Ηλέκτρα Γεωργίου
Ενημέρωση: Ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, στρατηγός του “κινήματος των λοχαγών” που ανέτρεψε τη δικτατορία στις 25 Απριλίου 1974 στην Πορτογαλία, πέθανε την Κυριακή 25 Ιουλίου 2021 στη Λισαβόνα σε ηλικία 84 ετών
Στις 25 Απρίλη 1974 το «κίνημα των λοχαγών» του πορτογαλικού στρατού ανατρέπει το δικτατορικό καθεστώς που κράτησε την εξουσία για 48 χρόνια! Ο αιματηρός αποικιακός πόλεμος εναντίον Αγκόλας, Μοζαμβίκης και Γουινέας Μπισάου ξεχείλισε το ποτήρι. Χιλιάδες κόσμου ξεχύνονται στον δρόμο και δίνουν επαναστατική τροπή στα γεγονότα. Καταλήψεις, απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις ανοίγουν μια περίοδο σκληρής ταξικής πάλης. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου 1975 σταθεροποιεί το σύστημα και τερματίζει μια από τις πιο σημαντικές επαναστατικές απόπειρες 1926 ● Στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον Σαλαζάρ. 1961 ● Ξεκινάει ο αποικιακός πόλεμος εναντίον της Αγκόλας. 1970 ● Θάνατος Σαλαζάρ, διαδοχή από Καετάνο και «φιλελευθεροποίηση». 1974, 25 Απριλίου ● Κίνημα των Λοχαγών, λαός και στρατός στους δρόμους της Λισαβόνας. 1974, 16 Μαΐου ● Σχηματισμός πρώτης προσωρινής κυβέρνησης. 1975, 25 Απριλίου ● Εκλογές για Συντακτική Συνέλευση, υπερίσχυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. 1975, 25 Νοεμβρίου ● Δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα, εκκαθάριση αριστερών από τον στρατό.
H Πορτογαλία πριν τον Απρίλη
Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, στις 25 Απρίλη 1974, στην Πορτογαλία, τερμάτισε τη μακροβιότερη δικτατορία του ευρωπαϊκού νότου, η οποία ξεκίνησε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον Μάιο του 1926 και ολοκληρώθηκε με την ανακήρυξη του Νέου Κράτους από τον Α. Σαλαζάρ το 1933. Παρά το ότι η πολιτική ανατροπή του 1974, καταγράφηκε ως «αναίμακτη και ειρηνική» επανάσταση, τόσο η περίοδος που προηγήθηκε όσο και η περίοδος που ακολούθησε την 25η Απρίλη δεν επιβεβαιώνουν καθόλου αυτήν την εικόνα. Η επανάσταση του Απρίλη συνέβη, ενώ εξελισσόταν ένας αποικιακός πόλεμος που διήρκεσε δεκατρία έτη, τον οποίο διεξήγαγε με βαναυσότητα το πορτογαλικό κράτος εναντίον της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης και της Γουινέας Μπισάου. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 8.300 και τον ακρωτηριασμό ή τραυματισμό δεκάδων χιλιάδων πορτογάλων στρατιωτών, ενώ δολοφονήθηκαν 100.000 αφρικανοί αντάρτες και άμαχοι. Η περίοδος δε που ακολούθησε την 25η Απρίλη, χαρακτηρίστηκε από μια τόσο πρωτόγνωρη όξυνση της ταξικής πάλης σε όλη την Πορτογαλία, που για να τεθεί σε έλεγχο στις 25 Νοέμβρη του 1975, χρειάστηκαν έξι μεταβατικές κυβερνήσεις και τρία πραξικοπήματα. Αν και ο πορτογαλικός καπιταλισμός αποτελούσε τον πιο καθυστερημένο καπιταλισμό της Ευρώπης, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης, ενώ υπήρχε ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό ξένων επενδύσεων (το 1968, αποτελούσαν το 52, 2% της συνολικής βιομηχανικής επένδυσης).
