Σπύρος Μαρκέτος
Αριστερή δεν μπορεί να είναι μια πολιτική η οποία αφήνει στο απυρόβλητο την ολιγαρχία ή ακόμη και την ενισχύει, όπως έκαναν ο φασισμός στην Ιταλία και τη Γερμανία καθώς και οι μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα, ενώ συνάμα αναδιανέμει τη φτώχεια προς «όφελος» κάποιων αδύναμων και φτωχών. Αποσπώντας δηλαδή πόρους από μεσοστρώματα, δήθεν «υπέρ των αδυνάμων», αλλά στην πραγματικότητα βοηθώντας να σταθεροποιηθεί και να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα;
Σε προηγούμενα άρθρα, εξετάσαμε τις έννοιες της αριστεράς και της δεξιάς, ενώ είδαμε και ότι ο φασισμός είναι πάντοτε δεξιός και όχι αριστερός. Μια πολιτική υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου αποκλείεται να είναι αριστερή, ιδίως αν στηρίζει την ολιγαρχία που κυριαρχεί στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες. Ολιγαρχία με έννοια όχι καταγγελτική, αλλά περιγραφική. Στην τρέχουσα επιστημονική χρήση του όρου, ολιγάρχες λέμε ελάχιστους καπιταλιστές, τους ισχυρότερους, που περιφρουρούν την κοινωνική τους θέση και την περιουσία τους αξιοποιώντας εξωθεσμικά όσο και θεσμικά τον πλούτο τον οποίο ελέγχουν (Μια καλή εισαγωγή στη σύγχρονη ολιγαρχική θεωρία υπάρχει στο Jeffrey A. Winters, Oligarchy, Cambridge University Press 2011).
Η αριστερά αγωνίζεται για τους πιο φτωχούς και αδύναμους, επιδιώκοντας μάλιστα να τους ενσωματώσει ενώ, αν δεν το κάνει αυτό, δεν είναι αριστερά. Αρκεί όμως για να είσαι αριστερά το ν’ αγωνίζεσαι για τους πιο φτωχούς και αδύναμους; Για παράδειγμα, είναι αριστερή μια πολιτική η οποία αφήνει στο απυρόβλητο την ολιγαρχία ή ακόμη και την ενισχύει, όπως έκαναν ο φασισμός στην Ιταλία και τη Γερμανία καθώς και οι μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα, ενώ συνάμα αναδιανέμει τη φτώχεια προς «όφελος» κάποιων αδύναμων και φτωχών; Αποσπώντας δηλαδή πόρους από μεσοστρώματα, δήθεν «υπέρ των αδυνάμων», αλλά στην πραγματικότητα βοηθώντας να σταθεροποιηθεί και να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα; Λογικά η απάντηση εδώ είναι αρνητική. Αν δεν χτυπάς τους ισχυρούς, δεν είσαι αριστερά.
Εξ ορισμού, δεν είναι αριστερή μια πολιτική απαλλοτριωτικής συσσώρευσης όπως αυτή που εφάρμοσαν όλα τα φασιστικά καθεστώτα της ιστορίας και η οποία επίσης επιβάλλεται την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από τη φιλελεύθερη άκρα δεξιά (Aναλυτικότερα αναπτύσσω τούτο το επιχείρημα στο Λεωνίδας Βατικιώτης [επιμ.], Έξοδος αδιέξοδος. Η κληρονομιά των μνημονίων και οι ανοιχτοί λογαριασμοί, Τόπος 2018, σ.57-99).
Ωστόσο ιστορικά διαπιστώνεται ότι ακόμη και τις πιο αιμοβόρες τέτοιες πολιτικές συνοδεύουν, αφότου άρχισαν να προβάλλουν διεκδικήσεις τα σοσιαλιστικά μαζικά κόμματα, αποσπασματικές και δευτερεύουσες παραχωρήσεις προς επιλεγμένες ομάδες, με στόχο τη σταθεροποίηση και νομιμοποίηση του καπιταλιστικού καθεστώτος. Μάλιστα, τέτοιες παροχές προς μεσαία και χαμηλά στρώματα, αλλά όχι στους πιο αδύναμους, συχνά προβλήθηκαν σαν δήθεν αριστερή πολιτική ή και σοσιαλιστική. Προφανώς δεν είναι τέτοια.
