Γιώργος Μουρμούρης
Αντιμέτωποι με τα «απόνερα» της κατασταλτικής εκστρατείας που εξαπέλυσε η κυβέρνηση τους προηγούμενους μήνες βρίσκονται αυτή την περίοδο αγωνιστές και αγωνίστριες, που είτε στοχοποιήθηκαν για την πολιτική τους δράση είτε απλώς βρέθηκαν τη λάθος ώρα στο λάθος σημείο και έτσι εισήλθαν στο στόχαστρο της κρατικής τρομοκρατίας. Πρόκειται, ανάμεσα στα άλλα, για τις δίκες που εκκρεμούν σε βάρος όσων συνελήφθησαν στα γεγονότα που ακολούθησαν το σπάσιμο του λοκ άουτ στην ΑΣΟΕΕ, τους συλληφθέντες μετά τις διαδηλώσεις της 17ης Νοέμβρη και της 6ης Δεκέμβρη. Μετά τους δύο αγωνιστές φοιτητές, μέλη της ΕΑΑΚ και της νΚΑ, οι οποίοι συνελήφθησαν μετά την εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ στις 11 Νοέμβρη και των οποίων η δίκη ξεκίνησε την Παρασκευή και συνεχίζεται τη Δευτέρα, στο εδώλιο θα βρεθούν οι 19 συλληφθέντες της 17ης Νοέμβρη. Μεταξύ τους και δύο νέοι-μέλη της οργάνωσης Ξεκίνημα, οι οποίοι το βράδυ της μεγάλης διαδήλωσης δέχτηκαν απρόκλητη επίθεση από τα ΜΑΤ, ξυλοκοπήθηκαν και συνελήφθησαν, ενώ στη συνέχεια τους φορτώθηκαν με βαρύτατες κατηγορίες.
Το μέλλον, όμως, διαγράφεται ακόμη χειρότερο. Η κρατική καταστολή σε βάρος των αγωνιστών και ευρύτερα των ανθρώπων που κινητοποιούνται περνά σε νέο επίπεδο, καθώς επιδιώκεται να αποκτήσει θεσμική κατοχύρωση μέσω του νομοσχεδίου για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, αλλά και την ντιρεκτίβα που δίνει το ελεύθερο σε ΜΑΤ και ασφαλίτες να εισβάλλουν ανά πάσα στιγμή στους χώρους του πανεπιστημιακού ασύλου.
Τα όσα εφαρμόστηκαν στην πράξη τις εβδομάδες εκείνες που η αστυνομική καταστολή χτύπησε «κόκκινο» επιχειρείται να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα.
Προκειμένου να δικαιολογήσει την αντιδραστική τομή στον τρόπο που αντιμετωπίζονται εδώ και δεκαετίες τα κοινωνικά κινήματα στο κέντρο της Αθήνας, με όλη την υλική και συμβολική του διάσταση, η κυβέρνηση επικαλείται την παρακώλυση των συγκοινωνιών από «τριάντα άτομα», επιδιώκοντας να πριμοδοτήσει φοβικά αντανακλαστικά των πιο συντηρητικών τμημάτων.
Άλλωστε, καθένας και καθεμιά που έχει συμμετάσχει σε διαδηλώσεις γνωρίζει ότι «τριάντα άτομα» ουδέποτε έχουν κλείσει το κέντρο της Αθήνας… Αυτό που μπαίνει στο στόχαστρο είναι συνολικά το μαζικό κίνημα, το οποίο επιδιώκεται να αφανιστεί από το αθηναϊκό κέντρο, με την προσδοκία να καταδικαστεί στην αφάνεια και τον μαρασμό — και το κέντρο της πόλης να λειτουργήσει απρόσκοπτα ως τουριστική βιτρίνα και διοικητικός κόμβος.