Το διεθνές κεφάλαιο κέρδιζε διπλά από τις εισαγωγές πρώτων υλών και την εισροή εργατικής δύναμης από τη Νότια Αφρική. Η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ από το 1949, ενίσχυσε τη δυνατότητά της να καταστέλλει τις εργατικές εξεγέρσεις και αργότερα να πολεμάει τα απελευθερωτικά κινήματα των αποικιών. Το 1961, όταν οι εργάτες βαμβακιού σταμάτησαν για ένα μήνα την εξαναγκαστική βαμβακοκαλλιέργεια, που προοριζόταν για την εταιρεία πορτογαλικών και βελγικών συμφερόντων Cotonang, στην Αγκόλα, ο πορτογαλικός στρατός απάντησε με βόμβες ναπάλμ δολοφονώντας ως 20.000 ανθρώπους σύμφωνα με εκτιμήσεις. Η αναμέτρηση κορυφώθηκε με τη δημιουργία ένα μήνα αργότερα του ένοπλου απελευθερωτικού κινήματος MPLA στην Αγκόλα που σηματοδότησε την έναρξη του αντιαποικιοκρατικού αγώνα. Τη ίδια περίοδο, οι συνθήκες διαβίωσης της πορτογαλικής εργατικής τάξης, στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις Λισαβόνα, Πόρτο και Σετούμπαλ, ήταν απερίγραπτες. Εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ζούσαν σε παραγκουπόλεις ή σε υπενοικιασμένα δωμάτια. Η αγροτική καλλιέργεια γινόταν με το μεσαιωνικό άροτρο, ενώ πάνω το 30% της γης άνηκε σε ελάχιστους γαιοκτήμονες. Η διεθνής οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ‘70, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση της εργατικής τάξης. Ο θάνατος του Σαλαζάρ, το 1970, και η ανάληψη της εξουσίας από τον M. Kαετάνο συνοδεύτηκε από κάποιου τύπου «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο για την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60, το εργατικό κίνημα, παρά την απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας, απαντώντας στους χαμηλούς μισθούς και τις απολύσεις, οργάνωσε απεργίες στους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους, οι οποίες καταστέλλονταν βίαια. Την ίδια περίοδο κορυφώνονταν οι μαζικές λιποταξίες από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία που ως 1971 είχε αυξηθεί σταδιακά στα τέσσερα χρόνια και περιλάμβανε πολύμηνη υπερπόντια υπηρεσίας. Το 1972 υπολογίζεται ότι οι λιποτάκτες έφτασαν στο 20% όσων καλούνταν. Από το τέλος της δεκαετίας του ΄50 το παράνομο ΚΚ, και στη συνέχεια κάποια πορτογαλικά κόμματα του κέντρου, υιοθέτησαν τη θέση για την ανεξαρτησία των αποικιών. Αντίστοιχες θέσεις διαμορφώνονται και σε τμήματα του στρατού. Τον Δεκέμβρη του 1973, πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση του κινήματος των λοχαγών στην οποία πήραν μέρος 200 αξιωματικοί που αποφάσισαν ότι θα προχωρήσουν σε πραξικόπημα. Mετά την 25η Απρίλη, το κίνημα αυτό ονομάστηκε Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων (ΜFA) και αναδείχτηκε σε κρίσιμο παράγοντα των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων. H 25η Απρίλη και η επαναστατική διαδικασία που ακολούθησε σφυρηλατήθηκε στο σταυροδρόμι του αντιαποικιοκρατικού αγώνα και του αναδυόμενου εργατικού κινήματος στην Πορτογαλία.
25η Απρίλη και η κατάρρευση του σαλαζαρικού καθεστώτος Το σύνθημα για την έναρξη του κινήματος του στρατού δόθηκε από το ραδιόφωνο, με δύο τραγούδια, το βράδυ της 24ης Απρίλη 1974. Το ένα από αυτά, με τίτλο Grândola Vila Morena του Afonco Zeca, θα γίνει κορυφαίο σύμβολο της επανάστασης. Στις τρεις τα ξημερώματα της 25ης Απρίλη καταλήφθηκε η πορτογαλική ραδιοτηλεόραση και τέθηκε υπό τον έλεγχο του κινήματος το αεροδρόμιο. Το MFA ανακοινώνει από ραδιοφώνου το πρωί ότι αναλαμβάνει τον έλεγχο του στρατού, καλώντας τους στρατιωτικούς διοικητές και τις πολιτικές δυνάμεις να μην προβούν σε εχθρική ενέργεια, τους πολίτες να μείνουν στα σπίτια τους, τους νοσοκομειακούς εργαζόμενους να είναι σε ετοιμότητα και τις δυνάμεις ασφαλείας να μην αναμειχθούν. Το πλήθος αγνόησε τις εντολές του MFA να