Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Τρεις ήταν οι κοινωνικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821: Η αστική τάξη, ναυτική και εμπορική, με κύριους εκπρόσωπους τους εφοπλιστές-καραβοκύρηδες των νησιών, τους Φαναριώτες και τους Έλληνες του εξωτερικού. Οι κοτζαμπάσηδες, φεουδάρχες ταυτισμένοι με την τουρκική διοίκηση. Αν και αρνητικοί αρχικά προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν την επανάσταση. Τα λαϊκά στρώματα (εργάτες γης, μικροκτηματίες, ναύτες, μικρέμποροι) που δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν αυτοτελή δύναμη.
Χρονολόγιο
- 1821, 25 Μάρτη – Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στην Αγία Λαύρα.
- 1821, 23 Σεπτέμβρη – Άλωση της Τριπολιτσάς.
- 1823-1825 – Οι εμφύλιοι πόλεμοι κλονίζουν την επανάσταση.
- 1825, Άνοιξη – Αρχίζει η επιδρομή του Ιμπραήμ στον Μοριά.
- 1826, 11 Απρίλη – Ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου.
- 1827, 24 Ιουνίου – Ναυμαχία Ναβαρίνου, ήττα του τουρκοκυπριακού στόλου, αρχή της απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Το 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση που οδήγησε στη σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι πρωταγωνιστούν σ’ ένα πομπώδη και με εθνικιστικές κορυφώσεις εορτασμό της επετείου. Οι οργανικοί πολιτικοί και διανοούμενοι περιορίζουν την ανάλυση της επανάστασης στο εποικοδόμημα, στην πατροπαράδοτη ανδρεία και το φιλελεύθερο φρόνημα των Ελλήνων. Απουσιάζει η αναφορά στην υλική βάση, στα ταξικά κοινωνικά συμφέροντα που εξυπηρετούνταν και ώθησαν την πλειοψηφία των υπόδουλων Ελλήνων στην επανάσταση. Αλλά και οι αντιθέσεις, που στον παροξυσμό τους προκάλεσαν ακόμη και εμφύλιες συγκρούσεις (1823-1825), δεν ανάγονται κυρίως στις οικονομικο-κοινωνικές ρίζες τους, αλλά κυρίαρχα στο διχαστικό DNA που ενδημεί στους Έλληνες από την εποχή του Τρωικού Πολέμου…
Οι κοινωνικές δυνάμεις που συνέβαλαν στη νίκη της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821, σε διαφορετικό βαθμό, ήταν: Η αστική τάξη, ναυτική και εμπορική, αφού η βιομηχανία στον ελλαδικό χώρο, και γενικότερα στην τουρκική αυτοκρατορία, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Τμήμα της επαναστατημένης αστικής τάξης υπήρξαν οι Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Νέγρης κ.ά.) που στην πλειοψηφία τους ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι του σουλτάνου, όπως και οι Έλληνες διανοούμενοι που εκπροσωπούσαν τον ελληνικό διαφωτισμό στην Ευρώπη, κυρίως, αλλά και στην Ελλάδα (Ρήγας Φεραίος).
Στον ελλαδικό χώρο κύριοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης ήταν οι μεγάλοι εφοπλιστές- καραβοκύρηδες της Ύδρας και των Σπετσών κυρίως -και μικρότεροι από άλλα νησιά. Οι καραβοκύρηδες είχαν πλουτίσει απ’ τους ναπολεόντειους πολέμους. Για την αντιμετώπιση της πειρατείας είχαν εξοπλίσει τα πλοία τους. Έτσι, από την έναρξή της η ελληνική επανάσταση διέθετε αξιόμαχο στόλο, που επικράτησε στο Αιγαίο. Οι μεγάλοι έμποροι που στήριξαν την επανάσταση προέρχονταν κυρίως απ’τον παροικιακό ελληνισμό. Ο ίδιος χώρος υπήρξε η εστία της μυστικής οργάνωσης του αγώνα (Φιλική Εταιρεία) που επεκτάθηκε στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, μεταφέροντας τη σπίθα της επανάστασης. Η Φιλική Εταιρεία και η κοινωνική βάση της υπήρξε η πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικής τάξης. Απεναντίας, η ναυτεμπορική αστική τάξη που συμμάχησε με τη Φαναριώτικη γραφειοκρατία υιοθετούσε μια συντηρητική εκδοχή της αστικής δημοκρατίας, συμμορφούμενη με το συντηρητικό πνεύμα που είχε επικρατήσει μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους.
Στην επαναστατημένη Πελοπόννησο κυριαρχούσε η τάξη των κοτζαμπάσηδων (προεστών). Οι κοτζαμπάσηδες επί Τουρκοκρατίας ήταν άρχοντες επαρχιών εκλεγόμενοι από τους δημογέροντες. Στην πραγματικότητα, ήταν φεουδάρχες, αφού κατείχαν τεράστιες εκτάσεις, στις οποίες εργάζονταν εξαρτημένοι αγρότες. Οι καραβοκύρηδες, προσέβλεπαν πρόθυμα στην επανάσταση, αφού με τη νίκη τους ως κυρίαρχη τάξη θα εξασφάλιζαν την ανάπτυξη και επέκτασή τους ανεμπόδιστα απ’την τουρκική εξουσία. Απεναντίας, οι κοτζαμπάσηδες ήταν τμήμα της τουρκικής διοίκησης και διαχείρισης και σ’αυτή τη θέση τους έδραζαν τη δύναμή τους, οικονομική και διοικητική. Γι’αυτό, στην αρχή ήταν αρνητικοί στην έκρηξη της επανάστασης. Τελικά, προσχώρησαν, όταν οι διεργασίες για την επανάσταση είχαν προχωρήσει σημαντικά με την έντονη δραστηριοποίηση αποστόλων της Φιλικής, αλλά και επειδή υπολόγισαν ότι με την απελευθέρωση της χώρας θα περιέρχονταν στην ιδιοκτησία τους η τεράστια περιουσία που κατείχαν οι Τούρκοι (τα «εθνικά κτήματα»).
