Βασίλης Μηνακάκης
Αφιέρωμα: 4η βιομηχανική επανάσταση
Οι εξελίξεις οδηγούν στην δημιουργία νέων εμπορευμάτων, ενίοτε άυλων, με όρους μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται νέα δεδομένα και όσον αφορά στην παραγωγή κλασικών εμπορευμάτων, ενώ τα «έξυπνα» ρομπότ της νέας εποχής αντιπροσωπεύουν μία άλλη, ανώτερη ποιότητα από το γνωστό ως σήμερα μέσο εργασίας, που διαμεσολαβούσε ανάμεσα στον εργαζόμενο και το παραγόμενο προϊόν.
Ολοκληρωτικός καπιταλισμός σε πλήρη ανάπτυξη
Έχουν ήδη περάσει πέντε χρόνια από τότε που ο Κλάους Σβαμπ, ιδρυτής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση». Έκτοτε, ο όρος μπήκε στον δημόσιο λόγο — τόσο στην τρέχουσα δημοσιογραφική φρασεολογία όσο και στις μελέτες των κορυφαίων «δεξαμενών σκέψης» του κεφαλαίου.
Αν και δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το περιεχόμενό του, είναι σαφές ότι δεν αποτελεί μια φράση κενή περιεχομένου, ένα πυροτέχνημα που αναπαράγεται δήθεν «βαθυστόχαστα». Η συζήτηση για την industry 4.0 –παρά τις υπερβολές και τις ασάφειές της– αντανακλά στοιχεία της πραγματικότητας. Αντανακλά τα νέα άλματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, τα ακόμη μεγαλύτερα άλματα που μπορεί να προκύψουν από τον συνδυασμό διάφορων επιστημονικών πεδίων και τη γενικευμένη επίδρασή τους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Ταυτοχρόνως, αντανακλά την προσπάθεια του κεφαλαίου –ιδιαίτερα των ηγεμονικών, πολυεθνικών τμημάτων του– να βρει μια αξιόπιστη-μακροπρόθεσμη απάντηση στην κρίση που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2008, χειραγωγώντας τα εν λόγω άλματα, υπάγοντάς τα πραγματικά και καθολικά στους «ιερούς νόμους» της κερδοφορίας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της αστικής κυριαρχίας.
Από πού, όμως, πηγάζει η σχετική ασάφεια της έννοιας; Καταρχάς, από το ότι δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί οριστικά τα επιστημονικά άλματα και, έπειτα, από το γεγονός ότι ούτε το κεφάλαιο έχει ένα σαφές και συνολικό σχέδιο — ποτέ δεν λειτουργούσε έτσι. Η κυρίαρχη τάση/γραμμή του θα προκύψει από τον συνδυασμό των δυνατοτήτων που οσμίζεται ότι υπάρχουν και των ορίων που θέτουν οι ανάγκες κερδοφορίας-κυριαρχίας, ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός και η ταξική πάλη.
Η εργατική απάντηση πρέπει να είναι τολμηρή, πιάνοντας το νήμα από το Σικάγο του 1886. Να αναδείξει μια χειραφετητική λογική, εάν δεν θέλει να καταλήξει στον νεολουδισμό
Ο όρος «τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση» καλύπτει σχηματικά και συνοπτικά τις εξής πλευρές: Τις πρόσφατες τομές σε μια σειρά πεδία της επιστήμης-τεχνολογίας (ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, νανοτεχνολογία κ.ά.), τις νέες δυνατότητες στη συλλογή, επεξεργασία και αξιοποίηση μεγάλου όγκου συχνά αδόμητων πληροφοριών (big data), τη νέα ποιότητα που απορρέει από τον συνδυασμό αυτών των πεδίων (συνένωση ψηφιακής, φυσικής και βιολογικής σφαίρας), καθώς και τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η αξιοποίηση αυτών των τομών στην παραγωγή εμπορευμάτων (η οποία συχνά κατανέμεται σε διάφορες περιοχές της γης ή σε δραστηριότητες εντός κι εκτός του κλασικού χώρου εργασίας), στην κυκλοφορία, στην επικοινωνία (π.