παραμείνει στο σπίτι και συγκεντρώθηκε μαζικά στην έδρα του GNR, της Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Φρουράς, στο ιστορικό κέντρο της Λισαβόνας, ενώ άρματα του στρατού κατέβηκαν στους δρόμους. Την επομένη περικυκλώθηκαν τα γραφεία της μυστικής αστυνομίας PIDE, βασικού στηρίγματος της δικτατορίας ενώ ξεκίνησε άμεσα η απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων. Ο Kαετάνο εξορίστηκε στη Βραζίλια, χωρίς όμως να περάσει από δίκη. Η μυστική αστυνομία καταργήθηκε, όχι όμως τα λοιπά τμήματα των σωμάτων ασφαλείας, στα οποία ζητήθηκε να είναι στη διάθεση του στρατού μέχρι να αντικατασταθούν από άλλα όργανα. Τον Ιούλιο του 1974, συγκροτείται η COPCON, στρατιωτική δύναμη ασφαλείας, υπό τον έλεγχο του MFA και την ηγεσία του Oτέλο Καρβάλιο, χωρίς όμως να διαλυθεί η GNR. Την 1 Μάη, όλη η χώρα κατακλύστηκε από διαδηλώσεις. Στη Λισσαβώνα πραγματοποιήθηκαν δύο συγκεντρώσεις: μια 500.000 ανθρώπων που την κάλεσαν το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό κόμμα (με κεντρικά συνθήματα για την τιμωρία των πραξικοπηματιών, τον εκδημοκρατισμό και τις κοινωνικοοικονομικές διεκδικήσεις) και μία ακόμη, 40.000 ανθρώπων, η «κόκκινη πρωτομαγιά» που οργανώθηκε από το μαοϊκό κόμμα MRPP (με κεντρικό σύνθημα το σταμάτημα του αποικιακού πολέμου και την επιστροφή των στρατευμάτων). Το ΚΚ ήταν το μόνο κόμμα με αντιφασιστική δράση και χιλιάδες αγωνιστές στις σαλαζαρικές φυλακές. Όντας στην παρανομία είχε 3.000 μέλη, οι περισσότεροι εργάτες γης στον πορτογαλικό νότο. Ένα χρόνο μετά την επανάσταση απέκτησε 100.000 μέλη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε μόλις ανασυγκροτηθεί στην Γερμανία κι είχε ελάχιστα μέλη. Η άκρα αριστερά είχε δημιουργεί από διαδοχικές διασπάσεις του κομμουνιστικού κόμματος, κατά κύριο λόγο μαοϊκής κατεύθυνσης και δευτερευόντως γκεβαρικής και τροτσκιστικής.
Μέσα σε αυτό κλίμα, σχηματίστηκε την 16 Μάη 1974 η Πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία αναθέτει την προεδρία της δημοκρατίας στο συντηρητικό στρατιωτικό A. Σπίνολα. Ο Σπίνολα είχε πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό του Φράνκο κι είχε διατελέσει στρατιωτικός κυβερνήτης στην Γουινέα. Στην πρώτη κυβέρνηση το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαθέτουν δύο υπουργεία το καθένα, δύο υπουργεία ανατέθηκαν σε δύο μικρότερα κόμματα κι ένα υπουργείο ανατέθηκε σε μια συντηρητική επιτροπή τεχνοκρατών. Εφτά υπουργεία ανήκουν στο MFA. Ο συσχετισμός αυτός, με λίγες τροποποιήσεις, και κυρίως ο μεικτός χαρακτήρας του διακυβερνητικού μοντέλου, που μοιράζει την εξουσία μεταξύ κομμάτων και στρατού, θα διατηρηθεί σε όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν μέχρι το ταραγμένο καλοκαίρι του 1975. Όλες οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δείχνουν εμπιστοσύνη στο κίνημα του στρατού, με εξαίρεση την άκρα αριστερά, το μαοϊκό MRPP και κάποιες μικρότερες οργανώσεις, που καταγγέλλουν ότι αποτελεί όργανο εκπροσώπησης των αστικών συμφερόντων. Τo MFA ωστόσο δεν είναι ενιαίο. Εξαρχής, είναι χωρισμένο στη συντηρητική τάση που θα κυριαρχήσει ο Σπίνολα και στο Κίνημα των λοχαγών που συγκεντρώνει τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία. Ο Σπίνολα θα παραμείνει στη θέση του μέχρι τις 30 Σεπτέμβρη του 1974. Στις 27 Ιουλίου θα αναγνωρίσει, υπό την πίεση του κινήματος, το δικαίωμα των υπερπόντιων κτήσεων στον αυτοπροσδιορισμό. Στις 28 Σεπτέμβρη θα επιχειρήσει, με την υποστήριξη κομμάτων της δεξιάς και τμημάτων της αστικής τάξης, να οργανώσει διαδήλωση της «σιωπηρής πλειοψηφίας ενάντια στον εξτρεμιστικό ολοκληρωτισμό», στην πραγματικότητα πραξικόπημα. Αναγκάζεται σε παραίτηση, υπό το βάρος των οδοφραγμάτων και των μαζικών διαδηλώσεων στη Λισαβόνα,. Οι πολιτικές