Μάκης Γεωργιάδης Το μεγάλο ταξίδι διακόπηκε άδοξα, καθώς ο συγγραφέας πέθανε πρόσφατα στην Ισπανία, στα 70 του χρόνια, χτυπημένος από τον κορονοϊό. Ονειροπόλος, επαναστάτης, λυρικός κι ευαίσθητος αλλά με μια τραχιά ρεαλιστική γραφή, ο Λουίς Σεπούλβεδα σημάδεψε με το έργο και τη δράση του τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και τις δύο πρώτες του 21ου. Ωστόσο αυτά που τον κατέστησαν ανυπέρβλητο ήταν η συνέπειά του στην αντίληψη της διατήρησης της μνήμης μέσω του έργου του και της αντίληψης που φώναζε «δε συγχωρώ και δεν ξεχνώ» και παράλληλα η απίστευτη σεμνότητα και ο σεβασμός για τους συντρόφους του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μίλησε ποτέ σε προσωπικό επίπεδο για τα βασανιστήρια που υπέστη στα κολαστήρια της χούντας του Πινοτσέτ, όντας φυλακισμένος επί δυόμισι χρόνια. Το ίδιο έπραξε και η σύζυγός του, η ποιήτρια Κάρμεν Γιάνες, που επίσης βασανίστηκε φριχτά. Το ανήσυχο πνεύμα του συγγραφέα ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο σε μια μικρή πόλη της βόρειας Χιλής. Στα 16 του ο νεαρός Σεπούλβεδα μπαρκάρει σε φαλαινοθηρικό, αναζητώντας τον δικό του Μόμπι Ντικ. Στα 18 του βρίσκεται στο Σαντιάγκο. Σπουδάζει σκηνοθεσία και ασχολείται με μια από τις μεγάλες του αγάπες, τον κινηματογράφο, αλλά και με το θέατρο και τη λογοτεχνία. Διαβάζει ακατάπαυστα και ήδη από τους πρώτους μήνες της προεδρίας Αλιέντε θα επιμεληθεί και θα εκδώσει σειρά βιβλίων σε πολύ χαμηλές τιμές, ώστε να είναι προσιτά στη νεολαία και στο λαό της Χιλής. Ο νεαρός επαναστάτης που διαπνέεται από τα ιδανικά του Τσε και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής και εντάσσεται στην προσωπική φρουρά του προέδρου Αλιέντε. Οπλοφορεί και υπερασπίζεται τη δημοκρατία. Ωστόσο η 11η Σεπτεμβρίου του 1973 θα σφραγίσει την τραγωδία της Χιλής και μιας ολόκληρης ηπείρου. Ο Σεπούλβεδα περνάει τα πρώτα χρόνια της στυγνής δικτατορίας του Πινοτσέτ φυλακισμένος, βασανισμένος, διωκόμενος κι εξόριστος και γλιτώνει τη ζωή του χάρη στην παρέμβαση –και μάλιστα δύο φορές– της Διεθνούς Αμνηστίας. Αρχικά καταλήγει εξόριστος στο Εκουαδόρ, όπου ασχολείται με το θέατρο, και ύστερα στη Νικαράγουα, όπου συμμετέχει στην επανάσταση των Σαντινίστας και ως τις αρχές του ’80 ζει και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Περίπου εκείνη την εποχή θα απομακρυνθεί σταδιακά από το μαρξισμό και το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Θα στραφεί προς τον οικολογικό ακτιβισμό, θα ενταχθεί στην Greenpeace και θα γυρίσει τον κόσμο με ένα από τα πλοία της, ενώ οι ανησυχίες και οι αναζητήσεις του θα τον φέρουν και στη ζούγκλα του Αμαζονίου, όπου για εφτά μήνες θα ζήσει με τους Ινδιάνους Σουάρ. Η εμπειρία του αυτή θα σημαδέψει το έργο του που αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό στα τέλη του ’80. Στο βιβλίο του, ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, αναφέρεται σ’ αυτή την εμπειρία ζωής και εκθέτει με μια μοναδική ευαισθησία τις διαστάσεις του ζητήματος της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Ο τόσο πρόωρος και άδοξος θάνατός του από τον κορονοϊό υπογραμμίζει με τραγικό τρόπο τα αδιέξοδα και τα όρια του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου, το οποίο περιέγραψε και καυτηρίασε. Δεν ξέχασε ποτέ ποιος είναι, από πού έρχεται και προς τα πού πηγαίνει. Η μνήμη έγινε όπλο στα χέρια του. Ο αναστοχασμός και η γνώση των λαθών του παρελθόντος μπορούν να γίνουν οι οδηγοί του μέλλοντος. Για όλα αυτά χρειάζεται η μνήμη, όχι η λήθη ή η συγχώρεση. Και αυτή η μνήμη δεν συνδέεται με αντεκδίκηση αλλά με τη μνήμη του απελευθερωτικού μέλλοντός μας.
Ο αναστοχασμός και η γνώση των λαθών του παρελθόντος μπορούν να γίνουν οι οδηγοί του μέλλοντος
Στα έργα του συμπλέκονται με έναν μαγικό τρόπο επαναστάτες αντάρτες, μυστικοί πράκτορες, ρεμάλια και αλάνια των λιμανιών, αλλά και βασανιστές της δικτατορίας, απομεινάρια και των ναζί, πλουτοκράτες και ολιγάρχες. Πολλά μυθιστορήματά του εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ακόμη και στα πιο πρόσφατα βιβλία του όπως το Τέλος της Ιστορίας είναι ορατή η λεπτή κόκκινη γραμμή με έργα εξόχως αυτοβιογραφικά όπως το Παταγονία Εξπρές, ενώ η περιπέτεια της Χιλής και της Λατινικής Αμερικής καθρεφτίζεται σε έργα όπως το Όνομα ταυρομάχου, Η τρέλα του Πινοτσέτ κ.ά. Μάχιμος και όρθιος ως το τέλος, αξιοπρεπής και γενναιόδωρος, ο Σεπούλβεδα είχε το χάρισμα να μετατρέπεται από συναρπαστικό παραμυθά –όπως μας παρουσιάζεται στο βιβλίο Ένας γάτος που έμαθε ένα γλάρο να πετά– σε φλογερό επαναστάτη και ακτιβιστή αφηγητή, ο οποίος, ακόμη κι αν πήρε διαζύγιο με το παρελθόν του, δεν το έφτυσε ποτέ και δεν προσκύνησε τους υπαίτιους για τα δεινά όχι μόνο της πατρίδας του αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η παγκόσμια πεζογραφία χάνει ένα σπουδαίο και χαρισματικό συγγραφέα. Αντίο.