Δημήτρης Συνάπαλος
Κοινωνία σε πτώχευση
Κόκκινα δάνεια – Πρώτη κατοικία – Πλειστηριασμοί. Μια τριπλέτα που εμφανίζεται συχνά στο δημόσιο λόγο και συνήθως από την σκοπιά των τραπεζιτών, των επιχειρηματιών, των «εταίρων». Στον επίκαιρο κυβερνητικό λόγο ξεχωριστή θέση λαμβάνουν οι εξαγγελίες για παύση προστασίας της πρώτης κατοικίας, επιτάχυνση και αυτοματοποίηση των πλειστηριασμών και της α λα Αμερικάνα χρεωκοπίας ιδιωτών.
Τα μέτρα αυτά δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία. Ας θυμηθούμε πως η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, που επιτάχυνε και την δική μας Ευρωπαϊκή κρίση χρέους, παρέχοντας την αφορμή για τα αιματοβαμμένα μνημόνια, σφραγίστηκε από την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στις ΗΠΑ, λόγω της αδυναμίας της να πουλήσει –στεγαστικά ως επί το πλείστων– δάνεια υψηλής ανασφάλειας. Δάνεια, τα οποία στην ελληνική αργκό θα αποκαλούσαμε σήμερα κόκκινα.
Ψηλαφώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατοικίας στην Ελλάδα προ της κρίσης, παρατηρούμε πως το 2004 σε 3.992.964 νοικοκυριά αντιστοιχούσαν 796.500 ενοίκια και 3.196.465 ιδιοκατοικήσεις (συνυπολογίζοντας δωρεάν χρήση ή μειωμένο ενοίκιο), ενώ ο μέσος όρος δαπάνης μηνιαίων αγορών στην κατηγορία της στέγασης υπολογιζόταν στα 190 ευρώ (10,7% της μηνιαίας δαπάνης), ενώ το 18,3% διατηρούσε δεύτερη κατοικία. 14 χρόνια και τρία μνημόνια μετά σε 4.048.749 νοικοκυριά αντιστοιχούν 771.638 ενοίκια και 3.277.111 ιδιοκατοικήσεις, με τον μέσο όρο δαπάνης στέγασης να βρίσκεται στα 203,15 ευρώ (14,1% της μηνιαίας δαπάνης) και το 14,9% να διαθέτει δεύτερη κατοικία (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ).
Αρκεί να σημειώσουμε πως ενώ ο απόλυτος αριθμός των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 55.000 στο συγκεκριμένο διάστημα, χάθηκαν 80.600 ιδιόκτητες πρώτες κατοικίες, ενώ ο αριθμός νοικοκυριών που διατηρούσε δεύτερη κατοικία μειώθηκε κατά 144.500.
Γιατί όμως προκύπτει η έντονη αυτή επίθεση; Για ποιους λόγους ασκείται αντικοινωνική πολιτική στο πλαίσιο μίας βασικής βιοτικής ανάγκης, η οποία προστατεύεται τόσο από το ελληνικό Σύνταγμα (Άρθρο 21) όσο και από την Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Άρθρο 25);
Τελικά τα σπίτια δεν τα παίρνουν… οι κομμουνιστές αλλά οι τράπεζες και τα funds
Η περίοδος της κρίσης έφερε την δικαιολογία που απαιτούνταν για να νομιμοποιηθεί η εκτεταμένη απαλλοτρίωση της λαϊκής περιουσίας. Αντιστοιχίζοντας γραμμικά την κρίση δημόσιου χρέους με τα κόκκινα δάνεια, τσουβαλιάζοντας τους εργοδότες που ρευστοποίησαν τις επιχειρήσεις τους με τους απολυμένους εργαζόμενους που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους υπό τη ταμπέλα του «μπαταχτσή» και ακουμπώντας στον παραλογισμό του «μαζί τα φάγαμε» η τελευταία κυβέρνηση με επικεφαλής το ΠΑΣΟΚ υπέγραψε την παράδοση στους δανειστές μέσω του πρώτου μνημονίου. Σαμαράς και Βενιζέλος επέβαλλαν το «χαράτσι της ΔΕΗ», που μετατράπηκε το 2014 στον «προσωρινό» ΕΝΦΙΑ, καθιστώντας σε περιπτώσεις ασύμφορη ή αδύνατη τη διατήρηση κατοικίας, λειτουργώντας έτσι κι αλλιώς ως ένας ακόμη φόρος αφαίμαξης. Η ταυτόχρονη πίεση των δανειακών συμβάσεων που απαιτούσαν δόσεις υπολογισμένες με μισθούς προ κρίσης από ανέργους και εργαζόμενους που είδαν το εισόδημά τους να εξαϋλώνεται και το χαράτσι/ενοίκιο-στο-σπίτι-σου εξανάγκασαν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού να εγκαταλείψει τις εστίες του και να τις πουλήσει κοψοχρονιά σε αισχροκερδείς επιχειρηματίες που διατηρούσαν κεφάλαιο.