εξελίξεις προκαλούν την έκρηξη του εργατικού κινήματος. Οι πολύμορφοι εργατικοί αγώνες που ξεσπάνε ασταμάτητα μετά τον Απρίλη αποτελούν πραγματικό καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων. Ο εργατικός ριζοσπαστισμός δυναμίτιζε την κυβερνητική σταθερότητα, αμφισβητούσε καίρια τη λογική της «ενίσχυσης της παραγωγής», βάθαινε και διεύρυνε το περιεχόμενο των διεκδικητικών αγώνων και όξυνε τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών πόλων κυβερνητικής εξουσίας. Άλλοτε υποχρέωσε σε σημαντικές παραχωρήσεις, άλλοτε επέσυρε την κυβερνητική καταστολή και ελέγχθηκε και άλλοτε προκάλεσε τις πολεμικές αντιδράσεις του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λογική της παραγωγικής ανάπτυξης και των «θυσιών» που χρειαζόταν να κάνει η πορτογαλική εργατική τάξη, βρήκε τον καλύτερο υπερασπιστή της στο Κομμουνιστικό Κόμμα. «Είμαστε αντίθετοι στις απεργίες που γίνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τους τα πραγματικά συμφέροντα των εργατών αλλά που πραγματοποιούνται απλά και μόνο για να δημιουργήσουν δυσκολίες στην προσωρινή κυβέρνηση», δήλωνε το κόμμα στην εφημερίδα A Capital ήδη από τις 2 Ιούνη του 1974. Σε κομματική συγκέντρωση στη Βίλα Φράνκα ντε Σίρα, ο A. Κουνιάλ δήλωνε στις 18 Μάιου 1975, «το μεγάλο καθήκον αυτή τη στιγμή είναι η μάχη της παραγωγής και πρέπει να τεθεί ένα τέλος στις μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και στις απεργίες». Στις 28 Ιουνίου 1975, ο Υπουργός Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, δήλωνε ότι οι απεργίες στους άρτι εθνικοποιημένους τομείς της ευθύνης του ήταν «σαμποτάζ» και «αντιδραστικές»
Ο εργατικός ριζοσπαστισμός δυναμίτιζε την κυβερνητική σταθερότητα
Ένα επαναστατικό πείραμα σε εξέλιξη Από τις 28 Απρίλη και για δύο εβδομάδες έγιναν 2.000 καταλήψεις σπιτιών στη Λισσαβώνα και πολλές άλλες σε άλλες πόλεις. Στις 11 Μάη η κυβέρνηση εξέδωσε νόμο που ρύθμιζε τις μέχρι τότε καταλήψεις. Όλα τα ενοίκια πάγωσαν και θεσμοθετήθηκε υψηλή προστασία του ενοικιαστή (η οποία διατηρήθηκε ως την επιβολή του πορτογαλικού μνημονίου το 2012). Οι επιτροπές κατοίκων μαζί με τις τοπικές στρατιωτικές μονάδες αποφάσιζαν ποια σπίτια και εταιρείες θα καταληφθούν και ποια θα γίνουν κατοικίες, σχολεία, νηπιαγωγεία, πολιτιστικές λέσχες και κομματικά γραφεία. Το στεγαστικό κίνημα συνέχισε να καταλαμβάνει άδεια σπίτια όλο τον επόμενο χρόνο, πίεζε την κυβέρνηση για απαλλοτριώσεις άδειων χώρων και γης στις γειτονιές και διεκδικούσε την κατασκευή νέων κατοικιών με εργατικό έλεγχο των προδιαγραφών και εντός του αστικού ιστού. Η εργατική απαιτητικότητα αυξάνεται και εκδηλώνεται με καταιγιστικό τρόπο στους χώρους δουλειάς. Οργανώνεται πλήθος απεργιών στις μεγάλες βιομηχανίες και επιχειρήσεις, και κυρίως στους τομείς των ναυπηγείων, της χημικής βιομηχανίας, της παραγωγής ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, και στoν ημικρατικό αερομεταφορέα ΤΑP. Δημιουργούνται στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις εργατικές επιτροπές, που δουλεύουν σε τακτική βάση, έξω από την άμεση επιρροή κομμάτων και συνδικάτων. Τον πρώτο μήνα πραγματοποιήθηκαν περίπου 100 απεργίες σε εργοστάσια και εταιρείες, πολλές εκ των οποίων μετατράπηκαν σε εργατικές καταλήψεις. Τα αιτήματα αφορούσαν την αύξηση του μισθού και διατύπωναν ισχυρά επιπλέον την απαίτηση εκκαθάρισης των μελών της διοίκησης και όσων εργοδηγών ήταν συνεργάτες της χούντας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι απαιτούσαν συμμετοχή στα κέρδη και εργατικό έλεγχο. Η απεργία των υπαλλήλων στην ταχυδρομική και τηλεφωνική υπηρεσία CTT, που ξεκίνησε ήταν η πρώτη σύγκρουση της κυβέρνησης αλλά και του ΚΚ με απεργούς (πολλά μέλη του ΚΚ παρέδωσαν τις κομματικές κάρτες τους τότε).