Ο πρώτος που εφάρμοσε πολιτική παροχών ενώ παράλληλα καταδίωκε συστηματικά τους σοσιαλιστές ήταν ο συντηρητικός καγκελάριος της Γερμανίας, Όττο φον Μπίσμαρκ, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Έκτοτε φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, αλλά και ο φασισμός, με τέτοιους ελιγμούς μεταβιβάζουν πόρους σε ομάδες που έχουν την εύνοια της εξουσίας ή απλώς τούς μεταβιβάζουν μικροεξουσίες, πραγματώνοντας έτσι το δήθεν «σοσιαλιστικό» σκέλος του εθνικοσοσιαλισμού. Τέτοιες παραχωρήσεις ποτέ δεν αφορούν τους κάτω-κάτω, στη βάση της πυραμίδας, που αποκλείονται με μηχανισμούς πάντοτε ταξικούς αλλά επίσης και έμφυλους, ρατσιστικούς, εθνικούς ή θρησκευτικούς, ανάλογα με την περίσταση. Ο φασισμός τους δαιμονοποιεί χωρίς αναστολές, ενώ φιλελεύθεροι και μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές τους αποκλείουν με το επιχείρημα του «γεμάτου λεωφορείου», ότι δηλαδή δεν χωράμε όλοι μέσα — ή προβάλλοντας επικλήσεις της αναγκαίας κοινωνικής αποδοχής κι ευπρέπειας, κυρίως για να αποκρουστούν γυναικεία αιτήματα. Αντίθετα, ένα ελκυστικό χαρακτηριστικό των σοβιετικού τύπου καθεστώτων ήταν ότι ενίσχυσαν συστηματικά αυτούς τους κάτω-κάτω, τους οποίους όλοι οι άλλοι κατέτρεχαν. Γι’ αυτό και η κατάρρευση του 1989-92 παντού θρηνήθηκε από τους Ρομά, τις αδύναμες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, τις γυναίκες.
Ασύμβατη η ισόμετρη κατανομή του πλούτου και της εξουσίας σε μία χώρα με την αποικιακή εξάπλωση ή την εκμετάλλευση άλλων λαών
Αλληλεγγύη ή «διαίρει και βασίλευε»;
Η ουσία του ζητήματος είναι γνωστή. Ο καπιταλισμός, αντίθετα από τον σοσιαλισμό, στήνεται πάνω στην εκμετάλλευση των πολλών και καταστρέφει εκείνους που ρίχνει στον πάτο της διατροφικής του αλυσίδας. Κράτος και καπιταλιστές τούς κρατούν φτωχούς και καταπιεσμένους, με αποκλεισμούς που καλύπτουν λειτουργικές και δομικές ανάγκες του συστήματος. Ο μεν φασισμός επιβάλλει αυτούς τους αποκλεισμούς με πολιτικά μέσα και απροκάλυπτα, οι δε φιλελεύθεροι κυρίως μέσα από την αγορά. Οι πεινασμένοι και οι άστεγοι βασανίζονται στη σημερινή κοινωνία όχι επειδή λείπουν οι πόροι αλλά επειδή κράτος και καπιταλιστές τούς κρατούν φτωχούς και καταπιεσμένους. Ενώ το σύστημα κυριολεκτικά «τους πατά κάτω», η θέση τους ορίζει τη θέση και όλων των άλλων προλετάριων. Επομένως, η προσέγγισή