Λεωνίδας Βέργος
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την 7η τέχνη
Τα φετινά βραβεία Όσκαρ ήταν πολυαναμενόμενα. Δικαίως, όχι μόνο επειδή το 2019 προσέφερε στο παγκόσμιο κοινό πραγματικά διαμάντια της 7ης τέχνης, αλλά και επειδή –και κυρίως, θα πούμε εμείς– είδαμε για πρώτη ίσως φορά τέτοια καλλιτεχνικά άρτια δημιουργήματα να προβάλλουν τις στιγμές εξαθλιωμένου βίου της κοινωνικής πλειοψηφίας κάθε χώρας, της εργατικής τάξης (Παράσιτα, Τζόκερ), αλλά και τη φρίκη του πολέμου (1917 – τι πιο απαραίτητο στη συγκυρία που ζούμε;). Στα φετινά Όσκαρ λοιπόν υπήρξαν αδικίες, όπως διαχρονικά συμβαίνει, αλλά και δικαιώσεις. Όσον αφορά τις δεύτερες, θα σταθούμε στην κατάκτηση των ίσως τριών σημαντικότερων βραβείων της τελετής και όχι μόνο (καλύτερης ταινίας, σκηνοθέτη, σεναρίου, ξενόγλωσσης) από το νοτιοκορεατικό κοινωνικό δράμα – μαύρη κωμωδία του Μπονγκ Τζουν-Χο, Παράσιτα.
Με πρωταγωνιστές μια λουμπενοποιημένη κοινωνικά οικογένεια (γονείς άνεργοι, παιδιά περιπλανώμενα στην εργασιακή επισφάλεια) και θεματική την κοινωνική εξαθλίωση την οποία βιώνει η οικογένεια αυτή στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, η ταινία δίκαια θεωρείται η πιο ταξική, από άποψη θεματικής, ταινία της χρονιάς, κατά πάσα πιθανότητα των τελευταίων χρόνων ίσως και δεκαετίας. Όταν ο γιος πιάνει δουλειά ως καθηγητής ιδιαίτερων μαθημάτων στην έπαυλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, μέσα από σκαρφίσματα καταφέρνει να «χώσει» την υπόλοιπη οικογένειά του στις υπηρεσίες του σπιτιού: παιδοψυχίατρος, οικονόμος, σοφέρ. Ο τίτλος παίρνει σάρκα και οστά τη στιγμή που η μεγαλοαστική οικογένεια εγκαταλείπει την έπαυλη για διακοπές. Η οικογένεια που πρωταγωνιστεί καταλαμβάνει το άδειο πλέον σπίτι, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι τα τελευταία χρόνια ζούσε κρυφά, μέσα στην απόλυτη αθλιότητα, στο υπόγειο του σπιτιού ένας άπορος, προκειμένου να ξεφύγει από τα χρωστούμενά του στις τράπεζες. Τα άτομα αυτά «παρασιτούν» – τρέφονται με την ιδιοκτησία των πλουσίων, στους οποίους το σπίτι ανήκει. Μια ιδιοκτησία την οποία φυσικά απέκτησαν εκμεταλλευόμενοι την εργατική δύναμη των φτωχών. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό, πρόκειται στην πραγματικότητα για την αντίστροφη σχέση. Τα «Παράσιτα» του τίτλου δεν είναι οι φτωχοί που κατέλαβαν την έπαυλη. Είναι οι πλούσιοι, που χτίζουν τον πλούτο και την εξουσία τους πάνω στο μόχθο, τη φτώχεια και την εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι αυτοί που δεν μετέχουν επ’ ουδενί στην παραγωγή των κοινωνικών αγαθών και όμως καρπώνονται όλο τον πλούτο. Ενδεικτική της σχέσης αυτής είναι η απεικόνιση στην ταινία του αντίκτυπου που έχει στην κάθε κοινωνική τάξη το φαινόμενο της καταρρακτώδους βροχής. Η πλούσια οικογένεια, καθώς έχει επιστρέψει στη θαλπωρή της άνετης έπαυλής της, μπορεί και την απολαμβάνει. Η φτωχή, από την άλλη, βλέπει το ημιυπόγειο φτωχικό της πλημμυρισμένο, τη μηδαμινή –οριακά– περιουσία της κατεστραμμένη.