Αντιθέτως το Σοσιαλιστικό Κόμμα απέφυγε τη σύγκρουση, χτίζοντας ένα πιο φιλελεύθερο προφίλ. Σε αρκετά εργοστάσια, οι διοικήσεις εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις μετά την 25η Απρίλη, με αποτέλεσμα οι επιτροπές να αναλάβουν τον έλεγχο και οι εργάτες να βρεθούν αντιμέτωποι με τα σύνθετα ζητήματα της αυτοδιαχείρισης μιας επιχείρησης ή ακόμα χειρότερα ενός τμήματος κάποιου τραστ επιχειρήσεων. Οι εργάτες έπρεπε να αποφασίσουν τι θα παράγουν στις κατειλημμένες μονάδες και πώς θα πωληθεί το προϊόν. Όσο μεγάλωνε η επίγνωση των προβλημάτων, τόσο προέκυπτε η ανάγκη ενός συντονισμού των επιτροπών στους χώρους δουλειάς, που κατέληξε στη δημιουργία μιας μη θεσμικής Ομοσπονδίας, της Interempresa, που συνένωσε επιτροπές μεγάλων εργοστασίων και σταδιακά αποκτούσε πολιτικό ρόλο, προκαλώντας τα πυρά του KK, το οποίο ήθελε να έχει τον έλεγχο μέσω της επίσημης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας Intersindical, θεσμοθετημένης από το 1970. Οι μορφές πάλης και τα αιτήματα ωρίμαζαν από αγώνα σε αγώνα. Μία από τις μορφές ωρίμανσης ήταν οι δεκάδες απεργίες αλληλεγγύης που οργανώνονταν στην ίδια εταιρεία ή στον ίδιο οικονομικό τομέα. Η κυβέρνηση έσπευσε να απαγορέψει μετά από λίγους μήνες αυτό το είδος απεργιών, όπως και τις καταλήψεις εργοστασίων, με τον απεργιακό νόμο της 24ης Αυγούστου 1974 και πάντα στο όνομα της υπεράσπισης της εθνικής οικονομίας. Οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες ζήτησαν την άμεση απομάκρυνση των διευθυντών. Όλο το περιεχόμενο της ενημέρωσης άλλαξε σε μία εβδομάδα. Οι εφημερίδες παρακολουθoύσαν ό,τι συνέβαινε στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς, δημοσίευαν, ακόμα και πρωτοσέλιδα, τις διακηρύξεις και τα κείμενα κάθε ριζοσπαστικής οργάνωσης. Η εφημερίδα República και ο σταθμός Rádio Renascença θα καταληφθούν από τους εργαζόμενούς τους και θα έχουν καθοριστική συμβολή στη στήριξη των αγώνων, και μάλιστα σε δύσκολες στιγμές. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι γυναίκες βγήκαν εξαρχής στο δρόμο και ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων, ειδικά στις καταλήψεις στέγης στις γειτονιές και σε πολλά εργοστάσια. Οι γυναίκες, πριν τον Απρίλη, αποτελούσαν το πιο εκμεταλλευόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης: αμείβονταν με το 45% του μισθού των αντρών ενώ σήκωναν απίστευτο βάρος στην εργασία και στο σπίτι λόγω της πολύχρονης στρατιωτικής θητείας των συζύγων τους ή άλλων μελών της οικογένειας. Kάποιες κατηγορίες εργαζόμενων γυναικών δεν είχαν δικαίωμα στο γάμο για δεκαετίες, ενώ υπήρχε ρητός έμφυλος