τους δεν είναι ζήτημα φιλανθρωπίας αλλά αλληλεγγύης και ταξικής συγκρότησης για το προλεταριάτο, εντέλει το ενισχύει συνολικά. Μια αληθινή αριστερά αυτονόητα τούς στηρίζει, τούς οργανώνει και τούς ενσωματώνει, είτε αυτοί ορίζονται ταξικά είτε με βάση το φύλο, τη ράτσα, την επισφάλεια, την πολιτισμική ομάδα ή τη θρησκεία. Χωρίς αποκλεισμούς. Δεν περιμένει να έρθουν να την βρουν, φροντίζει και πηγαίνει αυτή και τους βρίσκει. Έτσι, μολονότι κοινωνική μας βάση είναι συνήθως εργατικές ομάδες ισχυρότερες και πιο ριζωμένες, αν δεν προσβλέπουμε επίσης στις γυναίκες, στους πρόσφυγες ή στους Ρομά αλλά και στα σμήνη των κοινωνικά μετέωρων καθώς και σ’ όσους κάποτε περιγράφονταν απαξιωτικά σαν «λούμπεν», τότε δεν είμαστε αριστερά, αλλά απλώς φορείς εκπροσώπησης κάποιων μεσαίων συμφερόντων στο πλαίσιο ενός συστήματος που δεν θέλουμε ν’ αλλάξουμε. Τον δρόμο αυτό ακολούθησε μεταπολεμικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση έστρεψε τα βρετανικά συνδικάτα και τους Εργατικούς ο θατσερισμός. Είναι πλέον φανερό πως αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά. Οι παροχές προς μερικούς δεν είναι κατ’ ανάγκη αριστερή πολιτική. Γι’ αυτήν χρειαζόμαστε πιο θετική περιγραφή. Καταρχάς, όπως είπαμε παραπάνω, ποια αριστερά δεν μάχεται για τους πιο αδύναμους και για τους φτωχότερους; Είναι αριστερά αν προσφέρει κυρίως σε γερά ριζωμένες και οργανωμένες ομάδες εργαζόμενων ή και στους μικροϊδιοκτήτες; Αν φροντίζει, αφήνοντας κατά μέρους τους κάτω-κάτω, μόνον κάποια ισχυρά και πολυάριθμα μεσοστρώματα που εξασφαλίζουν την πολιτική ευδοκίμησή της και νομιμοποιεί συλλήβδην τις αντιλήψεις τους επειδή δήθεν εκπροσωπούν τον κοινό νου;
Σήμερα οι τεχνικές κατακερματισμού, τις οποίες πρώτος ανέπτυξε ο φασισμός, έχουν τελειοποιηθεί. Σπρώχνοντας μετανάστες και πρόσφυγες στην άτυπη και απροστάτευτη εργασία, το κράτος φτιάχνει ενδοπρολεταριακές ιεραρχίες, οι οποίες αφενός το νομιμοποιούν στα μάτια των ντόπιων, που έτσι αισθάνονται προνομιούχοι, ενώ αφετέρου διασπούν τους εργαζόμενους και συνολικά εξασθενούν την εργατική τάξη. Ένα άλλο σημερινό παράδειγμα: αλλάζοντας τον νομικό ορισμό της ενδοοικογενειακής βίας και της σεξουαλικής επίθεσης, ο Τραμπ πάει τις γυναίκες μισό αιώνα πίσω και δίχως οικονομικό κόστος αποσπά την υποστήριξη των βίαιων ανδρών και όλων όσων στοιχίζονται πίσω τους.
