικοκυριά αλλά και στην παροχή υπηρεσιών υγείας για όλους. Αντί να ενισχύουν εταιρίες και τράπεζες, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να αμβλύνουν τη μιζέρια του κόσμου της δουλειάς. Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να γίνει ξεκάθαρο γιατί η επαρκής χρηματοδότηση της δημόσιας και δωρεάν υγείας και το τέλος της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα είναι απολύτως αναγκαία. Αν οι κυβερνήσεις σκοπεύουν να διασώσουν τράπεζες, αεροπορικές και εταιρίες μεταφορών, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει κρατικοποιώντας τες. Μακροπρόθεσμα, οι σοσιαλιστές θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κρίση για να εξηγήσουν ότι είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που δημιουργεί επαναλαμβανόμενες κρίσεις (και πιο συχνές πανδημίες), και ότι μόνο η αντικατάσταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που έχει σκοπό το κέρδος, με μια οργανωμένη και δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία μπορεί να σταματήσει αυτές τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις όποιες κι αν είναι οι αφορμές τους. ASHLEY SMITH O Ashley Smith είναι σοσιαλιστής συγγραφέας και ακτιβιστής στο Μπερλινγκτον του Βερμόντ. Έχει γράψει πολλές δημοσιεύσεις: Truthout, The International Socialist Review, Socialist Worker, Znet, Jacobin, New Politics, Harpers και πολλές άλλες έντυπες και ηλεκτρονικές. Αυτόν τον καιρό ετοιμάζει ένα βιβλίο για τον οίκο Haymarket Books με τίτλο: Socialism and Anti-Imperialism. Πηγή