αποκλεισμός ως προς την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων. Δεν υπήρχε δικαίωμα στο διαζύγιο ούτε στην έκτρωση. Οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να εργαστούν στο εμπόριο, να φύγουν από τη χώρα, να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό ή να πάρουν αντισυλληπτικά, χωρίς την άδεια του συζύγου. Μετά τον Απρίλη, εμφανίζονται για πρώτη φορά γυναικείες οργανώσεις που διεκδικούν δημόσιο χώρο και παρέμβαση, όπως και πρωτοβουλίες εκδιδόμενων γυναικών. Οι φεμινιστικές πρωτοβουλίες, ωστόσο, λοιδορήθηκαν και καταπνίγηκαν σχεδόν εν τη γενέσει τους, κυρίως από τη δεξιά, την καθολική εκκλησία και μεγάλο μέρος του τύπου. Το γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκε ένα ισχυρό πεδίο αγώνων συνέβαλε σημαντικά στην διατήρηση της υποτίμησης της γυναικείας εργατικής δύναμης -παρά το ότι η ισότητα των αμοιβών θεσμοθετήθηκε άμεσα- όσο στην αναπαραγωγή των πολλαπλών καταπιέσεων, στις οποίες το σαλαζαρικό καθεστώς είχε καταδικάσει τις γυναίκες για δεκαετίες. Στον αγροτικό νότο, οι φτωχοί αγρότες και οι εργάτες γης διεκδικούν απαλλοτρίωση της γης των τσιφλικάδων. Η κυβέρνηση νομοθετεί τους πρώτους μήνες νέα σύμβαση για τους αγροτικούς μισθούς. Το KK προτείνει εθνικοποίηση των λατιφουντίων και αναδιανομή τους από το κράτος. Αν και διέθετε παραδοσιακά επιρροή στους αγρότες του νότου, δεν κατάφερε να σταματήσει το κύμα των καταλήψεων γης. Οι καταλήψεις είναι δύο ειδών, καταλήψεις ενοικιαζόμενης γης από τους ενοικιαστές και καταλήψεις ακαλλιέργητων εκτάσεων από εργάτες γης. Πρωτοστατούν οι επιτροπές αγροτών με σημαντικότερη την Κόκκινη Επιτροπή του Αλεντέζο (βασική αγροτική περιοχή στην κεντρική Πορτογαλία). Το KK καταγγέλλει τις καταλήψεις των εγκαταλελειμμένων γαιών ως «αναρχικές» και προτείνει τον έλεγχο τους από τα σωματεία. Οι καταλήψεις οδήγησαν στη δημιουργία αγροτικών κοπερατίβων, η γη καλλιεργούνταν συλλογικά και δεν έγινε ατομική αναδιανομή κλήρου. Οι κρατικοί θεσμοί παρείχαν διευκολύνσεις για πιστωτικά ή τεχνικά ζητήματα στα κατειλημμένα κτήματα, ενώ νομοθετήθηκε όριο ατομικής ιδιοκτησίας 500 εκταρίων, γεγονός που επέτρεψε την κρατική διανομή περισσότερης γης στις κοπερατίβες. Με κάποιο τρόπο, το κράτος αξιοποίησε την αγροτική εργασία στις κοπερατίβες ως δύναμη εκσυγχρονισμού της γεωργικής παραγωγής. Στην επέκταση των καταλήψεων και την ενίσχυση του κινήματος της υπαίθρου, συνέβαλαν και οι χιλιάδες φοιτητές τεχνικών σχολών, που με βάση κυβερνητική απόφαση για υποχρεωτική ετήσια αγροτική εργασία, αποτέλεσαν εν τέλει δύναμη διάχυσης και ενδυνάμωσης ριζοσπαστικών πρακτικών.
