Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, ψυχίατρος Η υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του covid-19, με διάχυτο μέσα στην κοινωνία τον φόβο για την ίδια τη ζωή του καθενός, σε συνδυασμό με την αντιμετώπισή της, πρωτίστως, μέσα από τον μονόδρομο της αστυνομευόμενης κοινωνικής καραντίνας και από ένα σύστημα υγείας –ήδη από μακρού δραματικά υποστελεχωμένο και απεξαρθρωμένο– που βουλιάζει μπροστά στον καταιγισμό των προβλημάτων που έχει προκαλέσει η πανδημία, είναι επόμενο ότι έχει ήδη και θα έχει ακόμα περισσότερο στο προσεχές μέλλον σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή, αυτών που πρωτίστως υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της κρίσης, όχι μόνο όσο αφορά την υγεία αλλά και σε όλες τις πτυχές της ζωής. Ενώ, ταυτόχρονα, κατακλυσμιαίες είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας — με την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, απολύσεις, μείωση των μισθών, ελαστική και εκ περιτροπής εργασία κλπ. Η καραντίνα δεν αφορά, εν προκειμένω, απλώς άτομα που έχουν έρθει σε επαφή με άτομο φορέα ή έχουν βρεθεί θετικά στη μόλυνση, πράγμα που θα τα έκανε εν δυνάμει φορείς μετάδοσης. Το lockdown, όπως είναι πια η διεθνής ονομασία διαχείρισης της πλανητικής αυτής κρίσης, λειτουργεί σαν μια «γενική δοκιμή» γι’ αυτό «που έρχεται», σαν ένα διεθνές κοινωνικό πείραμα για μια νέα κανονικότητα διακυβέρνησης. Το κλείσιμο στο σπίτι, με τον φόβο για τη ζωή –ποικιλοτρόπως χειραγωγούμενο– βιώνεται με την αποφυγή της όποιας εγγύτητας προς τον άλλο ως φορέα εν δυνάμει κινδύνου και με τη διακοπή των κοινωνικών σχέσεων — με μόνη δυνατότητα να γίνουν αποκλειστικά διαδικτυακές). Η αδυναμία να πας στη δουλειά, ή και η απώλεια της δουλειάς και των μέσων για να ζεις, με τις πολυποίκιλες επιπτώσεις του «μένουμε όλοι μαζί συνεχώς στο σπίτι» στο σύστημα των οικογενειακών σχέσεων –χωρίς τις δραστηριότητες που έδιναν νόημα στη ζωή του καθενός– όλο αυτό αποτελεί μια πρωτόγνωρη, οδυνηρή εμπειρία που αλλάζει συθέμελα τον τρόπο νιώθει και «ζει τη ζωή του» ο καθένας. Ανία, αίσθημα ματαίωσης, φόβος για την εσαεί επικρεμάμενη απειλή μόλυνσης που μπορεί να μετατραπεί σε γενικευμένο άγχος για τα πάντα και από ‘κει σε πανικό, με συχνές τις ψυχοσωματικές εκδηλώσεις και γενικά μια τραυματική συνθήκη με πιθανές και τις μετατραυματικές επιπτώσεις. Είναι σίγουρο ότι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, σε τέτοιες συνθήκες, είναι απαραίτητες όσο ποτέ. Οι επιπτώσεις στον ψυχισμό παίρνουν ποικίλες μορφές. Πολλοί και πολλές αποσύρονται όχι μόνο από τις κοινωνικές επαφές αλλά και από την όποια επιθυμία να ζητήσουν βοήθεια. Ο φόβος του κορονοϊού αποδεικνύεται πιο δυνατός. Στο παρελθόν, έχει αποδειχτεί πως άτομα με ψυχωτική εμπειρία καταφέρνουν να ανταπεξέρχονται αποτελεσματικά σε εξαιρετικά κρίσιμες καταστάσεις (π.χ. πολέμους). Τώρα, για παράδειγμα, το βίωμα κάποιου ότι διώκεται και απειλείται από τους πάντες γίνεται κοινή εμπειρία, όταν ο ίδιος ο γιατρός και η νοσηλεύτρια στην ψυχιατρική κλινική μπαίνουν με τη μάσκα, φροντίζουν για τα μέτρα προστασίας κ.