χ. ίντερνετ των πραγμάτων/IOT) και σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Η ως άνω εξέλιξη δημιουργεί νέα εμπορεύματα, άρα και νέα πεδία δράσης του κεφαλαίου –ειδικά του υπερσυσσωρευμένου και πολυεθνικού κεφαλαίου– με όρους μαζικής βιομηχανικής παραγωγής μάλιστα (βιομηχανικής παραγωγής που ούτε ο Μαρξ στην εποχή του δεν ταύτιζε στενά με τη χειρωνακτική εργασία και την παραγωγή υλικών προϊόντων και μόνο). Πολλά από αυτά τα εμπορεύματα είναι άυλα, δεν είναι όμως λιγότερο σημαντικά από ό,τι μια καρέκλα ή ένα ψυγείο. Το πόσα μάτια θα δουν μια διαφήμιση στο Facebook (που στοχεύσει στους 5 δισ. χρήστες), ένα τεστ ανίχνευσης χρωμοσωμάτων υπεύθυνων για τον καρκίνο του μαστού, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συγκέντρωση και επεξεργασία εκατομμυρίων δεδομένων (αυτά που πούλησε η Google Analytica στον Τραμπ, κι εκείνος τα αξιοποίησε ώστε να εκλεγεί), η αναζήτηση ταξί – να μερικά νέα εμπορεύματα. Ταυτόχρονα, δημιουργεί νέα δεδομένα στην παραγωγή κλασικών εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, καθώς αλλάζει τόσο τα μέσα και τις τεχνικές εργασίας όσο και τα υλικά παραγωγής -άρα και τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητές τους. Η νανοτεχνολογία και η επιστήμη των υλικών, για παράδειγμα, τροποποιούν την παραγωγή αρκετών εμπορευμάτων και συσκευών. Το ίδιο και η ενσωμάτωση στις εν λόγω συσκευές αυξανόμενων εφαρμογών της πληροφορικής. Δημιουργούνται νέες «συσκευές» με ποικίλες χρήσεις, ειρηνικές ή μη (π.χ. αυτόνομα οχήματα – drones), ενώ αρχίζει να βιομηχανοποιείται η παραγωγή με τρισδιάστατη εκτύπωση (3D) εμπορευμάτων κάθε λογής (από όπλα και καναπέδες έως τεχνητά ανθρώπινα μέλη). Επιπλέον, η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή επαναστατικοποιούνται (βιοτεχνολογία, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, λιπάσματα, ζωοτροφές), ενώ σημαντικές είναι οι εξελίξεις στους τομείς της ιατρικής, του φαρμάκου, των βιολογικών υλικών.
Την ίδια στιγμή, τα ρομπότ της νέας εποχής, τα οποία γνωρίζουν ευρεία διάδοση στην παραγωγή υλικών εμπορευμάτων αλλά και εμπορευμάτων υπηρεσιών (π.χ. χειρουργική, εξυπηρέτηση πελατών εστίασης), ενσωματώνουν αναβαθμισμένα στοιχεία πληροφορικής και τεχνητής νοημοσύνης, αυτοεκπαιδεύονται και αλληλεπιδρούν-συλλειτουργούν με τους εργαζόμενους. Αυτά τα «έξυπνα» ρομπότ αποτελούν μιαν άλλη, ανώτερη ποιότητα από το κλασικό μέσο εργασίας, το οποίο διαμεσολαβούσε μεταξύ εργαζόμενου και παραγόμενου προϊόντος, αποτελώντας προέκταση του ανθρώπινου χεριού και μυαλού, ακόμη και από τις μηχανές των προηγούμενων φάσεων αυτοματοποίησης της παραγωγής.
Από εδώ απορρέει μια μεγάλη αλλαγή στη σχέση ζωντανής και νεκρής εργασίας, αλλά και στους όρους δουλειάς της σύγχρονης εργατικής τάξης. Συνήθως, αναδεικνύεται η απώλεια θέσεων εργασίας, λόγω της αντικατάστασης των ανθρώπων από τις σύγχρονες μηχανές. Επ’ αυτού υπάρχει μεγάλη συζήτηση και στο αστικό στρατόπεδο, το οποίο εμφανίζεται διχασμένο ανάμεσα στους «πεσιμιστές» (που φέρνουν σε πρώτο πλάνο την τεχνολογική ανεργία της νέας εποχής) και στους «οπτιμιστές» (που υποστηρίζουν ότι η απώλεια θέσεων εργασίας σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης και χειρωνακτικής εργασίας θα αναπληρωθεί από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς). Η εργατική απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι επιθετική και τολμηρή, πιάνοντας το νήμα από το Σικάγο του 1886: Ριζική μείωση των ωρών και των ετών εργασίας, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, προστασία των ανέργων με επιβάρυνση του κεφαλαίου. Το επιτρέπουν τόσο η αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας όσο και ο τεράστιος πλούτος που έχει συσσωρεύσει μια ισχνότατη μειοψηφία καπιταλιστών εκμεταλλευόμενη τη δουλειά εκατομμυρίων εργατών όπου γης.