Θα ήταν παράλειψη, βέβαια, να μην αναφερθούμε στην τεχνική αρτιότητα της ταινίας. Αξιόλογες ερμηνείες, συγκλονιστική σκηνοθεσία και σενάριο. Ο σκηνοθέτης, άλλωστε, είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους της Νότιας Κορέας. Σε επίπεδο τεχνικής, πάντως, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι η ξαφνική εναλλαγή, στα μέσα αυτής, του στοιχείου της μαύρης κωμωδίας με αυτό του κοινωνικού δράματος. Εδώ ακριβώς συνίσταται σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική κριτική που ο Μπονγκ Τζουν-χο –με μία από τις πιο χαρακτηριστικές μεθόδους του– μας προσφέρει και όλα αυτά δικαιώθηκαν στη βραδιά των Όσκαρ.
Τα πραγματικά «παράσιτα» είναι οι πλούσιοι, που χτίζουν τον πλούτο και την εξουσία τους πάνω στο μόχθο, τη φτώχεια και την εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Όπως εύστοχα παρατήρησε και ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του: «…οι αντιδράσεις των θεατ(ρι)ών κάθε εθνότητας στην ταινία ήταν πάνω-κάτω οι ίδιες. Στην αρχή νόμιζα πως η ταινία έβγαζε μια νοοτροπία καθαρά νοτιοκορεατική. Στη συνέχεια κατάλαβα πως η ταινία εκφράζει τα συμπτώματα μιας άλλης χώρας, που λέγεται καπιταλισμός, και στην οποία ζούμε όλοι…». Έτσι, ενώ η ταινία παράχθηκε στη μακρινή για τον ελληνικό λαό Νότια Κορέα, αναδεικνύει κομβικά κάτι που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, την ταξική δηλ. διαίρεση της κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς. Πλήθος κοινωνικών ζητημάτων αναδεικνύονται μέσα από το έργο: η ανεργία, η επισφαλής εργασία, το στεγαστικό ζήτημα, η υπέρμετρη φορολόγηση στις πλάτες των φτωχών και η μηδαμινή στο κεφάλαιο. Το πώς η ίδια η πραγματικότητα αλλάζει στοιχειωδώς τις συνειδήσεις των κολασμένων της γης. Και για αυτό η ταινία χρειάζεται και την προσοχή μας, ιδίως όμως την προσοχή της νέας γενιάς. μαθητιώσας – φοιτητιώσας και μη, σύντομα/ήδη άνεργης ή επισφαλώς εργαζόμενης νεολαίας.
Είναι ιδιαίτερα ευτυχές το γεγονός ότι μία τέτοιας θεματικής ταινία έλαβε τεράστιας προσοχής από το παγκόσμιο λαϊκό κοινό, με το σάρωμα στα πιο γνωστά βραβεία της 7ης τέχνης να αποτελεί «το κερασάκι στην τούρτα». Αυτό δείχνει ότι αφενός η ίδια η κινηματογραφική κοινότητα, επηρεασμένη και από τη δομική κρίση του συστήματος, αντιλαμβάνεται τις παθογένειες του συστήματος βαρβαρότητας, αδηφαγίας και σαπίλας που λέγεται καπιταλισμός, και επιθυμεί, έστω αυθόρμητα, να μιλήσει γι αυτές – αφετέρου ότι το παγκόσμιο λαϊκό κοινό, που δέχεται την επίθεση, αγκαλιάζει αυτή την καλλιτεχνική απεικόνιση. Και η κατάκτηση των δύο σημαντικότερων βραβείων του κινηματογραφικού χώρου από την απόλυτη ενσάρκωση αυτής της τάσης σε μια ταινία μόνο ικανοποιημένους μπορεί να αφήνει όλους εμάς που ταυτιζόμαστε με όσα περιγράφει.
Η αριστερά και δη η κομμουνιστική και αντικαπιταλιστική μπορεί και πρέπει να αξιοποιεί ανάλογα έργα τέχνης. Να τα μετατρέπει σε πρωτοπόρα μέσα κοινωνικού προβληματισμού και πολιτικής ζύμωσης, στο πλαίσιο ενός πολιτιστικού-ιδεολογικού αντιπροτάγματος στην κανιβαλική κουλτούρα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.