λπ., πράγμα που συχνά τον κάνει συμμέτοχο στην εφαρμογή και τήρηση των απαιτούμενων μέτρων. Άλλοτε, το ίδιο «κλείσιμο στο σπίτι» κάποιου που δεν ήθελε ποτέ να βγαίνει έξω, τώρα μπορεί, κατά ειρωνικό τρόπο, να εντάσσεται στη νέα «κανονικότητα», που αφορά όλους. Τα πράγματα φυσικά, δεν είναι έτσι για όλους και όλες, για κάποιους (τους πιο πολλούς), μάλιστα, γίνονται πιο δύσκολα, καθώς η ανέκαθεν κοινωνική απομόνωσή τους που καθιστά υπαρκτή την ανάγκη για βοήθεια –για φαγητό, για φάρμακα και πολλά άλλα– την οποία μπορούσε να φροντίσει ένα ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο ή (σπανιότατα στην Ελλάδα) μια κοινωνική υπηρεσία ή μια δομή ψυχικής υγείας, τώρα δεν λειτουργεί. Ακόμα και η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, για την όποια βοήθεια, μπορεί να έχει γίνει αδύνατη. Ωστόσο, τώρα που υπάρχει η πιο μεγάλη ανάγκη, οι ψυχιατρικές υπηρεσίες, ακολουθώντας στις νέες συνθήκες την παραδοσιακή αμυντική κουλτούρα και πρακτική τους, έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τη λειτουργία τους. Τα ελάχιστα υπάρχοντα Κέντρα Ψυχικής Υγείας δέχονται, μόνο για κάποιες μέρες της εβδομάδας, να κάνουν αποκλειστικά συνταγογραφήσεις. Η όποια επαφή με τον «ασθενή» γίνεται, σχεδόν αποκλειστικά, τηλεφωνικά, αν και όταν υπάρχει ανάγκη. Το ίδιο ισχύει και με τα ψυχιατρικά εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Καλή η τηλεφωνική επαφή, ενίοτε, με έναν «ασθενή» που, όμως, γνωρίζουμε. Με το νέο, όμως, αίτημα; Αν δεν τον έχεις δει και μιλήσει από κοντά μαζί του ποτέ; Η τηλεψυχιατρική, που από πολλά χρόνια προωθούταν από μια εκμοντερνισμένη ψυχιατρική, όχι της «σχέσης» αλλά της «απόστασης», τώρα βρίσκει το έδαφος για την πλήρη εφαρμογή της, ως η νέα κανονικότητα. Σίγουρα μπορεί να είναι χρήσιμη σε κάποιες περιπτώσεις, όχι όμως να γίνει ο κανόνας. Γιατί, έτσι, κινδυνεύει να χαθεί τελείως η όποια θεραπευτικότητα της ψυχιατρικής. Ακόμα και τώρα, εν μέσω πανδημίας, το επιχείρημα του συνωστισμού των αναμενόντων στα εξωτερικά ιατρεία και όποιου, γενικά, προσέρχεται για εξέταση, θα μπορούσε να ξεπεραστεί με τη λήψη των αναγκαίων προφυλακτικών μέτρων. Για παράδειγμα, μόλις φτάσει, να πλύνει τα χέρια του και να βάλει αντισηπτικό, να φορέσει μάσκα και να κάτσει σε απόσταση δυο μέτρων από τον ψυχίατρο, ή τον ψυχολόγο που επίσης θα φοράει μάσκα. Πού είναι πρόβλημα, για μια υπηρεσία που είναι στοιχειωδώς οργανωμένη; Μόνο στο ότι δεν υπάρχουν οι εκάστοτε αναγκαίες μάσκες; Δεν είναι καθόλου τυχαίο αλλά αναμενόμενο που –όπως πάντα μέσα σε συνθήκες κρίσης– φορείς όπως κρατικοδίαιτες ΜΚΟ ψυχικής υγείας (αυτά τα νεοϊδρυματικά εξαμβλώματα της ελληνικής «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης») σε συνεργασία με το γνωστό «Χαμόγελο του Παιδιού» και την ΕΨΕ (γνωστή για τη στήριξή της στις ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, στις μηχανικές καθηλώσεις και στους εκουσίως νοσηλευόμενους) άνοιξαν, με τις ευλογίες Κικίλια, Κοντοζαμάνη Τσιόρδα και λοιπών, μια «τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης», μια προσχηματική ενέργεια για να δείξουν ότι «κι’ αυτές» κάνουν «κάτι», απλώς για το θεαθήναι. Ως προς την ψυχιατρική νοσοκομειακή νοσηλεία, οι εισαγωγές στις ψυχιατρικές κλινικές στο ΨΝΑ και στο Δρομοκαΐτειο έχουν μειωθεί κατά 25% τον τελευταίο μήνα. Αντίστοιχα και σε