Πολύ σημαντικές, όμως, είναι και οι πλευρές που αφορούν το περιεχόμενο της εργασίας (τις δεξιότητες-ικανότητες της εργατικής δύναμης που μισθώνει ο καπιταλιστής), τη σχέση των εργαζόμενων με τα μέσα παραγωγής/εργασίας, τις μορφές κοινωνικού συνδυασμού της εργασίας και οργάνωσης της παραγωγής, τη σχέση του εργαζόμενου με τον τυπικό χώρο και το τυπικό ωράριο εργασίας. Πλέον οι απαιτούμενες εργασιακές δεξιότητες μεταβάλλονται και έχουν την τάση να αναπροσαρμόζονται γρήγορα — εξού και η αστική συζήτηση περί «διά βίου μάθησης» ή το στρατηγικό βάρος που δίνει το κεφάλαιο στην εκπαίδευση. Επιπλέον, καθώς τα μέσα παραγωγής και εργασίας αναμορφώνονται (ενσωματώνοντας τις απαιτήσεις του εργοδότη για κέρδος και ασφυκτικό έλεγχο της παραγωγής) και ταυτοχρόνως ακριβαίνουν, η ζωντανή εργασία υπάγεται-υποτάσσεται πιο ποιοτικά και καθολικά σε αυτά και –διά μέσου αυτών– στο κεφάλαιο. Η εργατική πλευρά οφείλει να αναδείξει αυτή τη διάσταση και να προβάλει μια χειραφετητική λογική, αν δεν θέλει να καταλήξει σε έναν νεολουδισμό ή στον οικονομισμό, την οπτική δηλαδή που εστιάζει μόνο στην οικονομική πλευρά της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, υποτιμώντας την καταπιεστική/εξουσιαστική, τον «δεσποτισμό του κεφαλαίου» (Μαρξ).
Σημαντική πλευρά της «Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης» είναι αυτή που αφορά εκτός από την παραγωγή υπεραξίας (εμπορευμάτων) και την πραγμάτωσή της (πώληση παραχθέντων υλικών ή άυλων εμπορευμάτων). Η στηριγμένη στα νέα δεδομένα –και ειδικά στα δεδομένα των big data– υπερανάπτυξη τομέων του καπιταλιστικού επιχειρείν, όπως η έρευνα και ανάπτυξη (R&D), το marketing και τα logistics, δίνει τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να οργανώσει πιο στοχευμένα την παραγωγή εμπορευμάτων, να τα πλασάρει πιο αποτελεσματικά στους επίδοξους αγοραστές, να μειώσει τα εμπορεύματα που παραμένουν σε αποθήκες και τον χρόνο παραμονής τους σε αυτές. Εν ολίγοις, να μεγιστοποιήσει τον λόγο παραχθέντων/πωληθέντων προϊόντων, να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο περιστροφής του κεφαλαίου (Χ-Ε-Χ’) και, ως εκ τούτου, να αυξήσει τα κέρδη του. Για όλους αυτούς τους λόγους, το κεφάλαιο –και δη το πολυεθνικό-πολυκλαδικό– προωθεί την καθολική και «πραγματική» υπαγωγή στις επιδιώξεις του των επιστημονικών και τεχνολογικών διαδικασιών που σχετίζονται με την «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», ώστε να εξασφαλίσει τα μέγιστα κέρδη και την αναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης, να διαιωνίσει την κυριαρχία του. Γι’ αυτό επιδιώκει να χειραγωγήσει αυτές τις διαδικασίες εν τω γεννάσθε (μέσω της χρηματοδότησης της έρευνας, της διαπλοκής ΑΕΙ-εταιρειών, κ.ά.) και να μετατρέψει τα αποτελέσματά τους σε ιδιωτική ιδιοκτησία μέσω των πατεντών και των copyrights (με τρόπους που αντιστοιχούν στις διαδικασίες της πρωταρχικής συσσώρευσης, την οποία μνημόνευσε ο Μαρξ αναφερόμενος στην υλική παραγωγή).