Αντικειμενικά, οι δύο κυρίαρχες τάξεις που συγκρούονταν για την πρωτοκαθεδρία στην επανάσταση και στη μελλοντική εθνική εξουσία ήταν οι καραβοκύρηδες και οι κοτζαμπάσηδες. Στην πρώτη εθνοσυνέλευση που ξεκίνησε στο Άργος και ολοκληρώθηκε στην Επίδαυρο, η αντίθεση των οικονομικών συμφερόντων των δύο κυρίαρχων τάξεων εκδηλώθηκε με οξύ τρόπο. Οι νησιώτες υποστήριξαν στο καίριο ζήτημα των βαρών του πολέμου ότι οι Μοραΐτες είχαν υποχρέωση να τα αναλάβουν,αφού σ’αυτούς περιήλθε μετά τις νίκες στην Πελοπόννησο ο τεράστιος πλούτος, σε κτήματα κυρίως, των Τούρκων. Οι Μοραΐτες αντέτειναν ότι ο αγώνας είναι κοινός και όλοι οι μετέχοντες πρέπει να συμβάλουν στα οικονομικά βάρη, πόσω μάλλον οι καραβοκύρηδες που είχαν δημιουργήσει με το εμπόριο τεράστιες περιουσίες. Οι Μοραΐτες αποχώρησαν απ’ τη συνέλευση. Οι κορυφαίοι ηγέτες των Μοραϊτών, ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης απειλούσαν με τη δημιουργία στρατιωτικής κυβέρνησης. Τελικά, η ρήξη αποφεύχθηκε με τη μεσολάβηση των Στερεοελλαδιτών και των Θεσσαλών. Η εθνοσυνέλευση συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε μ’έναν προσωρινό, όπως αποδείχθηκε, συμβιβασμό.
Οι δύο κυρίαρχες τάξεις που συγκρούονταν για την πρωτοκαθεδρία ήταν οι καραβοκύρηδες και οι κοτζαμπάσηδες
Η εθνοσυνέλευση, με επιμονή κυρίως των Φιλικών, ψήφισε δημοκρατικό πολίτευμα. Υπέρ αυτού του πολιτεύματος τάχτηκαν οι καραβοκύρηδες και οι σύμμαχοί τους, Φαναριώτες. Οι τελευταίοι με τις επεμβάσεις τους νόθευσαν σ’ ένα βαθμό τις δημοκρατικές αρχές του Συντάγματος, για να ευαρεστήσουν τους μονάρχες της Ιερής Συμμαχίας. Οι κοτζαμπάσηδες συμφώνησαν με βαριά καρδιά, αν και κατέτειναν προς το ολιγαρχικό απολυταρχικό πολίτευμα, που δεν κατόρθωναν να επιβάλουν, ενώ οι στρατιωτικοί εκδήλωναν τάσεις προς το στρατιωτικό καθεστώς.
Η τρίτη ισχυρή κοινωνική ομάδα στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν οι στρατιωτικοί (οπλαρχηγοί). Το κύρος των στρατιωτικών εξυψώθηκε με την εδραίωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο και σε τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν μιαν ενιαία δύναμη, που θα μπορούσε να επιβάλει την ηγεμονία της στις επαναστατικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, τους χαρακτήριζε πολιτική απειρία και αστάθεια. Ο Κολοκοτρώνης και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου συντάχτηκαν με τους προύχοντες του Μοριά στο θέμα της ανάληψης των οικονομικών βαρών του αγώνα. Στη συνέχεια, τάχθηκε εναντίον των πολιτικών γενικά, για να εκλέξει πρόεδρο του Βουλευτικού πρόσωπο της προτίμησής του. Τελικά, υποχώρησε και του δόθηκε αμνηστία. Όταν όμως η συμμαχία κοτζαμπάσηδων, νησιωτών, Στερεοελλαδιτών διασπάστηκε, ο Κολοκοτρώνης συνασπίστηκε με τους προεστούς του Μοριά. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, ενώ στην αρχή είχαν αναλάβει ένα μεσολαβητικό ρόλο, στη συνέχεια συμμάχησαν με τους Νησιώτες εναντίον των Μοραϊτών (κοτζαμπάσηδων και οπλαρχηγών).
Ο λαός που αποτελούσε τη μαχόμενη πλειοψηφία (εργάτες γης, μικροκτηματίες, ναύτες, μικρέμποροι) δεν είχαν τις προϋποθέσεις (οικονομικές, πολιτικές), για να συγκροτήσουν οικονομική δύναμη. Καθοριστική ήταν η έλλειψη πολιτικής ηγεσίας. Λαογέννητοι ηγέτες που αναδείχτηκαν παραμερίστηκαν όπως ο Αναγνωσταράς, ο Καρατζάς ή εξοντώθηκαν απ’τους προύχοντες, όπως ο Οικονόμου στην Ύδρα.