Κανίβαλοι και κυρίαρχοι
Η αναδιανομή δεν αρκεί να ευνοεί κάποια λαϊκά στρώματα για να είναι αριστερή. Για παράδειγμα, ο φασισμός συχνά προσελκύει οπαδούς με την κανιβαλική απαλλοτρίωση εισοδημάτων και πλούτου κάποιων ομάδων που θέτει εκτός νόμου. Οι ευρωπαίοι φασίστες μοίραζαν στους οπαδούς τους ψίχουλα από τις εβραϊκές περιουσίες που άρπαζαν, ενώ απαγορεύοντας στους εβραίους ν’ ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα προσέλκυαν χριστιανούς γιατρούς, μηχανικούς και δικηγόρους. Η πρακτική αυτή δεν ήταν δική τους εφεύρεση, αντίθετα εφαρμοζόταν ανέκαθεν στις αποικίες από συντηρητικούς και φιλελεύθερους, και ως σήμερα απαντά στην περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος. Κατέστρεψε Κινέζους μετανάστες στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά και ινδιάνους της Αμερικής και απελευθερωμένους μαύρους, καθώς και αυστραλούς αβορίγινες, Ρομά και Αφρικανούς, Αρμένιους και Παλαιστίνιους. Ο λεγόμενος εποικιστικός αποικισμός, που έφτιαξε τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, έδιωξε πολλούς λαούς από τις πατρίδες τους ή ακόμη και τούς εξολόθρευσε πλήρως. Τέτοιες αναδιανομές είναι λοιπόν αριστερές αν ωφελούν κάποια λαϊκά στρώματα μέσα στις κοινωνίες των κυρίαρχων; Παλαιότεροι σοσιαλιστές, όπως ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, υποστήριξαν κάτι τέτοιο, ενώ αντίθετα η ριζοσπαστική πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών και κατεξοχήν οι μπολσεβίκοι άσκησαν καταλυτική και ανυποχώρητη κριτική στην εκμετάλλευση των υποτελών λαών, στον ιμπεριαλισμό και στην αποικιοκρατία.
Όταν, αργότερα, στηνόταν στη Νότια Αφρική το ρατσιστικό σύστημα του Απαρτχάιντ, προτάθηκε από τον κοινωνιολόγο και ανθρωπολόγο Φαν Ντεν Μπέργκε η έννοια της Herrenvolk democracy, δηλαδή της «δημοκρατίας των κυρίαρχων», μιας δημοκρατίας δηλαδή στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης ομάδας συνδυασμένης με καταστολή και αποκλεισμό των λοιπών (Pierre van Den Berghe, Race and Racism, Wiley, Νέα Υόρκη 1967). Είναι σαφές, πλέον, πως η διαδικασία αναδιανομής μεταξύ κάποιων κυρίαρχων δεν αφορά την αριστερά. Μολονότι σήμερα παρόμοιες απόψεις προβάλλονται λιγότερο ωμά, κάποιοι αριστερών προθέσεων φορείς, αγωνιώντας ν’ αποκτήσουν εθνική επιρροή, παραμερίζουν τη διεθνή διάσταση των αγώνων. Ωστόσο η μεταβίβαση πόρων κι εξουσίας από τους λίγους πλούσιους και ισχυρούς στους πολλούς φτωχούς και αδύναμους δεν έχει νόημα αν αφορά αποκλειστικά την εσωτερική ή την εξωτερική πολιτική. Η αληθινή αριστερά τήν προωθεί έμπρακτα όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας μας αλλά και πέρα από αυτήν, στο μέτρο των δυνάμεών της και των ρεαλιστικών δυνατοτήτων. Αφότου αναπτύχθηκε η κριτική του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να λέγεται αριστερός όποιος διεκδικεί πιο ισόμετρη κατανομή του πλούτου και της εξουσίας στη χώρα του, αλλά συγχρόνως επικροτεί την αποικιακή εξάπλωση ή την εκμετάλλευση άλλων λαών. Για να φέρουμε κάποια επίκαιρα παραδείγματα, είναι οξύμωρο να μιλάμε για νατοϊκή αριστερά, αποικιοκρατική αριστερά, ή αντιπροσφυγική αριστερά. Ή για μια αριστερά η οποία δέχεται τις σχέσεις εξάρτησης κι εκμετάλλευσης που επάγεται το χρέος. Τέτοιες θέσεις μόνον αριστερές δεν είναι.