Oι εκλογές της 25ης Απρίλη 1975 και η πολιτική κρίση
Οι πρώτες εκλογές διεξάγονται στις 25 Απρίλη 1975 σε κλίμα τεράστιας κοινωνικής πόλωσης και σύγκρουσης μεταξύ των κέντρων εξουσίας. Τον προηγούμενο μήνα, είχε αποσοβηθεί πραξικόπημα της δεξιάς πτέρυγας του ΜFA. Στις 11 Μάρτη 1975, η αεροπορία επιτέθηκε σε ένα στρατόπεδο κοντά στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας, προκαλώντας άμεσα εξέγερση σε όλη τη χώρα για τρεις μέρες: γέφυρες και δρόμοι μπλοκαρίστηκαν, λαϊκές πολιτοφυλακές έκαναν ελέγχους για να αποτρέψουν μεταφορά οπλισμού, εργάτες παρατούσαν τις δουλειές τους για να πάνε στα οδοφράγματα. Ο Καρβάλιο δήλωσε στην τηλεόραση ότι η COPCON «αν κριθεί αναγκαίο, θα εξοπλίσει το λαό». Η δεξιά φαινόταν ότι ηττήθηκε συντριπτικά, ενώ θεσμοθετήθηκε ο πολιτικός ρόλος του MFA με τη δημιουργία του «Ανώτατου Συμβούλιου της Επανάστασης», που θα αποτελούσε έκτοτε ανεξάρτητο πολιτικό όργανο. Η πρώτη απόφαση την οποία πήρε αυτό το όργανο ήταν η εθνικοποίηση όλων των τραπεζών. Στη συνέχεια, εθνικοποιήθηκαν οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο τομέας του χάλυβα, οι μεταφορές, ο ηλεκτρισμός και το πετρελαϊκές εταιρείες. Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση πραγματοποιούνται με συμμετοχή 92% και αποτυπώνουν συσχετισμό συντριπτικά υπέρ του Σοσιαλιστικού Κόμματος που συγκέντρωσε ποσοστό 37,87%, ενώ το KK κέρδισε 12,52% των ψηφοφόρων (η άκρα αριστερά, παρά τη συμβολή της στην οργάνωση των αγώνων, στριμώχτηκε στο υπόλοιπο του 4%). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα με 200 μόλις μέλη ένα χρόνο πριν, κατάφερε να εκφράσει την πλειοψηφία των εκλογέων. Χρησιμοποιώντας μια ασαφή ορολογία για «πρόοδο», «δημοκρατία», «σοσιαλισμό», αλλά και αποφεύγοντας την ανοιχτή σύγκρουση με τα αιτήματα των εργατικών αγώνων σε αντίθεση με το ΚΚ, προσέλκυσε μεγάλα κομμάτια των μικροαστικών στρωμάτων και της μη πολιτικοποιημένης εργατικής τάξης. Έτσι κι αλλιώς, η Πορτογαλία δεν ήταν η πρώτη χώρα που έδειχνε ότι οι εκλογές δεν αντιπροσωπεύουν γραμμικά τους κοινωνικούς αγώνες. Η Συντακτική Συνέλευση που σχηματίστηκε στη συνέχεια είχε περιορισμένη εξουσία, αποτελώντας όργανο υποκείμενο στο στρατό, στην πραγματικότητα με συμβουλευτικό ρόλο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν σταμάτησε από την ημέρα των εκλογών να καταγγέλλει την έλλειψη πολιτικής αντιπροσωπευτικότητας των οργάνων εξουσίας, αποχωρώντας τελικά από την τέταρτη προσωρινή κυβέρνηση στις 11 Ιουλίου 1975. Ενθαρρυμένες από το αποτέλεσμα, οργανώσεις της δεξιάς άρχισαν να οργανώνουν διαδηλώσεις και επιθέσεις στο KK στο συντηρητικό Βορρά, που θα εξελίσσονταν σε αντικομμουνιστική τρομοκρατία τους επόμενους μήνες. Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος της καθολικής εκκλησίας, τμημάτων του στρατού, όπως και η ανοχή του σοσιαλιστικού κόμματος.
