Χρίστος Κρανάκης
Το κόμμα που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και τον πολιτικό βραχίονα του IRA, έχοντας σφραγιστεί από τον ριζοσπαστισμό, έχει πλέον επιλέξει τον κυβερνητικό και διαχειριστικό δρόμο των ΣΥΡΙΖΑ και Podemos.
Ιστορικής σημασίας είναι τα αποτελέσματα των ιρλανδικών εκλογών που διεξήχθησαν το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου. Το σοσιαλδημοκρατικό Σιν Φέιν («Εμείς οι ίδιοι») αναδείχτηκε νικητήριο κόμμα για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, κερδίζοντας 24,5 % των ψήφων, έχοντας ενισχυθεί κατά 10,7% σε σύγκριση με το 2016, ενώ τα δύο κεντροδεξιά κόμματα που εναλλάσσονταν επί χρόνια στις κυβερνητικές θέσεις, Φιόνα Φόιλ («Στρατιώτες του Πεπρωμένου») και Φίνε Γκοέλ («Οικογένεια των Ιρλανδών»), περιορίστηκαν στο 22,2% και στο 20,9%, αντίστοιχα. Η μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα αριστερά και μάλιστα υπέρ ενός κόμματος που αποτέλεσε πολιτικό τέκνο του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στη συνέχεια, επί πολλά χρόνια, πολιτικό βραχίονα του IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), καταδεικνύει ένα ουσιώδες κοινωνικό συμπέρασμα: Οι «κούφιες» υποσχέσεις των τεχνοκρατών των Βρυξελλών περί αποκατάστασης της ομαλότητας και της κανονικότητας στην ΕΕ δεν πείθουν τους λαούς! Όσο και αν προσπάθησαν να αναδείξουν την Ιρλανδία ως το «καλό παιδί» που έκανε το θαύμα και ως τη χώρα που –ως «Κέλτικος Τίγρης»– ξεπέρασε το σκάσιμο της «φούσκας» το 2008, υιοθετώντας το πρώτο μοντέλο λιτότητας και μνημονιακής επιτήρησης, φαίνεται πως τα ρήγματα όχι μόνο δεν κλείνουν έτσι εύκολα αλλά στρέφουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην αναζήτηση αριστερών εναλλακτικών.
Όσο, όμως, και αν ο λαός της Ιρλανδίας δείχνει τη θέληση για «αλλαγή» (βασικό προεκλογικό σύνθημα του Σιν Φέιν), άλλο τόσο φαίνεται πως η πολιτική πρωτοπορία της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να την εκφράσει. Το Σιν Φέιν, εκτός των άλλων, παρά την εκλογική του επικράτηση, θα είναι δεύτερο(!) σε έδρες στην ιρλανδική βουλή, γεγονός που δεν επιτρέπει τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Για την κατάσταση αυτή, πέρα από το ιδιόρρυθμο εκλογικό σύστημα, ευθύνες πρέπει να επιρριφθούν και στο ίδιο το κόμμα, το οποίο –όπως δήλωσε επίσημα– δεν κατάφερε(;) να κατεβάσει πάνω από 44 υποψηφίους, ώστε να καταλάβει παραπάνω έδρες από τις 166 συνολικά. Συνεπώς, πριν καν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα, το όραμα των Ιρλανδών για πραγματική αλλαγή χτυπάει πάνω στις «συμπληγάδες» της ενδεχόμενης κυβερνητικής συνεργασίας του Σιν Φέιν με κόμματα της κεντροδεξιάς και της συντήρησης.
Με την ψήφο του ο ιρλανδικός λαός διέλυσε τους μύθους του οικονομικού «θαύματος»
Όσο και αν η επικεφαλής του κόμματος, Μέρι Λου Μακντόναλντ τονίζει ότι «αρχίσαμε συνομιλίες με τους ηγέτες μικρών παρατάξεων της αριστεράς (Πράσινοι και Εργατικοί, αλλά και το αντικαπιταλιστικό σχήμα S-PBP, Αλληλεγγύη – οι Άνθρωποι πάνω από τα Κέρδη, που πήρε 2,6% και 5 έδρες, χάνοντας 1,3% και μία έδρα σε σχέση με το 2016) , στέλνοντας σαφές μήνυμα προς τα δύο παραδοσιακά κόμματα του κατεστημένου ότι η κυριαρχία τους τερματίστηκε», το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Κατά πόσο οι δυνάμεις της δεξιάς θα παραμείνουν όντως στο πολιτικό περιθώριο. Άλλωστε, η πρόσφατη πολιτική σταδιοδρομία του Σιν Φέιν απέχει αρκετά από τις ιστορικές παρακαταθήκες του, όταν τασσόταν σθεναρά –παρά τις επιμέρους διαφωνίες– υπέρ της επανένωσης της Ιρλανδίας, ενώ παράλληλα, από το 1962, υιοθετούσε σοβαρές πτυχές του μαρξισμού-λενινισμού στον πολιτικό του λόγο. Τώρα, περισσότερο φαίνεται ότι κινείται στον δρόμο που χάραξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία του Νότου, με τους ΣΥΡΙΖΑ-Podemos να παίζουν καταλυτικό ρόλο στον δρόμο που χαράζει. Το κόμμα φαίνεται πως θέλει να αφήσει πίσω του την ιστορική του σύνδεση με τον IRA –που το είχε κατατάξει στο «παρασκήνιο» της πολιτικής ζωής– και πλέον ανάγει, τα ζωτικής σημασίας για την Ιρλανδία, εθνικά θέματα σε δευτερεύουσα θέση και επικεντρώνεται στα κοινωνικά ζητήματα της χώρας (άστεγοι, φτώχεια κ.λπ.) — αλλά και εδώ με τρόπο διαχειριστικό.
Στο τι μέλλει γενέσθαι, πάντως, τα πράγματα περιπλέκονται. Οι διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης θα διαρκέσουν από βδομάδες μέχρι αρκετούς μήνες, με την κοπτοραπτική προγραμμάτων να δίνει και να παίρνει. Αναλυτές δηλώνουν με βεβαιότητα πως το Σιν Φέιν δεν θα μπορέσει να φτάσει τον «μαγικό αριθμό» των 80 εδρών μέσω συνασπισμού με τα δύο άλλα αριστερά κόμματα, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες, στην καλύτερη, να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση «σούπα» και στη χειρότερη μια κυβέρνηση κεντροδεξιάς ηγεμονίας. Άρθρο της Guardian, μάλιστα, τονίζει ότι ο πρώην συντηρητικός πρωθυπουργός, Λίο Βαράντκαρ, προερχόμενος από το Φίνε Γκοέλ, παρά την εκλογική του υποχώρηση, είναι πολύ πιθανό να σχηματίσει κυβέρνηση με το έτερο κεντροδεξιό Φιόνα Φόιλ ή να συμμετάσχει εντέλει σε συνασπισμό ακόμα και με το Σιν Φέιν — παρά την επίσημη άρνηση και των δύο κομμάτων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σηματοδοτούσε πολιτική ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, αναδεικνύοντας εκ νέου τα αδιέξοδα του κοινοβουλευτικού και κυβερνητικού δρόμου.