Νίκος Καπιτσίνης
Μετά την τυπική αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Γενάρη, ξεκίνησε η μεταβατική περίοδος. Κι ενώ πολλοί, και στις δύο πλευρές της Μάγχης, πίστεψαν πως το σήριαλ του Brexit τελείωσε, ο σημαντικότερος γύρος των διαπραγματεύσεων μόλις ξεκίνησε και αφορά τη μελλοντική διμερή εμπορική-οικονομική σχέση. Η μεταβατική περίοδος ολοκληρώνεται τυπικά στις 31 Δεκέμβρη του 2020 και σε αυτό το διάστημα ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα, εκτός από τη μη συμμετοχή των Βρετανών στα όργανα της ΕΕ. Στόχος της εξαρχής ήταν να διασφαλιστεί η πιο ομαλή μετάβαση στη νέα εποχή αλλά και να υπάρξει επαρκής χρόνος για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Μάλιστα, στην περίπτωση που δεν διαφαίνεται συμφωνία στον ορίζοντα, θεωρητικά η μεταβατική περίοδος θα μπορεί να επιμηκυνθεί μέχρι και δύο έτη, εφόσον φυσικά οι δύο πλευρές συμφωνήσουν σε αυτό μέχρι την 1η Ιουλίου.
Μεταξύ των επιμέρους θεμάτων στις διαπραγματεύσεις –πέραν της ασφάλειας των πτήσεων, της πρόσβασης στην αλιεία, της αδειοδότησης των φαρμάκων– αυτό που ξεχωρίζει είναι το συνολικό πλαίσιο στη μελλοντική σχέση μεταξύ των δύο. Εάν δεν καταλήξουν σε συμφωνία, οι συνοριακοί έλεγχοι και οι εμπορικοί δεσμοί θα υπόκεινται στους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Σημειώνεται ότι στη σχετική ομιλία του, ο Μπόρις Τζόνσον ξεκαθάρισε πως δεν επιθυμεί την επιμήκυνση της μεταβατικής περιόδου και δεν αποκλείει το σενάριο της μη συμφωνίας στους επόμενους 11 μήνες. Επιθυμία του φαίνεται πως είναι μια σχέση ανάλογη με αυτήν που υπάρχει ανάμεσα σε ΕΕ και Καναδά, με ανεξάρτητη εμπορική πολιτική αλλά ελεύθερο εμπόριο με τις χώρες της ΕΕ, χωρίς δασμούς και περιορισμένη πρόσβαση στην ενιαία αγορά στο πεδίο των υπηρεσιών. Ούτε οι Βρυξέλλες επιθυμούν, όμως, δασμούς ή εμπορικές ποσοστώσεις, επιδιώκουν όμως η άλλη πλευρά να ακολουθήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες σε σχέση με τον ανταγωνισμό και τις κρατικές επιδοτήσεις — απειλώντας, σε διαφορετική περίπτωση, με επιβολή δασμών και στα προϊόντα που εισάγονται από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Δυστυχώς, ο εργατικός παράγοντας εξακολουθεί να είναι απών, τόσο από το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων όσο και στο πεδίο της κοινωνικής διαπάλης σε σχέση με αυτές.