Το ΜFA, σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση, συζητάει τρόπους υπέρβασης των κομμάτων. Σε πρώτη φάση, δημοσιεύει ένα Σχέδιο Πολιτικής Δράσης που διακηρύττει αφηρημένα το σοσιαλισμό, επιχειρώντας ταυτόχρονα να διατηρήσει το ρόλο του ΜFA ως πόλου εξουσίας. Στις 7 Ιουλίου προχωράει παραπέρα με τη θεσμοθέτηση της «συμφωνίας με το λαό» με την οποία ζητάει το πέρασμα της εξουσίας στις εργατικές επιτροπές και τη συγκρότηση Λαϊκής Συνέλευσης που θα υποκαταστήσει την κυβέρνηση. Όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο οργανώνονται δεκάδες διαδηλώσεις στη Λισαβόνα και στο νότο. Στο έδαφος της αυξανόμενης επιθετικότητας της δεξιάς, το ΚΚ αναζητάει στήριξη στη βάση του αλλά σε τμήματα του στρατού. Η πέμπτη κυβέρνηση σχηματίζεται σε αυτό το κλίμα χωρίς τη συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο MFA η πολιτική διαπάλη εξελίσσεται: μια ομάδα αξιωματικών, η «ομάδα των εννιά», εκδίδει μανιφέστο με το οποίο αποκηρύσσει τόσο τον υπαρκτό σοσιαλισμό και όσο τη δυτική σοσιαλδημοκρατία και δηλώνει ότι αποβλέπει σε μοντέλα σκανδιναβικού σοσιαλισμού… Η ομάδα του Καρβάλιο απαντά με «αντιφασιστική, αντιιμπεριαλιστική» διακήρυξη, προς υπεράσπιση της οποίας κατεβαίνουν 100.000 διαδηλωτές στους δρόμους της Λισαβόνας, στις 20 Αυγούστου. Η διαδήλωση στηρίζεται από πολλές τοπικές και εργατικές επιτροπές και οργανώσεις της άκρας αριστεράς. To KK εκτιμώντας ότι η κατάσταση εξελίσσεται σε εμφύλιο, αρχίζει να αντιμετωπίζει με καχυποψία την αριστερά του MFA και αλλάζει στάση. Απευθύνεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και τις «μετριοπαθείς» δυνάμεις του στρατού, «την ομάδα των εννιά». Ζητάει να απομονωθούν οι σεχταριστές και να προχωρήσει η δημιουργία κυβέρνησης με τη συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος για να αποκρουστεί ο φασιστικός κίνδυνος και να μπει τέλος στην πολιτική κρίση. Σχηματίζεται η έκτη κυβέρνηση με τη συμμετοχή και του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις 19 Σεπτέμβρη. Οι βομβιστικές επιθέσεις της δεξιάς στο Βορρά, όχι μόνο δεν σταματάνε μετά τη δημιουργία της κυβέρνησης, αλλά παροξύνονται, όπως και οι διαδηλώσεις και συγκρούσεις στην «Κομμούνα της Λισαβόνας» (σύμφωνα με το χαρακτηρισμό της δεξιάς και του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Όταν, στις 27 Σεπτέμβρη, μετά από εντολή του Franco, εκτελέστηκαν πέντε πολιτικοί κρατούμενοι στην Ισπανία, πραγματοποιήθηκε τεράστια αντιφασιστική διαδήλωση στη Λισαβόνα. Η ισπανική Πρεσβεία και το Προξενείο στη Λισαβόνα κάηκαν ολοσχερώς, την ώρα που το πλήθος τραγούδαγε τη Διεθνή. Η κυβέρνηση καταδίκασε αμέσως την επίθεση και υποσχέθηκε αποζημίωση στο ισπανικό κράτος. Στις 9 Νοέμβρη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κάλεσε τεράστια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, στην οποία συμμετείχαν κόμματα της δεξιάς κυρίως, με βασικό σύνθημα «Πειθαρχία». Στις 23 Νοεμβρίου, ο Μ. Σοάρες δηλώνει πως το κόμμα του δεν φοβάται τον εμφύλιο, αφού «διαθέτει όπλα όπως οι άλλοι». Στις 25 Νοεμβρίου, οργανώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα που καταργεί την COPCON και ξεκινάει την εκκαθάριση στο στρατό. Αυτή τη φορά δεν στήθηκαν οδοφράγματα για να υπερασπιστούν την επανάσταση. Η πολιτική κρίση και η στάση των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων είχε δημιουργήσει απίστευτες συγχύσεις και είχε εξαντλήσει τις εφεδρείες του εργατικού κινήματος. Με το πραξικόπημα της 25ης Νοέμβρη ξεκινάει στην Πορτογαλία η διαδικασία της μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική νομιμότητα και τερματίζεται ένα από τα πιο σημαντικά, όσο και ξεχασμένα, επαναστατικά πειράματα στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Οι περισσότερες πληροφορίες αντλήθηκαν: 1. από το βιβλίο του Phil Mailer με τίτλο «Πορτογαλία. Η Ανέφικτη Επανάσταση. Λαϊκή εξουσία, Κόμματα και Στρατός στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων (1974-75)» (ΑΝΑΚΑΡΑ, 2012), εργαζόμενου στην Πορτογαλία εκείνη την περίοδο και με συμμετοχή στο κίνημα. 2. από το βιβλίο της Πορτογαλίδας ιστορικού Raquel Varela, με τίτλο «A People’s History of the Portuguese Revolution», Pluto Press, 2019.