Η αλλαγή της διακυβέρνησης από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνοδεύτηκε με ουσιαστική πολιτική αλλαγή παρά με αλλαγή διαχειριστή. Ο Καθήμενος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αγνοώντας και παρακάμπτοντας την απόφαση του δημοψηφίσματος, προωθώντας τις πολιτικές που προεκλογικά στηλίτευε, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ταχθεί με τη μεριά των δανειστών και να εφαρμόσει στο ακέραιο τα μέτρα των μνημονίων.
Στο αντικείμενο της κατοικίας η τετραετής κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε τον επαχθή φόρο του ΕΝΦΙΑ, νομοθέτησε τη διαδικασία fast track ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για εξευτελιστικά ποσά οφειλής και, σε αγαστή συμφωνία με τις επιταγές των δανειστών, επιτέθηκε στο κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς με αστυνομική καταστολή και δικαστικές αγωγές ενάντια σε αγωνιστές της μαχόμενης αριστεράς, όπως το στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δάσκαλος Η. Σμήλιος, ο οποίος αθωώθηκε πανηγυρικά από τις έωλες κατηγορίες μόλις την προηγούμενη εβδομάδα στην πρώτη από τις πολλές αγωγές που αντιμετωπίζει. Από τη βιομηχανία των μηνύσεων δεν γλίτωσε ούτε ο πρώην υπουργός της κυβέρνησης Π. Λαφαζάνης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να ανανεώσει και πολύ περισσότερο να ενισχύσει την προστασία της πρώτης κατοικίας, δίνοντας μόνο μια παράταση μέχρι 30 Απριλίου φέτος και με 80.000 υποθέσεις να εκκρεμούν.
Την 7η Ιουλίου 2019 η σκυτάλη της αστικής διαχείρισης παραδόθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ πίσω στη Νέα Δημοκρατία, η οποία, με αυτοδύναμη πλέον κυβέρνηση, ανέλαβε να ολοκληρώσει την κοινωνική καταστροφή. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με έντονα αντιδραστικό και επιθετικό λόγο, κλείνοντας το μάτι στο πιο σκληρό τμήμα της ελληνικής ακροδεξιάς, κίνηση που αντικατοπτρίζεται και στην ανάλγητη τοποθέτηση του αντιπρόεδρου της ΝΔ Α. Γεωργιάδη πως η οικονομία πλήττεται από την υφιστάμενη και ανεπαρκή προστασία της πρώτης κατοικίας (από τις εκδικαζόμενες προσφυγές στον νόμο Κατσέλη το 40% απορρίπτεται). Προφανώς ο εναρμονισμός με τις επιταγές των τραπεζιτών βαραίνει περισσότερο από το δικαίωμα του ανθρώπου στη στέγη.