αυτές των γενικών νοσοκομείων. Αναφέρονται στοιχεία για κλινικές με συνολική δυνατότητα 20 έως και 25 κλινών –σε ψυχιατρείο και σε γενικό νοσοκομείο– που είχαν κάποια στιγμή μέσα σε αυτόν τον πρώτο μήνα της πανδημίας 4-5 νοσηλευόμενους. Αυτό έχει να κάνει, αφενός, με τα γρήγορα εξιτήρια που δίνονται σε όλες τις κλινικές για να αποφεύγεται ο συνωστισμός και, αφετέρου, με τη μείωση των εισαγωγών, ιδιαίτερα των εκούσιων. Η μείωση αυτή έχει να κάνει και με την απόρριψη της νοσηλείας των εκουσίως προσερχόμενων που θα είχαν ανάγκη νοσηλείας, αλλά και με τη μείωση της προσέλευσης ασθενών, πλην, φυσικά, των ακουσίως προσαγόμενων. Πολλοί, εν μέσω του διαχεόμενου πανικού για τον covid-19, προτιμούν να μείνουν σπίτι τους –με τις όποιες συνέπειες– παρά να πάνε σε έναν χώρο που τον φοβούνται, πλέον, πιο πολύ. Μάλιστα, στο ΨΝΑ –και ετοιμάζεται και στο Δρομοκαΐτειο– ήδη λειτουργεί ειδικό τμήμα, όπου μπαίνουν όλες οι νέες εισαγωγές για 15 μέρες, όσο διαρκεί η επώαση το κοροναϊού, και μετά μεταφέρονται στο κανονικό τμήμα νοσηλείας τους. Γενικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού, σε όλη την Ευρώπη, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας –που ήταν πάντα ο φτωχός συγγενής του συστήματος Υγείας– περνούν μια μεγάλη κρίση. Μείωση ή σταμάτημα λειτουργίας, απόρριψη των περισσότερων περιστατικών, ή όπως συνέβη στη Λομβαρδία της Ιταλίας, ψυχιατρικές κλινικές έπαψαν να λειτουργούν, μετατρεπόμενες σε κλινικές για τον κοροναϊό — με το προσωπικό της ψυχιατρικής κλινικής που ποτέ πριν δεν είχε επαφή με το νέο αντικείμενο να καλείται να εργαστεί. Φυσικά, αυτοί που την πληρώνουν περισσότερο είναι τα πιο φτωχά στρώματα, αυτοί που είναι μόνοι, χωρίς οικογενειακή στήριξη (ή με οικογένεια που είναι κι αυτή αβοήθητη), αυτοί που είναι στον δρόμο ή και σε σπίτια που δεν είναι «σπίτια». Κρίσιμο σημείο είναι, βασικά, για όλους και όλες, η αναζήτηση νοήματος μέσα και «πέρα από» τη συνθήκη αυτήν του «μένουμε σπίτι». Για τις οι ψυχιατρικές υπηρεσίες, από τη μια, να ξεπεράσουν την αμυντική και περίκλειστη πρακτική τους και να ανοιχτούν σε όσους έχουν ανάγκη, ακόμα και σε αυτούς που φοβούνται να πλησιάσουν τις υπηρεσίες — παίρνοντας πάντα όλα τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα. Από την άλλη, να αποφύγουν την ψυχιατρικοποίηση και την ψυχολογικοποίηση των οδυνηρών βιωμάτων μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που, μέσα στη μοναξιά και τον φόβο τους, θα αναζητήσουν τον «ειδικό». Να στρέψουν τον «θεραπευτικό παράγοντα» στη ρίζα του προβλήματος, προς «τα έξω», στην κοινωνική και πολιτική του βάση. Με μια θεραπευτική λογική που δεν προσανατολίζεται στο να κάνει τους «ασθενείς» ικανούς να αντέχουν να ζουν μέσα σε μια αβίωτη συνθήκη που εκλαμβάνεται ως αναπόδραστη, αλλά, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας τη δυσκολία της κατάστασης, να απορρίψουν το «δεν γίνεται αλλιώς» και να ανοίξουν δρόμους αντίστασης.
Ελπινίκη Μαραπίδη για τον «Γλάρο»: Σε κάθε παράσταση πάμε όλο και πιο βαθιά
Η βραβευμένη θεατρική παράσταση της Ομάδας Σημείο Μηδέν ο Γλάρος του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία και διασκευή του Σάββα Στρούμπου, επιστρέφει στο «Θέατρο Άττις...
Συνεχίστε