Μαριάννα Τζιαντζή
Και στο πεδίο του πολιτισμού αναζητούνται οι μορφές, το περιεχόμενο, η οργάνωση της συλλογικής αντίδρασης ώστε να αποφύγουμε την πανδημία της σιωπής ή της ατομικής (ψηφιακής) διαμαρτυρίας.
Όταν ο φόβος για την πανδημία του κορονοϊού συνδυάζεται με την οικονομική ανασφάλεια και τον εγκλεισμό στο σπίτι, το κοκτέιλ γίνεται τοξικό. Το «Πάμε λουκέτο» (τίτλος καθημερινής στήλης του αξέχαστου Λάκη Μπέλλου στην Εφημερίδα των Συντακτών) πλήττει τον πολιτισμό: κλειστά θέατρα, κινηματογράφοι, συναυλιακοί χώροι, μουσεία κ.λπ. Και κυρίως πλήττει άμεσα τους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στη βιομηχανία του πολιτισμού: ηθοποιούς, μουσικούς, ηχολήπτες, τεχνικούς, μεταφραστές, διορθωτές, γραφίστες κ.λπ. Αν αναλογιστούμε ότι πάμπολλοι επαγγελματίες μουσικοί εργάζονται μόνο Παρασκευοσάββατα με μεροκάματο από 50-100 ευρώ, ότι πολλοί ηθοποιοί, ιδίως σε μικρά θέατρα, πληρώνονται με ποσοστά επί των εισπράξεων, μαντεύουμε τι άγρια πείνα τους περιμένει — για να μην συνυπολογίσουμε τον ήδη μεγάλο αριθμό των άνεργων καλλιτεχνών. Αντί για «άδεια ειδικού σκοπού», τους περισσότερους τους περιμένει η απόλυση, ενώ το ίδιο ισχύει για έναν τεράστιο αριθμό εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δώσει στους εργοδότες το πράσινο φως για ανεξέλεγκτες απολύσεις.
Η κατανάλωση του πολιτισμού γίνεται πλέον αποκλειστικά ατομική υπόθεση, ενώ οι συλλογικές μορφές ψυχαγωγίας, από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς μέχρι τον κινηματογράφο και τα οικογενειακά ή φιλικά γλέντια, γίνονται υπόθεση του παρελθόντος. Μπαίνουμε στην εποχή της καχυποψίας όπου κυριαρχεί ο φόβος όχι του ιού, αλλά του άλλου, του πλησίον. Οι επιβάτες των μέσων μαζικής μεταφοράς, οι οποίοι έχουν λιγοστέψει σημαντικά, κοιτάζουν καχύποπτα τους γύρω τους, αποφεύγουν να κάτσουν κοντά σε ηλικιωμένους ή και σε παιδιά, καθώς τα τελευταία φέρουν «υψηλό ιικό φορτίο». Και αν κάποιος βήξει ή φτερνιστεί, μαύρο φίδι που τον έφαγε.
Η κρίση θα μας φέρει πιο κοντά, θα αφυπνίσει τις ευαισθησίες μας, θα μας κάνει να ανακαλύψουμε τις απλές χαρές της ζωής, έλεγαν κάποιοι υπεραισιόδοξοι στις αρχές της μνημονιακής εποχής. Η πρόβλεψή τους διαψεύστηκε ή, έστω, επαληθεύτηκε μόνο σε έναν πολύ μικρό βαθμό. Ο αγώνας για την επιβίωση συχνά οδηγεί στον εγωκεντρισμό, ακόμα και στη μισανθρωπία ή και το ρατσισμό. Έτσι και τώρα, θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι ο εγκλεισμός στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού θα μας κάνει πιο «πνευματικούς ανθρώπους», ότι θα διαβάζουμε ποίηση και φιλοσοφία ή θα απολαμβάνουμε την οικογενειακή θαλπωρή. Το σίγουρο είναι ότι θα αυξηθεί η τηλεθέαση και, κατά συνέπεια, θα βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος η κυβερνητική προπαγάνδα, μια που σχεδόν όλα τα κανάλια ακολουθούν την ίδια εθνικιστική και φιλοκυβερνητική γραμμή. Εξίσου σίγουρο είναι ότι θα δυναμώσει η ενασχόληση ή η εξάρτηση από τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Η κατανάλωση του πολιτισμού χάνει τον συλλογικό χαρακτήρα της και γίνεται αποκλειστικά ατομική υπόθεση.
Η κάλυψη της πανδημίας από τα επίσημα ΜΜΕ δίνει την εντύπωση ότι ο ιός δεν έχει ταξικό πρόσημο, αφού πλήττει ανώνυμους κι επώνυμους, μεγαλοεπιχειρηματίες σαν τον Μαρινάκη και σταρ του Χόλιγουντ σαν τον Τομ Χανκς. Όμως η καραντίνα είναι πολύ πιο δύσκολη όταν κανείς ζει σε ένα διαμέρισμα των 50 τετραγωνικών ή όταν είναι άνεργος ή απλήρωτος, ενώ και τα τεστ που διεξάγονται στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα είναι πανάκριβα.
Στα χρόνια της Κατοχής, όπως και της δικτατορίας, οι άνθρωποι τραγουδούσαν, πήγαιναν σε πάρτι –με ρεβιδοκεφτέδες αλλά πάντως πάρτι– και θέατρο — έστω και όταν οι ηθοποιοί ψωμολυσσούσαν. Κάποιοι χώροι πολιτισμού ή κάποιες εκδηλώσεις καμία φορά γίνονταν εστίες πολιτικής αντίστασης. Οι άνθρωποι γελούσαν μαζί, θρηνούσαν μαζί, ονειρεύονταν και αγωνίζονταν μαζί. Σήμερα, και στο πεδίο του πολιτισμού, επείγει να βρεθούν οι μορφές, το περιεχόμενο, η οργάνωση της συλλογικής αντίδρασης, ώστε να αποφύγουμε την πανδημία της σιωπής ή της ατομικής (ψηφιακής) διαμαρτυρίας.