Αριστερά δεν σημαίνει παροχές και αναναδιανομή για τη στήριξη του καπιταλισμού
Ιστορικό βάθος
Η κανιβαλική αναδιανομή δεν αποτελεί ανακάλυψη του καπιταλισμού και δεν αφορά μονάχα το πρόσφατο παρελθόν ή την περιφέρεια του συστήματος. Έχει μακραίωνη παράδοση στην ήπειρό μας, σε αδιάσπαστη συνέχεια από τον καιρό των αρχαίων ελληνικών πόλεων, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του διάδοχού της Βυζάντιου, καθώς και της φεουδαρχίας. Επιτάθηκε με την άνοδο του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του νεότερου κράτους από τον δέκατο έκτο αιώνα και μετάκαι φυσικά κορυφώθηκε στον φασισμό. Έπληξε αναρίθμητους διαφωνούντες, από τους ηττημένους στις πολιτικές διαμάχες των αρχαίων πόλεων ως την κομμουνιστικών τάσεων αίρεση των Καθαρών τον δέκατο τρίτο αιώνα και από τους βοημούς Ουσσίτες ως τα θύματα της Λευκής Τρομοκρατίας στη Γαλλία της Παλινόρθωσης. Στην ελληνική Επανάσταση απαλλοτριώθηκαν οι μουσουλμανικές κι εβραϊκές περιουσίες των απελευθερωμένων περιοχών, μικρές και μεγάλες. Ένα μέρος τους παραδόθηκε σε μικροκαλλιεργητές, αρχικά με ενοίκιο και αργότερα κατά κυριότητα, ενώ τα «φιλέτα» άρπαξαν οι ισχυρές οικογένειες που έχτισαν τον τοπικό καπιταλισμό. Η κανιβαλική αναδιανομή επέστρεψε στην επικαιρότητα την πολεμική δεκαετία του 1912-22, έγινε επίσημη κρατική πολιτική με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, και συνέχισε να συζητιέται στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Τήν πρότειναν και τα δυο αστικά στρατόπεδα, διαφωνώντας μόνο για το ποιά θα ήταν τα θύματα. Οι Φιλελεύθεροι ήθελαν τον εξανδραποδισμό των εβραίων της Θεσσαλονίκης, ενώ οι αντιβενιζελικοί αρνούνταν να δοθούν πολιτικά δικαιώματα και γη στους πρόσφυγες. Και οι δυο πλευρές καταδίωξαν δραστήρια τους σλαβομακεδόνες, με τους οποίους ωστόσο σύναπταν κι ευκαιριακές συμμαχίες. Μόλις βρήκαν ευκαιρία έδιωξαν όσους μπόρεσαν (όπως τεκμηριώνει ο Γιώργος Μαργαρίτης στη μελέτη του Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας: Εβραίοι, Τσάμηδες – Βιβλιόραμα 2005). Σε παλαιότερες εποχές τέτοιες αναδιανομές συχνά αντιστρατεύτηκαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ενώ πιο πρόσφατα συνήθως τόν ευνοούν παραδίδοντάς του προς εκμετάλλευση ένα τσακισμένο προλεταριάτο. Οι λεγόμενες «μειονότητες» που βρίσκονται κάτω-κάτω στην κοινωνική πυραμίδα είναι συνήθως ομάδες που ηττήθηκαν σε προηγούμενες συγκρούσεις. Θα μπορούσε η αριστερά να μην τις προστρέξει; Η απάντηση εδώ θεωρητικά είναι απλή, αλλά στην πράξη δυσκολότερη. Σε πολλές περιπτώσεις η αριστερά άργησε να συνταχθεί με τις διεκδικήσεις και τους αγώνες περιθωριοποιημένων και κατατρεγμένων ομάδων όπως των γυναικών, των αποικιοκρατούμενων λαών, ή, στη χώρα μας, των Ρομά. Δεν τις αντιστρατεύτηκε, όπως έκαναν οι άλλες πολιτικές παρατάξεις, αλλά και δεν τις προώθησε εγκαίρως.
Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος στο φαινόμενο του φασισμού από τον καθηγητή του ΑΠΘ Σπύρο Μαρκέτο
Διαβάστε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο φαινόμενο του φασισμού
http://prin.gr/new/2019/01/marketos1/