Οι επιστήμες αιχμάλωτες του κεφαλαίου
▸ Η ουσία της «αντικειμενοποίησης» των παραγωγικών δυνάμεων
Οι τομές της επιστήμης και της τεχνολογίας –και η industry 4.0– αντιμετωπίζονται από πολλούς μαρξιστές ως στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων μόνο. Το πνεύμα –και το γράμμα– του Μαρξ στο Κεφάλαιο και το «Απόσπασμα για τις μηχανές» (Grundrisse), αποτυπώνει μια διαφορετική οπτική, η οποία συνδέει αυτές τις τομές και με τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά και με τις παραγωγικές –κι ευρύτερα τις κοινωνικές– σχέσεις.
Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το ποιες από τις επιστημονικές-τεχνολογικές τομές ενσωματώνονται τελικώς στην παραγωγή και τις άλλες κοινωνικές σφαίρες υπόκειται σε σύνθετο κριτήριο: ιδιοκτησία-κέρδος-κυριαρχία. Η «αντικειμενοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων», η μετατροπή κάποιων απ’ αυτές σε μέσο εργασίας και πάγιο κεφάλαιο (π.χ. βιομηχανικά ρομπότ), γίνεται με κριτήριο τη μέγιστη κερδοφορία και τον μέγιστο έλεγχο των εργαζομένων, καθώς και του κυκλώματος παραγωγής-εμπορίας (παραγωγή υπεραξίας – πραγμάτωσή της). Από την άλλη, αυτή η «αντικειμενοποίηση» συνδέεται με την ανάπτυξη τεράστιων μονάδων και την καθολική υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο. Με τα λόγια του Μαρξ: «Η ανάπτυξη, ωστόσο, των μηχανημάτων σε αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζεται μόνο όταν η μεγάλη βιομηχανία έχει φτάσει σε ανώτερη βαθμίδα και όλες οι επιστήμες έχουν αιχμαλωτιστεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι, προκειμένου το κεφάλαιο να επιτύχει τους σκοπούς του, «ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής».
Η κατεύθυνση του Μαρξ είναι σαφής: Το σύγχρονο κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης πρέπει να θέσει στις προτεραιότητές του την απελευθέρωση από τα δεσμά του κεφαλαίου τόσο του κτήτορα όσο και του κτήματος (χαρακτήρας παραγωγικών δυνάμεων).
Πρωτοπόρος η Κίνα στη νέα εποχή
Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, η εκτεταμένη χρήση «έξυπνων» ρομπότ και η ευρεία αυτοματοποίηση περισσότερο επιβεβαιώνει παρά ακυρώνει την οπτική του Μαρξ για την υπεραξία και τον καθοριστικό ρόλο του εργαζόμενου στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου. Έννοιες-κλειδί εδώ είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (η σχέση μέσων παραγωγής/εργαζόμενων, σταθερού/μεταβλητού κεφαλαίου) και η απόσπαση σχετικής υπεραξίας (που βασίζεται στην αυξημένη παραγωγικότητα και τα προηγμένα τεχνολογικά μέσα) και απόλυτης (εντατικοποίηση της εργασίας, παράταση του εργάσιμου χρόνου, συμπίεση των μισθών). Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εισαγωγή από το κεφάλαιο νέων και ακριβότερων μέσων παραγωγής (νεκρή εργασία) που εκτοπίζουν τη ζωντανή εργασία (η οποία παράγει υπεραξία και κέρδος), αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και οδηγεί στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Εκτός εάν κινητοποιηθούν αντίρροπες ενέργειες, ώστε ο ρυθμός εξέλιξης του ποσοστού υπεραξίας να είναι υπέρτερος του ρυθμού αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.
Η πιο ξεκάθαρη απόδειξη αυτού του μαρξικού νόμου έρχεται από την Κίνα. Εκεί υπάρχει η πλέον εκτεταμένη χρήση βιομηχανικών ρομπότ και πουλήθηκε το 36% των βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως (2018). Πώς αυτό γίνεται κερδοφόρο; Με την ύπαρξη μιας πολυάριθμης εργατικής τάξης, η οποία δουλεύει πάμπολλες ώρες και με εξευτελιστικούς μισθούς. Με άλλα λόγια, με έναν οργανικό, νέου τύπου συνδυασμό απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Ανάλογο είναι το παράδειγμα της Foxconn, εταιρείας που λειτουργεί στην κοιλάδα του Περλ και παράγει τα iPhone της Apple. Εδώ, οι εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας οδηγούν πολλούς εργαζόμενους σε αυτοκτονία, ενώ ο βαθμός εκμετάλλευσης έχει φτάσει έως και 2.458% (Ινστιτούτο Μελετών Tricontinental).
4η Βιομηχανική Επανάσταση: Ευλογία ή κατάρα για τον άνθρωπο;