Ντιρεκτίβα της ΕΛΑΣ για την οριστική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου
Το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, προβλέπει τον καθορισμό «οργανωτή» της διαδήλωσης, ο οποίος θα είναι υπόλογος σε περίπτωση φθορών, κινδυνεύοντας πρακτικά ακόμα και με φυλάκιση ή εξοντωτικό πρόστιμο σε περίπτωση που υπάρξει αντιπαράθεση με τις αστυνομικές αρχές ή γίνει κάποια ενέργεια η οποία δεν χωρά στο πλαίσιο της ολοένα και πιο ασφυκτικής «νομιμότητας». Παράλληλα, θεσμοθετείται η δυνατότητα διάλυσης μιας διαδήλωσης σε περίπτωση που κριθεί παράνομη, κίνηση που θεσμοθετεί πρακτικές τις οποίες η ΕΛΑΣ ουκ ολίγες φορές έχει εφαρμόσει στην πράξη χωρίς να υπάρχει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. Καθίσταται δε «ιδιώνυμο αδίκημα» η συμμετοχή σε απαγορευμένη διαδήλωση, με την ελπίδα να γενικευθούν εικόνες όπως αυτή της σύλληψης του αγωνιστή εκπαιδευτικού, μέλους του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Παύλου Αντωνόπουλου, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε δίκη επειδή συμμετείχε στην απαγορευμένη συγκέντρωση ενάντια στην «φιέστα» για την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από την Ελλάδα, το 2014, και είχε αθωωθεί πανηγυρικά λίγα χρόνια αργότερα.
Συνολικά πρόκειται για έναν σχεδιασμό που επί της ουσίας καταργεί το δικαίωμα στη διαδήλωση, καθώς διατάξεις του έχουν σκοπίμως διατυπωθεί με την απαιτούμενη «δημιουργική ασάφεια» ώστε να μπορούν να ερμηνευθούν κατά το δοκούν και με βάση τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό της περιόδου. Έτσι, η πρόβλεψη για μη διατάραξη της «κοινωνικοοικονομικής ζωής» της περιοχής στην οποίαν πρόκειται να διεξαχθεί η πορεία δεν πλήττει μία διάσταση αλλά την ίδια την ουσία της διαδήλωσης, που είναι η δημιουργία γεγονότος και η μετάδοση συγκεκριμένου μηνύματος προς την κοινωνία ακριβώς μέσω της διατάραξης της «κανονικότητας». Με βάση αυτό το κριτήριο, η αστυνομία θα έχει το «ελεύθερο» να απαγορεύει κινητοποιήσεις με γνώμονα την κρίση του αρμόδιου στελέχους της ΕΛΑΣ, που με τη σειρά του θα εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρύτερων κυβερνητικών κατευθύνσεων και κρατικών προτεραιοτήτων.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το φως της δημοσιότητας είδαν και οι οδηγίες του αρχηγείου της ΕΛΑΣ προς τις αστυνομικές δυνάμεις, αναφορικά με το πλαίσιο της δράσης τους εντός των ΑΕΙ μετά την κατάργηση του ασύλου. Ορίζεται ρητά ότι σε περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης (sic) αξιόποινων πράξεων ο πανεπιστημιακός χώρος εξομοιώνεται με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο, και οι αστυνομικοί έχουν την πλήρη ελευθερία να δράσουν αντίστοιχα. Παράλληλα, δίνεται στους αστυνομικούς η οδηγία να αποφεύγουν τις αναίτιες διελεύσεις από πανεπιστημιακά ιδρύματα, κάτι που ουδόλως εμπόδισε πριν λίγες μόλις εβδομάδες αστυνομικούς της ομάδας ΔΕΛΤΑ να προβούν σε προκλητική εμφάνιση στον πεζόδρομο του Παντείου Πανεπιστημίου.
«Μας είπαν από τα κεντρικά να περάσουμε μια βόλτα», ήταν η απάντηση των αστυνομικών σε ερώτηση του αντιπρύτανη, κατόπιν διαμαρτυρίας των φοιτητών.
Συνολικά, φαίνεται ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να θεσμοποιήσει τα «κεκτημένα» από το κρεσέντο καταστολής των προηγούμενων μηνών, κάνοντας ακόμα πιο ασφυκτικά τα όρια. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες και η έμπρακτη αμφισβήτηση των νέων περιορισμών, ώστε να ακυρωθούν στην πράξη, αποτελούν μονόδρομο για να μην γίνει πραγματικότητα η εφιαλτική «σιγή νεκροταφείου».