Γιώργος Τσαντίκος
Δύο ποιητές, δύο διαφορετικές πορείες
Την περασμένη βδομάδα πέθανε η Κική Δημουλά, μια σημαντική ποιήτρια και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας. Λίγες μέρες αργότερα, πέθανε ο Γιάννης Δάλλας, ποιητής, ακαδημαϊκός και επίσης σημαντική φυσιογνωμία.
Το «τέλος εποχής» για μια χρονική και λογοτεχνική περίοδο, σηματοδοτείται έντονα από το παρόν και τα κριτήριά του, κάτι που συμβαίνει πάντα. Έτσι, λοιπόν, η Δημουλά βρέθηκε πίσω από το έργο της, καθώς από ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου κρίθηκε και από τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές της. Δεν ήταν τόσο η ατάκα για το «παγκάκι στην Κυψέλη» σε ομιλία της, χωρίς να σημαίνει ότι η ποιήτρια με αυτό τον τρόπο δεν έγερνε τη ζυγαριά της επιλογής του αναγνώστη και της αναγνώστριας, σε καιρούς που απαιτούσαν και απαιτούν, ειδικά από τους διανοούμενους, να αναλαμβάνουν ρόλο. Η Κική Δημουλά είχε πάρει από νωρίτερα θέση, συνυπογράφοντας επιστολή υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015. Τότε, συνυπήρχαν στα δύο στρατόπεδα ο Τίτος Πατρίκιος με τον Σάκη Ρουβά (στο «ναι») και ο Νίκος Κούνδουρος με την Αφροδίτη Μάνου (στο «όχι»).
Το έργο της, ωστόσο, χωρίς ποτέ να σημαίνει ότι αυτό αποκόπτεται από την δημιουργό του, αλλά και ότι ο τρόπος που το υιοθετεί ο δέκτης είναι άσχετος, μόνο ασήμαντο δεν ήταν. Βρήκε χώρο και «εικονοποίησε» συχνά τον αναχωρητισμό μιας κοινωνίας, της οποίας ένα μεγάλο κομμάτι έβγαινε διαρκώς από ήττες. Περιέγραψε με ιδιαίτερο τρόπο διάφορες δικές της καμπές, διαθέσεις και τάσεις, σε ένα έργο τόσο εκτενές που αρκετές γενιές βρήκαν σημεία να ταυτίσουν τις δικές τους διαθέσεις. Ένα έργο βασικά ομφαλοσκοπικό που οι υπαρξιακές του κυριολεξίες και προεκτάσεις μπορούν να χωρέσουν σε πολλά «σημειωτικά τετράγωνα» ανάλυσης — και σε πολλά γούστα επίσης.
«Αστική τέχνη»; Ναι, μάλλον στην καλύτερη εκδοχή της. Αυτό, βέβαια, δεν απέτρεψε τον αξέχαστο και μάχιμο μέχρι την τελευταία στιγμή Θάνο Ανεστόπουλο να ερμηνεύσει με αξιομνημόνευτο τρόπο τον Πληθυντικό αριθμό, σε μουσική του Νίκου Πλάτανου.
Ο Γιάννης Δάλλας από την άλλη, ήταν σε ένα βαθμό ο ποιητικός αντίποδας της Δημουλά. Τελευταίος και αυτός μιας ολόκληρης γενιάς διανοουμένων, με δεδηλωμένη πολιτική τοποθέτηση στην Αριστερά και με σημαντικό έργο, ακόμα μεγαλύτερο στο αναλυτικό κομμάτι του για την ποίηση του Αναγνωστάκη, του Σαχτούρη και άλλων. Αντίθετα με τη Δημουλά, έλαβε ένα μικρό μερίδιο της δημοσιότητας, παρά την επιδραστικότητά του ως ποιητής και ακαδημαϊκός — ειδικά για τους ανθρώπους που τον γνώρισαν με κάποια από αυτές τις ιδιότητές του.
Η Κική Δημουλά βρέθηκε πίσω από το έργο της, καθώς από ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου κρίθηκε και από τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές της.
Πριν όμως αρχίσει να βρέχει «ok boomer» σχόλια, πρέπει να σημειωθεί και το εξής: Η «στιχομαχία» στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια, από την εποχή που ο Ραφαηλίδης τα έχωνε στον Σαββόπουλο και ο Σιδηρόπουλος στον Θεοδωράκη. Ειδικά τα τελευταία χρόνια όμως, η αντιπαράθεση στη δημόσια σφαίρα απαιτεί –δικαιολογημένα– όλο και πιο έντονα από των «διανοουμένων τη φάρα», να υποδείξει ένα ελάχιστο έστω μοντέλο κριτικής θεώρησης και κοινωνικής χρήσης του πνευματικού έργου. Ελάχιστοι και ελάχιστες το κάνουν, είναι αλήθεια.
Εν τέλει, κάθε φορά που ακούγεται η φράση «μας άφησαν μόνους» για κάποιο διάσημο ή διάσημη, ταυτόχρονα σχεδόν, ανεβαίνει μια θέση στην κλίμακα αναγκαιότητας η απαίτηση για το μέλλον. Για νέο και άλλο πνευματικό έργο, για την επιμέρους προσφορά και δημιουργία και τον «συλλογικό διανοούμενο», με λιγότερα είδωλα και περισσότερες εμπνεύσεις ανατροπής. Κάτι σαν το «ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή, μήτε των γηρατειών τη στοργή», περίπου…