Η άποψη αυτή δεν εκφράζεται μεμονωμένα καθώς αποτελεί πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί από τρία σημεία: Αφενός με την πλήρη μεταφορά της διαχείρισης των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες στα διεθνή funds, φορείς που προβλέπεται να τηρήσουν εξαιρετικά αυστηρότερη στάση από την υφιστάμενη. Υπολογίζεται ότι μέσα στο 2020 η πώληση κόκκινων δανείων στα funds θα αγγίξει τα 70 δισ., ενώ ο αριθμός των πλειστηριαζόμενων κατοικιών αυξάνεται πάλι, με 29.000 πλειστηριασμούς μόνο το 2019. Επιπλέον προωθεί την πλήρη απελευθέρωση της αρπαγής κεφαλαίων, μέσω της κατάργησης της προστασίας που παρεχόταν από το νόμο Κατσέλη και την εφαρμογή του δόγματος «Νόμος και Τάξη» με την καταστολή του κινήματος ενάντια στους πλειστηριασμούς. Τελικά επιδιώκει την ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού με σκοπό να πετύχει τα ελάχιστα απαραίτητα επίπεδα συναίνεσης που απαιτούνται για να φέρει σε πέρας το αντικοινωνικό της έργο. Σε αυτό το σκοπό επιστρατεύει τους δημοσιογραφικούς της δορυφόρους, εντός και εκτός βουλής, σε καθοδηγητικό ρόλο των οργανωμένων οπαδών της στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης.
Αναζητώντας την πατρότητα των νομοσχεδίων που κυοφορήθηκαν από τις πρόσφατες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα εντοπίσουμε ως κοινή καταγωγή τις ευρωπαϊκές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, η μείωση των κόκκινων δανείων και απελευθέρωση των πλειστηριασμών ήταν αντικείμενα που περιλαμβάνονταν στα μνημόνια που υπέγραψαν και τήρησαν οι ενδιάμεσες (συν)κυβερνήσεις και εξακολουθούν να τίθενται ως απαιτούμενο στις μεταμνημονιακές αξιολογήσεις από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενώ ο νόμος περί χρεωκοπίας ιδιωτών προκύπτει άμεσα από τον πτωχευτικό κώδικα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1023/2019.
Το άρμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, στο οποίο το ντόπιο κεφάλαιο επέλεξε να προσδεθεί, με στόχο να αποφύγει τις ευθύνες του για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αντιμέτωπο με τη βαθιά κρίση του, απαίτησε και πέτυχε σε τρεις περιπτώσεις την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μεταφέροντας τα δυσβάσταχτα χρέη στην πλάτη των νοικοκυριών εις διπλούν. Ταυτόχρονα, έκανε το ισοδύναμο δώρο σε «φίλους» επιχειρηματίες, επενδυτές και εφοπλιστές, οι οποίοι το κεφαλαιοποίησαν σε ευνοϊκές διατάξεις για να εκφορτώσουν τις οφειλές τους στο κοινωνικό σύνολο, με περιπτώσεις όπου χρεωκοπημένοι επιχειρηματίες, φεσώνοντας προμηθευτές και αφήνοντας απλήρωτους εργαζόμενους, εξαγόρασαν τις υποθηκευμένες ιδιοκτησίες τους από τους πλειστηριασμούς.
Αναλύοντάς το ζήτημα της κατοικίας, των πλειστηριασμών και της χρεωκοπίας επαρκώς μπορούμε να διαγνώσουμε ένα βασικό, οργανικό αίτιο που συνδέει τις πολυποίκιλες πλευρές του αντικειμένου: Την αδυναμία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού να παράξει επαρκή και εκθετικά αυξανόμενα κέρδη, που οδηγεί στην ανάγκη αντιδραστικής άρσης ιστορικών κεκτημένων ώστε να νομιμοποιηθεί η απαλλοτρίωση και ρευστοποίηση της λαϊκής περιουσίας, μεταφέροντας τα βάρη των λίγων ωφελούμενων στους πολλούς, παρατείνοντας ανάλογα τη διάρκεια της ζωής του και συνεπακόλουθα της κρίσης του. Προκύπτει το εύλογο ερώτημα, πώς σπάμε τον φαύλο κύκλο των κρίσεων, ανακεφαλαιοποιήσεων, χρεοκοπιών και μνημονίων;